Από πολλές απόψεις ήταν ένα αναμενόμενο ντιμπέιτ. Και οι δύο υποψήφιοι ήταν αποφασισμένοι να χαράξουν διαχωριστικές γραμμές και να χτυπήσουν τον αντίπαλό τους, με χτυπήματα ενίοτε κάτω από τη ζώνη. Άλλωστε, η προεκλογική εκστρατεία έχει ήδη χαρακτηριστεί από υψηλούς τόνους, την ώρα που η Αμερικανική παραμένει διαιρεμένη και πολωμένη και με όρους που δεν ταυτίζονται πάντα με την κομματική διαίρεση.
Την ίδια στιγμή είναι σαφές ότι υπό το βάρος της πανδημίας και της οικονομικής κρίσης και την απουσία ενός σαφούς σχεδίου για την επόμενη μέρα και από τα δύο κόμματα και οι δύο υποψήφιοι επέλεξαν κυρίως να χτυπήσουν τον αντίπαλό τους, παρά να υπερασπιστούν το θετικό περιεχόμενο της άποψής τους.
Ωστόσο, με αυτό τον τρόπο μάλλον δεν κατάφεραν να πείσουν ιδιαίτερα τους αναποφάσιστους ψηφοφόρους. Τα πρώτα γκάλοπ για την απήχηση του ντιμπέιτ δείχνουν ότι κατά βάση το προβάδισμα του Μπάιντεν, που είχε ούτως ή άλλως καταγραφεί. Κυρίως, όμως, αναδεικνύουν αισθήματα απογοήτευσης για το είδος της πολιτικής αντιπαράθεσης που ξετυλίγεται στις ΗΠΑ, με τους αναποφάσιστους να δηλώνουν ότι απλώς δεν θα πάνε να ψηφίσουν.
Η στρατηγική του Τραμπ και τα όριά της
Ο Τραμπ είναι σαφές ότι είχε στο νου του κυρίως να αποδομήσει την εικόνα του αντιπάλου του. Να δείξει, δηλαδή, ότι ο Μπάιντεν είναι άνευρος και χωρίς ηγετικά χαρακτηριστικά και παράλληλα να τον παρουσιάσει ως έναν γερασμένο Washington insider χωρίς σημαντικό έργο και ως υποψήφιο που άγεται και φέρεται από την «αριστερά», με τον τρόπο που ο Τραμπ έχει αποφασίσει να ορίσει την τελευταία στον «πολιτιστικό πόλεμο» που έχει κηρύξει. Και φυσικά επενδύοντας στα συντηρητικά χαρακτηριστικά του δικού του ακροατηρίου, επέμεινε στο να παρουσιάζει τον Μπάιντεν ως τον υποψήφιο που στηρίζει τους «βίαιους» διαδηλωτές.
Παράλληλα, ο Τραμπ για άλλη μια φορά, όπως και στην προηγούμενη προεκλογική εκστρατεία, ήθελε να υπογραμμίσει ότι είναι ο υποψήφιος που «δεν παίζει με τους κανόνες του παιχνιδιού». Αυτό μπορεί να εξηγήσει το ιδιότυπο στυλ, την επιθετικότητα, τους χαρακτηρισμούς. Και βέβαια ήθελα να χτυπήσει τον Μπάιντεν και σε θέματα πολιτικής ηθικής, υπενθυμίζοντας το ζήτημα με τις ουκρανικές πληρωμές προς τον γιο του Χάντερ Μπάιντεν.
Με όλα αυτά σε μεγάλο βαθμό ήθελε να συσπειρώσει ξανά τους ανθρώπους που τον ψήφισαν και το 2016, με αφετηρία μια συντηρητική, δεξιόστροφη και σε μεγάλο βαθμό λευκή και με στοιχεία ρατσισμού εκλογική βάση.
