Ελλείψεις σε τεστ, οξυγόνο και κρεβάτια νοσοκομείων, με αποτέλεσμα πολίτες να πεθαίνουν σπίτι τους, είναι μόνο μερικές από τις επιπτώσεις του σφοδρού δεύτερου κύματος κορονοϊού που πλήττει την Ινδία
να δεύτερο επιταχυνόμενο κύμα κορονοϊού, πλήττει σφοδρά την Ινδία, με την κατάσταση να είναι δραματική ειδικά για το υποχρηματοδοτημένο Εθνικό Σύστημα Υγείας, το οποίο βρίσκεται στα όρια της κατάρρευσης, αντιμετωπίζοντας ελλείψεις σε κρεβάτια νοσοκομείων, οξυγόνο και φάρμακα, βάζοντας τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων σε κίνδυνο.
Στις 18 Ιουνίου, η Ινδία κατέγραψε 11.000 κρούσματα και για τις επόμενες 60 ημέρες ακόμα 35.000. Στις 10 Φεβρουαρίου, δηλαδή κατά την έναρξη του δεύτερου κύματος, η χώρα είχε επίσης καταγράψει 11.000 κρούσματα και η κατάσταση παρότι ήταν ελαφρώς χειρότερη, δεν έμοιαζε ανησυχητική, αφού στη χώρα εντοπίζονταν περίπου 22.000 κρούσματα τη μέρα. Ωστόσο το επόμενο δεκαήμερο τα πράγματα έγιναν δραματικά αφού τα κρούσματα έφθασαν τα 89.800 την ημέρα και από τα μέσα Απριλίου έχουν «εκτιναχθεί» και ξεπερνούν τα 200.000 την ημέρα.
Μόνο την Κυριακή και τη Δευτέρα η χώρα κατέγραψε περισσότερες από 270.000 και 259.000 νέες μολύνσεις αντίστοιχα. Την Τετάρτη ξεπέρασε το φράγμα των 300.000 κρουσμάτων, καταγράφοντας 314.835 κρούσματα και «σπάζοντας» το αρνητικό παγκόσμιο ρεκόρ μολύνσεων σε μία ημέρα το οποίο κατείχαν οι ΗΠΑ από τον Ιανουάριο. Η Ινδία «έσπασε» και την Πέμπτη το αρνητικό παγκόσμιο ρεκόρ με 332.730 κρούσματα.
Σύμφωνα με τους ειδικούς αυτή η γρήγορη αύξηση των κρουσμάτων δείχνει ότι το δεύτερο κύμα εξαπλώνεται πολύ πιο γρήγορα στη χώρα. Όπως ανέφερε ο δρ. Α. Φατχαχουντέεν, ο οποίος είναι μέλος της επιτροπής των ειδικών στο κρατίδιο της Κεράλα, η αύξηση δεν ήταν τόσο μη αναμενόμενη καθώς η Ινδία έριξε τις «άμυνες» της απέναντι στον ιό όταν τα κρούσματα έπεσαν κάτω από 20.000 τον περασμένο Ιανουάριο σε σχέση με την προηγούμενη κορύφωση της πανδημίας τον Σεπτέμβριο του 2020, όπου οι νέες μολύνσεις ανέρχονταν σε σχεδόν 90.000 ημερησίως.
Στα όριά του το ΕΣΥ – Η αστυνομία φρουρεί τα αποθέματα οξυγόνου
Το οξυγόνο για ιατρική χρήση και οι κλίνες στα νοσοκομεία αποτελούν ολοένα περισσότερο είδη εν ανεπαρκεία. Σε μεγάλα νοσοκομεία, έχουν αναρτηθεί ειδοποιήσεις που αναφέρουν πως δεν υπάρχουν πλέον κρεβάτια για να γίνουν εισαγωγές ασθενών. Έχουν αναπτυχθεί δυνάμεις της αστυνομίας για να φρουρούν αποθέματα οξυγόνου. Νοσοκομεία απευθύνουν εκκλήσεις να τους σταλούν επειγόντως ποσότητες για τους διασωληνωμένους ασθενείς τους.
