Λιγνίτης ή ακριβό φυσικό αέριο;

Η άμεση απομάκρυνση της χώρας από το λιγνίτη φέρνει ενεργειακή εξάρτηση

Ήρθε η ώρα να κάνουμε ένα restart στην εθνική οικονομία και το παραγωγικό μοντέλο της χώρας. Η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής που έπληξε από πέρυσι το φθινόπωρο με τον «Ιανό» και στη συνέχεια με τους ανοιξιάτικους παγετούς στην τοπική αγροτική και όχι μόνο οικονομία της Θεσσαλίας, δεν θα πρέπει να είναι άλλοθι για ένα σχεδιασμό που θα αφορά ξένους στόχους, αλλά θα πρέπει να υπηρετεί μία εθνική στρατηγική.

Τα υδροηλεκτρικά έργα και τα σύγχρονα εργοστάσια λιγνίτη που θα έχουν μειωμένους ρύπους θα έπρεπε να εξακολουθήσουν να αποτελούν ένα ενεργειακό μείγμα για αρκετά χρόνια ακόμη, ώστε η χώρα να μην είναι αναγκασμένη να εισάγει ενέργεια και να εξαρτάται από άλλες, την ίδια ώρα μάλιστα που Γερμανία και Πολωνία θα συνεχίσουν να δρέπουν τους καρπούς από την παραμονή στα στερεά καύσιμα και μάλιστα και με επιχορήγηση από την Ε.Ε. Κάποιοι- όπως η Ελλάδα- δείχνουν σπουδή να πιάσουν τους στόχους της συνόδου κορυφής του Δεκεμβρίου του 2020 και κάποιοι άλλοι όπως η Γερμανία και η Πολωνία επιμένουν στον άνθρακα για να μη δημιουργήσουν προβλήματα στη βιομηχανική τους παραγωγή.

Και εξηγούμαστε: Δέκα χρόνια περισσότερα από την Ελλάδα ζήτησαν και πήραν από την Ευρώπη οι Γερμανοί για την απολιγνιτοποίηση της χώρας τους, η οποία θα ολοκληρωθεί το 2038 καταναλώνοντας τη μερίδα του λέοντος από τα κονδύλια του Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης.

Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Γερμανία και η Πολωνία θα πάρουν περίπου το 40% του συνόλου των 100 δισ. ευρώ που θα διαθέσει η ΕΕ για την εξομάλυνση των συνεπειών της απολιγνιτοποίησης στη βιομηχανία και την αγορά εργασίας.

Αντίστοιχα, στην Ελλάδα, η οποία έχει δεσμευθεί για την πλήρη απεξάρτησή της από τον άνθρακα μέχρι το 2028, από το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης θα κατευθυνθούν κονδύλια μεταξύ 3,7 και 4,4 δισ. ευρώ με προορισμό κυρίως τη Δυτική Μακεδονία και τη Μεγαλόπολη που θα υποστούν το μεγαλύτερο οικονομικό πλήγμα.

Η δημιουργία του Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης είναι πολύ καλή είδηση για την Πολωνία, δήλωσε ο πολωνός πρωθυπουργός Ματέους Μοραβιέτσκι, ενώ ο γερμανός υπουργός Οικονομικών Όλαφ Σολτς υποσχέθηκε 4,35 δισεκατομμύρια ευρώ ως αποζημιώσεις στις εταιρείες που εκμεταλλεύονται σταθμούς παραγωγής ενέργειας από άνθρακα στη Γερμανία. Ωστόσο, η συμφωνία της γερμανικής κυβέρνησης συνασπισμού δέχεται τα πυρά της αντιπολίτευσης.

Οι Πράσινοι διαμαρτύρονται διότι τα περισσότερα εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από άνθρακα, θα αρχίσουν να κατεβάζουν ρολά μόλις το 2035, ενώ «το ένα τέταρτο των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής από άνθρακα θα παραμείνει στο δίκτυο μέχρι τα τέλη του 2038». Για άχρηστα δώρα δισεκατομμυρίων σε βάρος των φορολογουμένων έκανε λόγο από τη δική του πλευρά ο αντιπρόεδρος του Φιλελεύθερου Κόμματος της Γερμανίας (FDP) Λούκας Κέλερ.

Με χρυσές αποζημιώσεις υπέγραψαν οι Πολωνοί Οι Πολωνοί είχαν αρνηθεί να συνυπογράψουν τη συμφωνία του Παρισιού μέχρι που πέτυχαν να αποζημιωθεί γενναία η χώρα τους. Όλες οι χώρες της ΕΕ εκτός της Πολωνίας συμφώνησαν ότι μέσα στα επόμενα 30 χρόνια θα πρέπει να μετατρέψουν τις οικονομίες τους για να καταπολεμήσουν την κλιματική αλλαγή και να διασφαλίσουν ότι δεν θα εκπέμπουν περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα απ’ αυτό που απορροφούν.

