Η Τουρκία δεν έχει μόνο μια δική της ερμηνεία του διεθνούς δικαίου και ειδικότερα του δικαίου της θάλασσας. Έχει και μια δική της αντίληψη για έννοιες όπως «διάλογος» και «διαπραγμάτευση».
Υπό κανονικές συνθήκες οι δύο αυτές έννοιες παραπέμπουν σε μια συνθήκη όπου τα δύο μέρη επιλέγουν να κάτσουν στο τραπέζι του διαλόγου, ακόμη και εάν έχουν αντιδιαμετρικά αντίθετες απόψεις, έχοντας συμφωνήσει ότι στο μεταξύ θα αποφύγουν τις εκατέρωθεν προκλήσεις.
Αυτή την αντίληψη του διαλόγου και της διαπραγμάτευσης υποτίθεται ότι προωθούν τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση, σε αυτό το πνεύμα υπήρξαν οι διάφορες διαμεσολαβητικές πρωτοβουλίες, εμφανείς και άτυπες, και πάνω σε αυτό το πνεύμα συντάχθηκε και η πρόσφατη απόφαση της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ που μπορεί να έκανε κριτική στην Τουρκία και να προειδοποιούσε, όμως δεν περιλάμβανε συγκεκριμένες κυρώσεις σε μια εμφανή κίνηση «καλής θελήσεως».
Μάλιστα, την αποδοχή αυτού του όρου έδειχνε να αποδέχεται η Τουρκία, εφόσον τις παραμονές της συνόδου κορυφής προχώρησε σε μια σειρά από κινήσεις αποκλιμάκωσης, με πιο χαρακτηριστική την αποχώρηση του Oruc Reis από την επίμαχο ζώνη.
Τώρα η Τουρκία έρχεται και επαναφέρει την κατάσταση στην ίδια περίπου κατάσταση που ήταν τον Αύγουστο, δηλαδή με ένα ερευνητικό σκάφος εντός των ορίων της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, συνοδευόμενο από σκάφη του τουρκικού πολεμικού ναυτικού και προφανώς υπό την επιτήρηση σκαφών του ελληνικού πολεμικού ναυτικού και τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις σε επιφυλακή.
Θυμίζουμε ότι ήταν αυτή ακριβώς η κατάσταση και το υπαρκτό ενδεχόμενο τόσο μεγάλη συγκέντρωση πολεμικών σκαφών να οδηγήσει σε «θερμό επεισόδιο» που είχε θορυβήσει τη διεθνή κοινότητα και είχε οδηγήσει τόσο σε ευρωπαϊκές όσο και σε αμερικανικές παρεμβάσεις για αποκλιμάκωση της έντασης και έναρξη κάποιου τύπου διαλόγου ανάμεσα στις δύο χώρες.
Μάλιστα και για να μην υπάρχουν και τυχόν παρερμηνείες της στάσης της η Τουρκία έσπευσε να υπογραμμίσει, μέσω του τουρκικού υπουργείο Εξωτερικών ότι «το Oruc Reis ξεκίνησε τις σεισμικές ερευνητικές του δραστηριότητες από εκεί που σταμάτησε μετά από ένα μήνα συντήρησης και επισκευής», ακριβώς για να καταδείξει ότι η Τουρκία ουδέποτε «αναδιπλώθηκε» από τις αρχικές της επιδιώξεις.
Γιατί η Τουρκία επιλέγει τώρα να δυναμιτίσει το κλίμα;
Φαινομενικά η Τουρκία με τη στάση της στις παραμονές της Συνόδου Κορυφής φάνηκε να κινείται ακριβώς προς την κατεύθυνση που ζητούσαν όσοι κυρίως επεδίωκαν αποκλιμάκωση, χωρίς απαραίτητα να παίρνουν και θέση στα επίδικα της αντιπαράθεσης. Γιατί επιλέγει ξανά την όξυνση;
Η απάντηση βρίσκεται στον ιδιαίτερο τρόπο που θεωρεί η Τουρκία, ιδίως στην τρέχουσα «εποχή Ερντογάν» ότι μπορεί να προωθεί τις απόψεις και τις αξιώσεις της. Η εκτίμηση που έχει κάνει η τουρκική ηγεσία είναι ότι δεν αρκεί απλώς να προβάλλει ρητορικά τις αξιώσεις. Χρειάζεται ταυτόχρονα να δημιουργεί τετελεσμένα με κάθε τρόπο, τετελεσμένα που να αποτελούν και την πραγματική αφετηρία του διαλόγου και όχι κάποια εκδοχή «μηδενικής βάσης».