Οι ειδικοί προειδοποιούσαν για καιρό ότι η Ινδία, όπως και άλλες φτωχές χώρες, έχει μεγάλες ελλείψεις σε ιατρικό οξυγόνο, απαραίτητο για τους ασθενείς με σοβαρά συμπτώματα covid-19.
Ο Μπραμάρ Μούχερτζι, καθηγητής επιδημιολογίας στο πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, επεσήμανε ότι πλέον μοιάζει να έχει διαλυθεί οποιοδήποτε κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας υπήρχε στην Ινδία. «Ο καθένας μάχεται για την επιβίωσή του και για να προστατεύσει τους αγαπημένους του. Είναι σκληρό να το βλέπεις», τόνισε.
Οι εικόνες που παρουσιάζονται τόσο στα ΜΜΕ όσο και στα social media, είναι δραματικές , όπως για παράδειγμα στη δυτική πολιτεία Γκουχαράτ, όπου έξω από το μεγαλύτερο Covid νοσοκομείο της πόλης Αχμενταμπάντ, περίμενε «ουρά» από ασθενοφόρα με ασθενείς, καθώς δεν υπήρχαν αναπνευστήρες και τ’ αποθέματα οξυγόνου είχαν εξαντληθεί.
Η χρόνια υποχρηματοδότηση του συστήματος υγείας και έλλειψη σε κλίνες νοσοκομείων σε πολλές πόλεις της Ινδίας, έχει σαν αποτέλεσμα ν’ αυξάνονται οι αναφορές για ανθρώπους που πεθαίνουν χωρίς να προλαβαίνουν να δεχθούν φροντίδα στην ώρα τους, επειδή δεν υπάρχει κάποιο κρεβάτι ή έχουν εξαντληθεί τ’ αποθέματα οξυγόνου.
Παρόλο που οι κυβερνήσεις κάποιων πολιτειών ισχυρίζονται ότι δημιουργούν νέες εγκαταστάσεις, οι ειδικοί πιστεύουν ότι δύσκολα θα μπορέσουν να συγκρατήσουν τα συνεχώς αυξανόμενα κρούσματα.
Πόλεις που έχουν «χτυπηθεί» σημαντικά από τον κορονοϊό όπως το Νέο Δελχί, η Μουμπάι και το Αχμενταμπάντ, έχουν φτάσει σχεδόν την πληρότητα τους σε κλίνες.
Η κατάσταση δεν είναι πολύ καλύτερη σε άλλες πόλεις όπως το Λούκνοβ, το Μποπάλ, η Καλκούτα, το Αλάχαμπαντ και το Σουράτ. Σύμφωνα με τον ειδικό σε θέματα δημόσιας υγείας, Ανάντ Μπαν, τόσο η κεντρική κυβέρνηση του ινδουιστή εθνικιστή πρωθυπουργού Ναρέντρα Μόντι όσο και οι τοπικές κυβερνήσει των ομόσπονδων κρατιδίων δεν εκμεταλλεύτηκαν το μεσοδιάστημα από το πρώτο κύμα στο δεύτερο για να ενισχύσουν τις ιατρικές εγκαταστάσεις.
«Δεν μάθαμε τίποτα από το πρώτο κύμα. Είχαμε αναφορές ότι κάποιες πόλεις ξέμεναν από κλίνες ακόμα και στο πρώτο κύμα και αυτός ήταν αρκετός λόγος ώστε να προετοιμαστούμε για το δεύτερο κύμα». Παράλληλα συμπλήρωσε ότι ο βασικός λόγος για την έλλειψη σε οξυγόνο και φάρμακα υπάρχει εξαιτίας του κακού συντονισμού και της επικοινωνίας ανάμεσα στην κεντρική κυβέρνηση και στις κυβερνήσεις των πολιτειών.
«Χρειάζεται μία ενιαία αντίδραση και οι εξοπλισμοί θα πρέπει να μοιράζονται μεταξύ των πολιτειών», προσέθεσε.
Η κατάσταση είναι ακόμα πιο δραματική σε σχέση με τις κλίνες Εντατικής Θεραπείας. Σε πολλές πόλεις έχουν μείνει μερικές δεκάδες κρεβάτια και προσπαθούν να δημιουργήθουν νέες εγκαταστάσεις σε ξενοδοχεία και γήπεδα.