Αντιρρήσεις διατυπώθηκαν επίσης από περιβαλλοντικές και επιχειρηματικές ενώσεις που εξέφρασαν την άποψη ότι ο συμβιβασμός στον οποίο κατέληξαν οι κυβερνητικοί εταίροι δεν συνεισφέρει αρκετά στην προστασία του κλίματος.

Το Συνδικάτο Μεταλλωρύχων IG BCE από την άλλη πλευρά, χαιρέτισε τη συμφωνία, διότι θέτει πρότυπα για τον κοινωνικό μετασχηματισμό ενός βιομηχανικού τομέα, ενώ ο πρόεδρος των Βιομηχάνων Ντίτερ Κεμπφ την επέκρινε επειδή οι σχεδιαζόμενες αποζημιώσεις για την αύξηση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας δεν είναι επαρκείς.

Πρώην πρόεδρος ΔΕΗ Παναγιωτάκης: Δεν είναι λιγνίτης ή ΑΠΕ, αλλά λιγνίτης ή εισαγόμενο φυσικό αέριο Με το πρόγραμμα άμεσης απολιγνιτοποίησης της χώρας, δεν αυξάνονται οι Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αφού τη θέση του λιγνίτη θα πάρει το εισαγόμενο Φυσικό Αέριο, αλλά η εξάρτηση της χώρας, από εισαγόμενη ενέργεια, υποστήριξε μιλώντας στην εκπομπή «Αριστερά και Δεξιά» της «Θεσσαλίας τηλεόρασης» ο πρώην πρόεδρος της ΔΕΗ Μανώλης Παναγιωτάκης.

«Σήμερα η Ελλάδα είναι από τις χώρες εκείνες της ΕΕ που είναι περισσότερο εξαρτημένη σε εισαγόμενη ηλεκτρική ενέργεια ή καύσιμα σε  ποσοστό 78% και αυτό πρέπει να αλλάξει» ανέφερε ο κ. Παναγιωτάκης, επισημαίνοντας ότι θα πρέπει ένα ποσοστό της παραγόμενης ενέργειας της χώρας να συνεχίσει να είναι από την καύση λιγνίτη, στα πιο υπερσύχρονα θερμοηλεκτρικά εργοστάσια της ΔΕΗ, που έχουν και τους λιγότερους εκπεμπόμενους ρύπους.

«Οι πολίτες ωστόσο θα πρέπει να κατανοήσουν ότι το δίλλημα προκειμένου να πιάσουμε τους στόχους για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής και της μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου που θεσμοθετήθηκε στη σύνοδο κορυφής του Δεκεμβρίου του 2020 στην ΕΕ , με ορίζοντα το 2030, δεν είναι ΑΠΕ αντί λιγνίτη, αλλά Φυσικό αέριο που είναι εισαγόμενο, αντί λιγνίτη» σημείωσε. Ο κ. Παναγιωτάκης συνέχισε πως το θετικό με τις ΑΠΕ είναι ότι συνεχώς μειώνεται το κόστος κατασκευής του και αυτό επιφέρει και μείωση του κόστους παραγόμενης από αυτές ενέργειας.

Ενδεικτικά στη διαπραγμάτευση-δημοπρασία προσφάτως της ΡΑΕ επιτεύχθηκε τιμή 33 ευρώ τη μεγαβατώρα από φωτοβολταϊκά και αιολικά όταν η παραγωγή ενέργειας από Φ.Α. είναι 60 ευρώ η μεγαβατώρα, δηλαδή σχεδόν το διπλάσιο. Το κακό με τις ΑΠΕ, είναι, κατέληξε, ότι είναι στοχαστικές δηλαδή τη νύχτα δεν έχουμε παραγωγή ενέργειας από φωτοβολταϊκά, ούτε όταν έχουμε άπνοια από αιολικά. Για τούτο χρειαζόμαστε ενέργεια βάσης που μπορεί να μας τη δώσουν τα θερμοηλεκτρικά και τα υδροηλεκτρικά εργοστάσια. Ειδικά σε ότι αφορά τα υδροηλεκτρικά είναι ανάγκη να προχωρήσουν όχι μόνο αυτό της Μεσοχώρας , αλλά και της Συκιάς που θα μπορεί με τη μέθοδο της αντλησοταμίευσης να παράγει καθαρή «πράσινη ενέργεια» 24 ώρες το 24ωρο. Το ότι στο αρχικό σχέδιο (ΕΣΕΚ) δεν είχε συμπεριληφθεί το έργο της Συκιάς, μας παραπέμπει σε σκέψεις ότι τελικά δεν υπάρχει εθνικός σχεδιασμός, αλλά σερβιρισμένες έτοιμες λύσεις από τους ισχυρούς της Ευρώπης, κομμένες και ραμμένες όμως στα δικά τους συμφέροντα.

Γιάννης Κολλάτος