Ταυτόχρονα, η Τουρκία επιδιώκει σε αυτή τη φάση να υπογραμμίσει ότι υπάρχει πλέον ένας διαφορετικός συσχετισμός πραγματικής ισχύος ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, ένας συσχετισμός τέτοιος που δεν μπορεί να περιγραφεί απλώς ως διαπραγμάτευση ανάμεσα σε ισότιμες χώρες.
Για την Τουρκία η Ελλάδα θα πρέπει είτε να αποδεχθεί τη διενέργεια διαπραγματεύσεων υπό το βάρος ανοιχτής εκ νέου αμφισβήτησης κυριαρχικών δικαιωμάτων, δηλαδή να προσέλθει σε διάλογο αποδεχόμενη σαφώς δυσμενέστερη και υποδεέστερη θέση έναντι της Τουρκίας, είτε να θεωρήσει ότι δεν υπάρχει περιθώριο διαλόγου, κάτι που στα μάτια της Τουρκίας ισοδυναμεί με νομιμοποίηση των δικών της αμφισβητήσεων.
Το παράλληλο άνοιγμα του μετώπου της Κύπρου
Μόνο τυχαίο δεν είναι επίσης ότι την ίδια στιγμή η Τουρκία δοκιμάζει να ανοίξει ξανά και το Κυπριακό με πρωτοβουλίες όπως αυτή για την περίκλειστη πόλη της Αμμοχώστου, που παραπέμπουν σε μια στρατηγική διχοτόμησης και μάλιστα λίγο καιρό πριν το άνοιγμα ενός ακόμη κύκλου διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών.
Μάλιστα, η παρέμβαση της Τουρκία στις «προεδρικές εκλογές» που έλαβαν χώρα στα Κατεχόμενα ήταν παραπάνω από εμφανής και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που είδαν στην κίνηση σε σχέση με τα Βαρώσια μια προσπάθεια του Ερντογάν να στηρίξει τον Ερσίν Τατάρ έναντι του Μουσταφά Ακιντζί.
Και εδώ πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι πλάι στις τουρκικές αμφισβητήσεις ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, η Τουρκία ακόμη πιο συστηματικά αμφισβητεί και τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας στη νόμιμα ανακηρυγμένη Κυπριακή ΑΟΖ. Με αυτόν τον τρόπο προσπαθεί να ασκήσει μεγάλη πίεση και προς την Κυπριακή Δημοκρατία αλλά και προς την Ελλάδα, αλλά και να διαμορφώσει όρους απόστασης ανάμεσα στην Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία, εφόσον η πρώτη θα προσπαθεί να οικοδομήσει όρους έστω και διερευνητικού διαλόγου για την αποφυγή «θερμών επεισοδίων» και η δεύτερη θα είναι αντιμέτωπη με νέες αμφισβητήσεις χωρίς την ενεργοποίηση κάποιου είδους ευρωπαϊκών αποτρεπτικών κυρώσεων έναντι της Τουρκίας.
Η Τουρκία πιστεύει ότι μπορεί να ξαναγράφει τους κανόνες
Σε όλα αυτά προστίθεται ένα συνολικότερο στοιχείο της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής στην περίοδο που διανύουμε και η οποία χαρακτηρίζεται από έναν παροξυσμό πρωτοβουλιών που υποτίθεται ότι την κατοχυρώνουν ως «περιφερειακή δύναμη». Είναι η λογική ότι η Τουρκία μπορεί να ξαναγράφει τους «κανόνες του παιχνιδιού».
Αυτό έκανε με την εμπλοκή της Συρία, όπου ουσιαστικά απαίτησε και κατοχύρωσε το δικαίωμα εισβολής της σε συριακό έδαφος με σκοπό τη διαμόρφωση «ζώνης ασφαλείας», αυτό έκανε με την εμπλοκή στον εμφύλιο στη Λιβύη, αυτό κάνει με τον τρόπο που ανοιχτά παρεμβαίνει στη διαμάχη Αρμενίας – Αζερμπαϊτζάν.