Στην πρωτεύουσα της χώρας, το Νέο Δελχί, όπου ο πληθυσμός ξεπερνάει τα 18.000.000, το πρωί της Τρίτης υπήρχαν μόλις 40 κρεβάτια ΜΕΘ Covid για τους ασθενείς. Παράλληλα ο κυβερνήτης της πόλης σημείωνε με ανάρτησή του στο Twitter, ότι τ’ αποθέματα οξυγόνου στα δημόσια νοσοκομεία κόντευαν να εξαντληθούν εντός οκτώ ωρών και ακόμα νωρίτερα σε ορισμένα ιδιωτικά.
Προβλήματα και στο testing
Παράλληλα και τα τεστ έχουν επηρεαστεί από τη μαζικότητα και τα διαρκώς αυξανόμενα κρούσματα, καθώς υπάρχουν σημαντικές ελλείψεις και δυσλειτουργίες, ενώ σε συνδυασμό με τις γραφειοκρατικές διαδικασίες, υπάρχει λίστα αναμονής αρκετών ημερών και πολλοί πολίτες δεν μπορούν να διακομιστούν σε νοσοκομεία.
Χωρίς θετικό τεστ πολλά νοσοκομεία αρνούνται να δεχθούν ασθενείς, πολλοί εκ των οποίων πεθαίνουν στο μεσοδιάστημα και μέχρι ν’ αποδείξουν ότι νοσούν. Μάλιστα όπως σημείωσε ένας γιατρός που εργάζεται σε νοσοκομείο στο Νέο Δελχί, «με τις καθυστερήσεις στο testing, δεχόμαστε ασθενείς των οποίων η κατάσταση έχει επιδεινωθεί στο διάστημα της αναμονής και όταν φθάνουν στο νοσοκομείο δεν μπορούμε να τους σώσουμε».
Εκκλήσεις από πολίτες για οξυγόνο και κρεβάτι μέσω των social media
Με την πληρότητα στα νοσοκομεία να πλησιάζει το 100%, αλλά και τις ελλείψεις σε εξοπλισμό να υφίστανται ακόμα και στις μεγάλες πόλεις, πολλοί πολίτες αναζητούν μέσω δικτύων ιδιωτών για ιατρική βοήθεια και εξοπλισμό.
Ο Σίμα Τσουντούρι, καθηγητής αγγλικών σε γειτονιά στο Νέο Δελχί, έκανε έκκληση για βοήθεια μέσω του WhatsApp, όταν ανακάλυψε ότι η κατάσταση ενός ζευγαριού ηλικιωμένων γειτόνων, χειροτέρευε όλο και περισσότερο. Μέχρι το βράδυ το ζευγάρι είχε βρει οξυγόνο, ωστόσο αναγκάστηκε να πληρώσει το διπλάσιο σε σχέση με την κανονική τιμή.
Τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα σε μικρότερες πόλεις, όπως το Λούκνοβ, όπου την περασμένη Παρασκευή, ο 65χρονος δημοσιογράφος, Βινάι Σριβαστάβα, ανέβασε tweet στο οποίο ανέφερε τα χαμηλά επίπεδα οξυγόνου που είχε, κάνοντας tag την κυβέρνηση και ζητώντας βοήθεια. Μάλιστα στο τελευταίο tweet του ανέφερε ότι η τιμή κορεσμού σε οξυγόνο ήταν στο 52, σχεδόν δηλαδή το μισό από το 95 που θεωρείται το φυσιολογικό. Τελικά κανείς δεν τον βοήθησε και πέθανε το περασμένο Σάββατο.
Το πιο ανησυχητικό πάντως είναι ότι οι αναφορές σχετικά με κατάρρευση του Εθνικού Συστήματος Υγείας προέρχονται από τις μεγάλες πόλεις της Ινδίας, ενώ τα στοιχεία είναι ελάχιστα σχετικά με τις αγροτικές περιοχές, όπου ζει περίπου το 70% των 1.7 δισεκατομμυρίων Ινδών, όπου προφανώς τα κρεβάτια των νοσοκομείων και το ιατρικό προσωπικό είναι λιγότερα.