Ωστόσο, την ίδια στιγμή δεν ήταν λίγοι εκείνοι που παρατήρησαν ότι ο Τραμπ δεν είχε ένα τόσο σαφές μήνυμα όσο στην προεκλογική εκστρατεία του 2016. Τότε είχε ξεκάθαρα μηνύματα που έστελνε: τον εθνικισμό του “Make America Great Again”, την αντίθεσή του στο Obamacare, την πρόθεσή του να περιορίσει ριζικά στη μετανάστευση προς τις ΗΠΑ και φυσικά το γεγονός ότι τότε μπορούσε όντως να παρουσιάζεται ως αυτός που δεν προερχόταν από το «βούρκο της Ουάσιγκτον». Αυτά τα μηνύματα τότε τον είχαν βοηθήσει να συσπειρώσει ένα κρίσιμο μέρος του εκλογικού ακροατηρίου σε ταλαντευόμενες Πολιτείες.
Αντίθετα, αυτή τη φορά δεν επένδυσε τόσο σε θετικά μηνύματα παρότι προσπάθησε να υπογραμμίσει τα θετικά στοιχεία της προεδρίας του. Εν μέρει αυτό ήταν και αντικειμενικό, εφόσον το στοιχείο στο οποίο είχε επενδύσει, δηλαδή την καλή επίδοση της αμερικανικής οικονομίας και την υποχώρηση της ανεργίας μέχρι και την περασμένη άνοιξη συγκρούεται αυτή τη στιγμή με την ένταση της οικονομικής κρίσης. Αντίστοιχα, δεν μπόρεσε να αναδείξει όσο θα ήθελε στοιχεία όπως η βελτίωση των δεικτών απασχόλησης για τους νέους μαύρους και ισπανόφωνους.
Εν μέρει, όμως, αποτύπωνε και την αμηχανία ως προς το σχέδιο για το μέλλον που έχει να προτείνει, πέραν της γενικής επίκλησης ότι αυτός θέλει να κρατήσει την οικονομία ανοιχτή, την ώρα που οι Δημοκρατικοί κυρίως ασχολούνται με το να προτείνουν νέα λοκντάουν.
Η προσπάθεια του Μπάιντεν να κερδίσει από τη δυσαρέσκεια σε βάρος του Τραμπ
Από τη μεριά του ο Μπάιντεν, που έχει πάντα να αντιμετωπίσει και το πρόβλημα ότι δεν είναι ακριβώς ένας εμπνευσμένος ομιλητής προσπάθησε να υπερασπιστεί τις βασικές αιχμές της εκστρατείας του και κυρίως να χρεώσει στον Τραμπ τα μεγάλα προβλήματα με τη διαχείριση της πανδημίας και το γεγονός ότι οι ΗΠΑ ήδη μετρούν 211.000 νεκρούς. Παράλληλα, προσπάθησε να δείξει ότι εκπροσωπεί τη διαμαρτυρία για τις ανισότητες και για την επιβίωση ενός συστημικού ρατσισμού, χωρίς την ίδια στιγμή να ταυτίζεται με τις πιο «δυναμικές» ή ακόμη και βίαιες πλευρές των διαδηλώσεων που ακολούθησαν τη δολοφονία του Τζωρτζ Φλόιντ. Προσπάθησε επίσης να δείξει στους περισσότερο συντηρητικούς ψηφοφόρους ότι είναι κάτι διαφορετικό από τον Σάντερς και ότι αυτός εκπροσωπεί όντως το Δημοκρατικό Κόμμα και όχι η αριστερή πτέρυγά του.
Σε αυτό το πλαίσιο προσπάθησε να αναδείξει τον τρόπο που ο Τραμπ υποτίμησε τη βαρύτητα της πανδημίας, τα προβλήματα από την επιλογή του Τραμπ να προχωρήσει σε επιλογή δικαστού για το Ανώτατο Δικαστήριο εν μέσω της προεκλογικής εκστρατείας, αλλά και το γεγονός ότι ο Τραμπ παρά την πολεμική κατά των antifa (που επιμένει να τους αντιμετωπίζει ως οργανωμένη πολιτική συνωμοσία) δεν σπεύδει να είναι το ίδιο πολεμικός και απέναντι στους ακροδεξιούς οπαδούς της «λευκής υπεροχής».
