Με τον αριθμό των κρουσμάτων στη Λάρισα να επιμένει τριψήφιος –χθες ήταν 160- ενώ πανελλαδικά να είναι πάνω από 2000 με 600 σχεδόν διασωληνωμένους, ο πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Λάρισας Ντίνος Γιαννακόπουλος θεωρεί ότι κάθε σκέψη γα άνοιγμα των δημοτικών σχολείων δεν έχει καμία επιστημονική εξήγηση και εδράζεται κυρίως σε πολιτική διαχείριση της πανδημίας.

Μιλώντας στο «Μαγκαζίνο της Θεσσαλίας» χθες επισήμανε πως δεν μπορεί κανείς να τον πείσει επιστημονικά ότι ένα παιδί του δημοτικού θετικό στον ιό δεν μεταδίδει με τα σταγονίδια τον covid σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας και εκεί βρίσκεται ο κίνδυνος. Απλά τα μικρά παιδιά διευκρίνισε έχουν λιγότερες κοινωνικές δραστηριότητες και ως εκ τούτου διασπείρουν λιγότερο τον κορονοϊό και αυτός ήταν και ο λόγος που στις αρχές του φθινοπώρου υπήρρξ μία ταλάνετυση και στον ίδιο για το αν τελικά πρέπει να ανόιξουν τα δημοτικά κυρίως, αλλά η εμπειρία έδειξε ότι αυτό δεν ήταν προς τη σωτή κατεύθυνση καταπολέμησης της πανδημίας. Και η εμπειρία όπως λέει και ο Όσκαρ Ουάϊλντ είναι το όνομα που δίνουμε στα λάθη μας…

Θύμισε μάλιστα πως ο ίδιος ήταν ο πρώτος που είχε εισηγηθεί από τι αρχές Μαρτίου το κλείσιμο των σχολείων σε συνεδρίαση που είχε γίνει στην αίθουσα του δημοτικού συμβουλίου της Λάρισας και τότε «είχαν πέσει όλοι να τον φάνε» , αλλά τελικά η πολιτεία πήρε τη σωστή απόφαση στο πρώτο κύμα της πανδημίας. Τώρα υποστήριξε φαίνεται πως ασκείται πολιτική πίεση στην επιτροπή των ειδικών να ανοίξουν τα σχολεία

Ο Κ. Γιαννακόπουλος δηλώνει πως «τα σχολεία δεν πρέπει να ανοίξουν», καθώς εκτιμά ότι «οι μικροί μαθητές, ιδιαίτερα στα δημοτικά, δε μπορούν να τηρήσουν τα προστατευτικά μέτρα. Τις μάσκες λίγο – πολύ τις φοράνε, αλλά δεν ισχύει το ίδιο για τους λοιπούς κανόνες υγιεινής όπως το συχνό πλύσιμο των χεριών και οι αποστάσεις».
Επιπλέον, θεωρεί ότι τα παιδιά μεταδίδουν τον κορονοϊό προς τρεις κατευθύνσεις: προς την εκπαιδευτική κοινότητα, προς τους λοιπούς μαθητές και προς το σπίτι τους, όπου μπορεί να υπάρχουν ευπαθείς ομάδες (ηλικιωμένοι κλπ.), κάτι που ισχύει και στις σχολικές μονάδες, ενώ εξηγεί πως δεν έχει πειστεί επιστημονικά ότι τα ανήλικα άτομα δε μεταδίδουν τον ιό ή ότι η μεταδοτικότητα από τις μικρές ηλικίες είναι πολύ χαμηλή.

Προς τούτο, επικαλείται τη διεθνή εμπειρία, λέγοντας, χαρακτηριστικά πως στη Μ. Βρετανία, η οποία είναι αραιοκατοικημένη, η διασπορά του κορονοϊού από τα παιδιά εμφανίζεται μικρή – δεν ισχύει, όμως, το ίδιο στη Σλοβενία και Ισραήλ, για παράδειγμα, οι οποίες «είναι πυκνοκατοικημένες και μόλις τα σχολεία ανοίγουν, τα κρούσματα φτάνουν στα ύψη, Άλλωστε και στη γειτονική μας Βουλγαρία μαζί με τα άλλα μέτρα από αύριο κλείνουν και τα σχολεία».
Στα επιχειρήματα υπέρ του μη βεβιασμένου ανοίγματος των σχολείων, ο πρόεδρος του ΙΣΛ προσθέτει και το γεγονός πως «με την αυστηροποίηση του lockdown, μέσω της νυχτερινής απαγόρευσης κυκλοφορίας κλπ., δεν άλλαξε ιδιαίτερα η συμπεριφορά των πολιτών. Αν έχουμε, λοιπόν, μία μικρή σταθεροποίηση ή και μείωση στα κρούσματα ανά ημέρα, αυτή σχετίζεται με το ότι έκλεισαν τα δημοτικά».

Τέλος ο πρόεδρος του ΙΣΛ επισήμανε πως ιδιαίτερα σε συνοικίες όπου κατοικούν ευάλωτες ομάδες πληθυσμού, το άνοιγμα των σχολείων μπορει να συντελέσει στ να σχηματισθούν μικρές «υγειονομικές βόμβες» διασπορά του ιού στον ευρύτερο πληθυσμό.

«Αυτά τα στοιχεία δε μπορούν να αγνοηθούν», συμπεραίνει, επαναλαμβάνοντας πως η επαναλειτουργία της εκπαίδευσης σε σύντομο χρονικό διάστημα είναι «παρακινδυνευμένη».
Τέλος, ο κ. Γιαννακόπουλος υπογραμμίζει πως οι σχετικές αποφάσεις δεν μπορεί παρά να λαμβάνονται με αυστηρά επιστημονικά κριτήρια – από την Επιτροπή των ειδικών, όπου «υπάρχει διάσταση απόψεων για το θέμα των σχολείων» – τα οποία δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να συγχέονται με επιδιώξεις τρίτων για «γρήγορη επιστροφή στην κανονικότητα» ή οποιαδήποτε ανάλογη σκοπιμότητα.