Οι λόγοι που ξέφυγε η κατάσταση
Πολλοί θεωρούν ότι η κατάσταση ξέφυγε εκτός ελέγχου εξαιτίας μεγάλων και πολυπληθών θρησκευτικών εκδηλώσεων, το άνοιγμα χώρων δημόσιων συναθροίσεων, αλλά και μεγάλων προεκλογικών συγκεντρώσεων. Ο δρ. Φατχαχουντέεν τόνισε ότι υπήρχαν σημάδια ανησυχίας από τον Φεβρουάριο.
«Είπα τον Φεβρουάριο ότι ο Covid δεν πήγε πουθενά και ότι θα μας χτυπούσε τσουνάμι, αν δεν παίρνονταν έκτακτα μέτρα. Δυστυχώς το τσουνάμι μας χτύπησε τώρα στην πραγματικότητα. Τόσο οι πολίτες όσο και οι αξιωματούχοι πίστεψαν σε μία λανθασμένη αίσθηση κανονικότητας και δεν πήραν μέτρα για να σταματήσουν το δεύτερο κύμα», συμπλήρωσε.
Ο Ινδός πρωθυπουργός, Ναρέντρα Μόντι, δήλωσε ότι ο ιός, χτύπησε τη χώρα «σαν καταιγίδα», ωστόσο το τελευταίο διάστημα δέχεται σφοδρή κριτική για τη διαχείριση της πανδημίας και για «εφησυχασμό», καθώς μέχρι την περασμένη εβδομάδα και ενώ το δεύτερο κύμα ήταν σε πλήρη εξέλιξη, πραγματοποιούσε μεγάλες προεκλογικές εκστρατείες.
Κατά τον πνευμονολόγο Ζαρίρ Φ. Ουντουάντια, μέλος της επιτροπής ειδικών η οποία συμβουλεύει την τοπική κυβέρνηση στο ομόσπονδο κράτος Μαχαράστρα, η Ινδία «μείωσε την επαγρύπνησή της» κι αντί για μηνύματα που να εφιστούν την προσοχή στους πολίτες, αυτό που ακουγόταν ήταν «αυτοσυγχαρητήριες ανακηρύξεις νίκης από μέρους των ηγετών μας, που πλέον αποδεικνύονται ύβρις», τόνισε σε άρθρο του στην εφημερίδα Times of India.
Ενδεικτικό της κατάστασης εφησυχασμού που επικρατούσε είναι το γεγονός ότι στις αρχές Μαρτίου υψηλόβαθμοι υπουργοί της κυβέρνησης μιλούσαν ακόμα και για το τέλος της πανδημίας στην Ινδία.
Επετράπησαν ματς κρίκετ, στα οποία συνέρρευσαν δεκάδες χιλιάδες θεατές, ενώ άνοιξαν και τα θέατρα και τα σινεμά.
Παράλληλα η κυβέρνηση δεν έκανε τίποτα για ν’ αποτρέψει τις πολυπληθείς θρησκευτικές συγκεντρώσεις για το Κουμπ Μελά, ένα από τα πιο σημαντικά προσκυνήματα και θρησκευτική εορτή των Ινδουιστών στην πόλη Χαριντουάρ στη βόρεια πολιτεία Ουταράχαντ, όπου εκατομμύρια άνθρωποι συγκεντρώθηκαν για βουτιά στα νερά του Γάγγη, ενώ οι περισσότεροι δεν τηρούσαν τις αποστάσεις και δεν φορούσαν μάσκες. Φυσικά δεν αποτελεί έκπληξη ότι τα κρούσματα κορονοϊού στο Χαριντουάρ «εκτοξεύθηκαν».
Επιπλέον το γεγονός ότι πέντε πολιτείες της Ινδίας βρίσκονται σε προεκλογική περίοδο και δεν έχει ξεκαθαρίσει ποιο κόμμα θα επικρατήσει στο κρατίδιο της Δυτικής Βεγγάλης, είχε σαν αποτέλεσμα να πραγματοποιηθούν ογκώδεις προεκλογικές συγκεντρώσεις με δεκάδες χιλιάδες άτομα, τα οποία δεν φορούσαν μάσκες, παρά το γεγονός ότι ο κορονοϊός ήταν σε έξαρση.