Αυτή τη λογική ουσιαστικά δοκιμάζει τώρα να επιβάλει και στον τρόπο διαχείρισης των ελληνοτουρκικών. Δεν επιθυμεί καν διάλογο χωρίς προαπαιτούμενα ή από μηδενική βάση, αλλά ουσιαστικά καλεί την άλλη πλευρά να ξεκινήσει συζήτηση με την Τουρκία να δοκιμάζει να κατοχυρώσει στην πράξη αυτό που υποτίθεται ότι είναι το αντικείμενο της διαπραγμάτευσης.
Δεν είναι τυχαία έτσι η επικέντρωση στα όρια της επήρειας του Καστελόριζου. Η Τουρκία δεν επιθυμεί τυχόν οριοθέτηση σε αυτή τη ζώνη να γίνει μέσα από συμπεφωνημένη προσφυγή σε διεθνή δικαιοδοτικά όργανα, στο πλαίσιο ενός συνολικού διαλόγου, ακόμη και εάν είναι πιθανό μια τέτοια διαδικασία να της δώσει μεγαλύτερη έκταση από την «κατά γράμμα» εφαρμογή του διεθνούς δικαίου ως προς το δικαίωμα των νησιών σε αυτοτελή υφαλοκρηπίδα.
Η Τουρκία δεν θέλει καν να αντιμετωπίσει την έκταση αυτή ως «διαφιλονικούμενη», με τις δύο πλευρές να απέχουν από προκλήσεις. Η Τουρκία θέλει να δείξει ότι σε αυτή την έκταση ούτως ή άλλως έχει δικαιώματα και τα οποία τα εφαρμόζει στην πράξη με τις μονομερείς ενέργειές της.
Η αποτυχία των ευρωπαϊκών και αμερικανικών προσπαθειών «μεσολάβησης»
Όλα αυτά αποδεικνύουν και τα όρια των ευρωπαϊκών – κυρίως γερμανικών – προσπαθειών να υπάρξει αποκλιμάκωση της έντασης, με αμοιβαίες κινήσεις εκτόνωσης και έναρξη διαλόγου, όσο, όμως, και τα αντίστροφα όρια των αμερικανικών κινήσεων κατευνασμού. Δείχνουν, επίσης, και τα αντίστοιχα όρια της ελληνικής επένδυσης (που αφορά τόσο την κυβέρνηση όσο και συνολικότερα το πολιτικό σύστημα) στην προοπτική μιας παρέμβασης του ξένου παράγοντα.
Είναι σαφές ότι στο βαθμό που οι όποιες κινήσεις του διεθνούς παράγοντα δεν περιλάμβαναν οποιασδήποτε μορφή πραγματική «κύρωση» κατά της Τουρκίας για τη συμπεριφορά της, η Άγκυρα θα θεωρούσε ότι διατηρεί το δικαίωμα να ερμηνεύει μόνη της και το διεθνές δίκαιο και τους κανόνες του παιχνιδιού.
Τα διλήμματα για την ελληνική πλευρά
Αυτή η ιδιότυπη συνθήκη, όπου η Τουρκία θεωρεί ότι διαπραγμάτευση είναι απλώς η συνέχιση των προκλήσεων με άλλα μέσα, φέρνει την ελληνική διπλωματία αντιμέτωπη με κρίσιμα διλήμματα. Εάν αρνηθεί την από εδώ και πέρα συνέχιση, πιο σωστά την εκκίνησή του, τότε θα έχει επιστρέψει και τυπικά στο προηγούμενο σκηνικό έντασης με την Τουρκία να υποστηρίζει ότι η Ελλάδα δεν έχει καμία διάθεση διαλόγου. Εάν επιλέξει να πάει σε διάλογο θα πρέπει να αποδεχτεί την ιδιότυπα ταπεινωτική συνθήκη ότι δέχεται να κάνει διάλογο με μια δύναμη που ένα από τα βασικά επίδικα του διαλόγου, δηλαδή την οριοθέτηση της ελληνικής και της τουρκικής υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, θεωρεί ότι μπορεί να τα αντιμετωπίσει με μονομερείς επιθετικές ενέργειες.
Πηγή : in.gr