Σκοπός του να παρουσιάσει έναν Τραμπ που δεν έχει σχέδιο, είναι χαοτικός στον τρόπο που αντιμετωπίζει τη διακυβέρνησης, συντάσσεται με τους αρνητές της πανδημίας και επιδιώκει τη στήριξη των ρατσιστών και των ακροδεξιών.
Η εικόνα καυγά
Την ίδια στιγμή, το γεγονός ότι έχουμε δύο υποψηφίους χωρίς μεγάλες διαφορές σε επίπεδο πολιτικής την οποία θα ασκήσουν, ανεξαρτήτως του πως χαράζονται διαχωριστικές γραμμές μέσα στο εκλογικό σώμα και όπου κανένας από τους δύο δεν έχει στην πραγματικότητα ένα συνεκτικό σχέδιο.
Ούτε η επένδυση του Τραμπ στο ότι γενικά η οικονομία θα ανακάμψει δίνει απάντηση, ούτε φυσικά ο τρόπος που ο Μπάιντεν σε αυτή τη φάση κυρίως επιμένει στη λογική του «κλεισίματος» ως κύριου μέτρου για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Άλλωστε, για την τραγωδία στις ΗΠΑ με την πανδημία και το πώς σωρευμένες μορφές κοινωνικής αδικίας, ρατσισμού και ανισότητας έχουν συμβάλλει στην αυξημένη θνησιμότητα στη χώρα που έχει μια τεράστια ετήσια ιατροφαρμακευτική δαπάνη, ευθύνες μεγάλες έχουν και οι κυβερνήσεις των Δημοκρατικών.
Ίσως, ακριβώς να είναι αυτή η εικόνα ενός συνολικότερου και βαθύτερου αδιεξόδου που εξηγεί και γιατί είναι πιο εύκολο και για τους δύο υποψηφίους να προσπαθήσουν να μπουν σε μια επιδίωξη «εντυπώσεων» που εύκολα μετατράπηκε στην εικόνα ενός καυγά, ανοίκειου ακόμη και για τα δεδομένα της εποχής Τραμπ.
Η διαιρεμένη χώρα και η πολιτική κρίση
Η Αμερική σε όλη της την ιστορία ήταν μια διαιρεμένη χώρα. Αυτό αποτυπώνει η αρχική σημασία της εργασίας δούλων στα πρώτα βήματα αλλά και η επιμονή του ρατσισμού και των φυλετικών διακρίσεων μετά. Αυτό έδειξαν οι συνθήκες υπερεκμετάλλευσης των μεταναστών που αποτέλεσαν τη σκοτεινή πλευρά του «αμερικανικού ονείρου». Αυτό δείχνει το γεγονός ότι ένα μεγάλο ποσοστό των αμερικανών δεν έχει πρόσβαση σε δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη που στην Ευρώπη θεωρούμε αυτονόητο δικαίωμα. Αυτό δείχνουν οι τεράστιες κοινωνικές και εισοδηματικές ανισότητες. Αυτό καταγράφουν τα πολιτιστικά χάσματα που της διαπερνούν.
Ωστόσο για μεγάλα διαστήματα αυτή η χώρα μπορούσε να έχει τη συνοχή που της έδινε, είτε η προοπτική ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας, είτε μια καταναλωτική ευδαιμονία, είτε η αίσθηση ηγεσίας του κόσμου, είτε ακόμη και η λογική της συσπείρωσης απέναντι σε απειλές (πραγματικές και επίπλαστες).Τώρα βρίσκεται, πολύ περισσότερο παρά ποτέ, αντιμέτωπη με τη δική της κρίση και τις δικές της ανοιχτές πληγές.
Και δύο υποψηφίους που σίγουρα δεν προσφέρουν ακριβώς προοπτική.
Πηγή : in.gr