Παρόλο που δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία που να συσχετίζουν τις πολιτικές συγκεντρώσεις με την έξαρση του κορονοϊού στην περιοχή. Τα κρούσματα στο κρατίδιο της Δυτικής Βεγγάλης από τις αρχές έως τα μέσα Απρίλιου, όταν και διεξήχθησαν οι συγκεντρώσεις, αυξήθηκαν 10 φορές περισσότερο, όπως δείχνουν κάποιοι δείκτες, κάτι που αναλογικά φανερώνει πολύ μεγαλύτερη έξαρση σε σχέση με τις πιο πολυπληθείς πόλεις της χώρας όπως το Νέο Δελχί και τη Μουμπάι.
Επίσης οι μαζικές πολιτικές, θρησκευτικές και αθλητικές εκδηλώσεις, καλύφθηκαν ευρέως από τα ΜΜΕ, κάτι που έστειλε ανάμικτα μηνύματα σχετικά με τη σοβαρότητα της κατάστασης για την πανδημία. Παράλληλα η έλλειψη υπομονής του κόσμου και κάποια αβάσιμα επιχειρήματα όπως ότι εάν ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού εκτεθεί στον ιό και στα μικρόβια, θα επιτευχθεί η ανοσία της αγέλης, έκανε τους Ινδούς να υποβαθμίσουν τον κίνδυνο, γεγονός που συνετέλεσε στο να χειροτερέψει η κατάσταση.
Ειδικότερα ιολογικές μελέτες έδειξαν ότι μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού της Ινδίας εμφάνιζε αντισώματα στον κορονοϊό, υπονοώντας ότι η Ινδία ίσως πέτυχε «τη συλλογική ανοσία».
Ακόμα υπήρχε η εντύπωση ότι το γεγονός πως η πλειονότητα των κατοίκων της Ινδίας είναι νέοι αλλά και η μεγάλη έκθεση των κατοίκων της χώρας σε άλλα παθογόνα, αύξησαν την αντίσταση των Ινδών στον κορονοϊό.
Στην Ινδία σε σύγκριση με άλλες χώρες η αναλογία επιβεβαιωμένων κρουσμάτων και θανάτων είναι πολύ χαμηλή. Αυτό συμβαίνει διότι το 65% του πληθυσμού είναι κάτω των 35 ετών.
Από την άλλη πλευρά οι Ινδοί μεταξύ 40-70 ετών είναι πιο πιθανό να καταλήξουν από τον κορονοϊό, καθώς έχουν σε μεγάλο βαθμό υποκείμενα νοσήματα, όπως υπέρταση, διαβήτη και αναπνευστικά προβλήματα. Μάλιστα σύμφωνα με μία έρευνα οι Ινδοί γύρω στα 40 έχουν διπλάσιες πιθανότητες να καταλήξουν από κορονοϊό σε σύγκριση με την αντίστοιχη ηλικιακή ομάδα στις ΗΠΑ. Παράλληλα για τους 50αρηδες το ποσοστό θνητότητας από Covid είναι 75% παραπάνω αναλογικά με το αντίστοιχο στην Αμερική.
Ανεπιβεβαίωτος αριθμός θανάτων
Ο αριθμός των ημερήσιων θανάτων έχει αυξηθεί σημαντικά καθώς την Τρίτη, την Τέταρτη, αλλά και την Πέμπτη καταγράφηκαν αριθμοί ρεκόρ με 2.020, 2.102 και 2.263 αντίστοιχα.
Μάλιστα οι ειδικοί εκτιμούν ότι επειδή τα κρεματόρια σε αρκετές πόλεις δουλεύουν μέρα νύχτα και αρκετές σοροί χρειάζονται ώρες για να αποτεφρωθούν είτε να ταφούν, ο αριθμός των νεκρών από τον κορονοϊό είναι πολύ μεγαλύτερος.
Στην πόλη Μπομπάλ οι κάτοικοι ανέφεραν ότι δεν είχαν δει τόσες πολλές αποτεφρώσεις από το 1984 όταν είχαν σκοτωθεί 5.000 άνθρωποι μετά από διαρροή αερίου σ’ ένα εργοστάσιο καρβιδίου.
