Του Γιάννη Κολλάτου

Χαρακτηρίζονται ως «βουβές εκλογές» μας έλεγε υποψήφιος ευρωβουλευτής από τη Θεσσαλία. Ο κόσμος παρακολουθεί αμέτοχος και ορισμένες φορές και αμήχανος τους πολιτικούς αρχηγούς στη Βουλή να «ανεβάζουν» τους τόνους και ταυτόχρονα να «κατεβάζουν» την πολιτική αντιπαράθεση σε επίπεδο καφενείου, αλλά δεν.. «τσιμπάει».. Αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για τεχνητή πόλωση, ότι κανείς από τους πολιτικούς αρχηγούς και από τα κόμματα, που διατείνονται ότι έχουν λύσεις για τα προβλήματά του, δεν ενδιαφέρονται πραγματικά για τον ίδιο και για το σύνολο, αλλά κυρίως για την δική τους οικονομική ανέλιξη…

Η πολιτική πόλωση και τα ακραία συνθήματα επί εποχής Λαλιώτη ακόμη χαρακτηρίστηκαν ως «σκληρό ροκ»… Και τι δεν έχει ακούσει αυτός ο δύσμοιρος ελληνικός λαός, από την εποχή της μεταπολίτευσης και μετά.

Συνθήματα όπως «ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει δεξιά» ή το «κάτω η χούντα του ΠΑΣΟΚ» που κυριαρχούσαν στη δεκαετία του ’80, έγιναν στις μέρες μας συνθήματα του τύπου «ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν»… Ακραία διχαστικά συνθήματα, που απευθύνονται κυρίως σε «τυφλούς οπαδούς» παρά σκεπτόμενους πολίτες..

Σκληρό ροκ λοιπόν στην πολιτική, από «ποπ» ηγέτες όμως, που δεν «κόλλησαν ένσημα» στην κανονική «σκληρή» αγορά εργασίας της χώρας μας. Ελάχιστοι ίσως γνωρίζουν ότι η ροκ μουσική έχει τις ρίζες της στο «rhythmandblouse» τα μπλουζ που τραγουδούσαν μαύροι συνθέτες στην εποχή του μεσοπολέμου κυρίως στον Αμερικανικό Νότο με τη συνοδεία μιας κιθάρας. Το μπλουζ ξεπήδησε μέσα από τις φυτείες βαμβακιού, στο Μισισιπί, την Βιρτζίνια, τη Νότια Καρολίνα και την Ορλεάνη, στην περίοδο μετά το οικονομικό κραχ του 1929, όταν η ανεργία χτυπούσε κόκκινο στις νότιες και μεσοδυτικές πολιτείες των ΗΠΑ… Ήταν ο καημός των έγχρωμων εργατών γης, για την οικονομική τους ανέχεια και τη ρατσιστική καταπίεση που τους ενέπνευσε και πάνω στα ακόρντα τους και στις παρτιτούρες τους στηρίχθηκαν μετέπειτα από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 (με το «βασιλιά του ροκ» Έλβις Πρίσλεϋ) και στη συνέχεια στη δεκαετία του ’60 όλοι οι θρύλοι της ροκ: Οι Ρόλιγκ Στόουνς, οι Λεντ Ζέπελιν, ο Έρικ Κλάμπτον όλοι… Και το έχουν παραδεχτεί και δημόσια, ότι βασίστηκαν στο μπλουζ του Μάντι Γουότερς και του ΡόμπερΤζόνσον.

Για τον τελευταίο μάλιστα υπάρχει και ένας μύθος στον αμερικανικό νότο ότι για να πετύχει μουσικά «πούλησε την ψυχή του στο διάβολο».. Οι όποιοι συνειρμοί με τη σημερινή πολιτική πραγματικότητα, είναι αναπόφευκτοι

Η καταπίεση και η ανέχεια λοιπόν των μαύρων εργατών γης στα βαμβακοχώραφα του νότου της Αμερικής «γέννησε» το ροκ.. Στις μέρες μας την ίδια καταπίεση στον κάμπο, νιώθουν οι αγρότες, με άδηλο μέλλον, με έλλειψη ρευστότητας, με χρέη προς το δημόσιο και τα ασφαλιστικά τους ταμεία, με κόστος παραγωγής διογκωμένο και αυτό το τεχνητό «σκληρό ροκ» των πολιτικών που περιοδεύουν στα χωριά δεν τους αγγίζει. Δεν τους ερεθίζει, τους αφήνει θα λέγαμε «παγερά αδιάφορους»… Για εκείνους τους πολιτικούς που πούλησαν την ψυχή τους στο διάβολο, για να πετύχουν, οι θυμωμένοι πολίτες τους στέλνουν πίσω στο διάβολο… Και επιμένουν στη βουβή τους θλίψη για το κατάντημα της Ελλάδας… Βουβές εκλογές, από τον βουβό… «σοφό» ελληνικό λαό. Όπως όμως λέει και ο Χαλίλ Γκιμπράν στον «Κήπο του Προφήτη»: «το έθνος να λυπάστε που έχει σοφούς από χρόνια βουβαμένους»