Σύμφωνα με τον φωτορεπόρτερ Σαντζέεβ Γκούπτα, μία ημέρα που στην πόλη είχαν αναφερθεί μόλις τέσσερις θάνατοι από κορονοϊό, είχε πάει να τραβήξει φωτογραφίες και είδε χιλιάδες σορούς ν’ αποτεφρώνονται ταυτόχρονα.
Ένας άλλος φωτορεπόρτερ από την πόλη Λούκνοβ, την πρωτεύουσα του κρατιδίου Ουτά Πραντές ανέφερε ότι μέτρησε ν’ αποτεφρώνονται περισσότερες από 100 σοροί σ’ ένα από τα κρεματόρια της πόλης στις 14 Απριλίου. Ο επίσημος αριθμός των θανάτων εκείνη την ημέρα σε όλο το κρατίδιο ήταν 85.
«Ο ουρανός είχε γίνει πορτοκαλί κοντά στο κρεματόριο. Ακόμα νιώθω ρίγος όταν το σκέφτομαι. Είναι σίγουρο ότι η κυβέρνηση δεν μας δίνει σωστά νούμερα».
Οι ειδικοί πιστεύουν ότι υπάρχουν αρκετοί λόγοι που συμβαίνει αυτό. Ο ένας είναι ότι αρκετοί άνθρωποι πεθαίνουν σπίτι τους επειδή δεν μπορούν να βρουν κρεβάτι σε νοσοκομείο και ότι δεν μπορούν να κάνουν τεστ για κορονοϊό. Έτσι δεν τοποθετούνται στη βάση δεδομένων με τους ασθενείς Covid του εκάστοτε κρατιδίου.
Ενδεικτικό της κατάστασης είναι ότι στην πρωτεύουσα στο Νέο Δελχί, συγγενείς ασθενών που υπέκυψαν πηγαίνουν πλέον σε ανεπίσημα γραφεία τελετών, που κάνουν ομαδικές κηδείες και αποτεφρώσεις, καθώς ο τομέας αυτός υφίσταται επίσης κορεσμό.
Διπλή μετάλλαξη και εμβολιασμός
Η Ινδία, μείζων παραγωγός εμβολίων, διεξάγει εδώ και καιρό εκστρατεία μαζικής ανοσοποίησης έναντι του νέου κορονοϊού, όμως το ποσοστό του πληθυσμού της που έχει λάβει εμβόλια παραμένει συγκριτικά μικρό.
Οι αρχές διαβεβαιώνουν ότι θα είναι διαθέσιμα εμβόλια για όλους τους πολίτες από 18 ετών και άνω από την 1η Μαΐου. Όμως επιστήμονες αντιτείνουν πως η Ινδία είναι αδύνατο να διαθέτει επαρκείς ποσότητες δόσεων για τους 600 εκατομμύρια ανθρώπους που τυπικά θα δικαιούνται να εμβολιαστούν.
«Η κακοδιαχείριση είναι τραγική. Για μια χώρα που είναι γνωστή ως το φαρμακείο του κόσμου, το να έχει εμβολιαστεί λιγότερο από το 1,5% του πληθυσμού αποτελεί αποτυχία που δεν τη χωράει ο νους σου», τόνισε ο Καουσίκ Μπασού, καθηγητής του πανεπιστημίου Κορνέλ και πρώην σύμβουλος της ινδικής κυβέρνησης, σε ανάρτησή του στο Twitter.
Τέλος όπως εκτιμούν αρκετοί ειδικοί, στην επιτάχυνση του νέου κύματος συνέβαλαν τα παραλλαγμένα στελέχη του νέου κορονοϊού, ειδικά η εγχώρια «διπλή μετάλλαξη».
Η κυβέρνηση του ινδουιστή εθνικιστή πρωθυπουργού Ναρέντρα Μόντι, για να αποφύγει νέα παράλυση της οικονομίας, έχει αποκλείσει την επιβολή νέων lockdowns και συμβουλεύει τους κυβερνήτες να καταφύγουν στη λύση των τοπικών lockdown σε χωριά και γειτονιές.
Με πληροφορίες από Guardian, BBC, New York Times και ΑΠΕ – ΜΠΕ