Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έκανε το μεγάλο άλμα και με την απόφαση να μετατρέψει το μνημείο πολιστικής κληρονομιάς της Αγιας Σοφιάς σε τζαμί έδωσε το τελειωτικό χτύπημα στον κεμαλισμό και στην όποια κοσμικότητα του τουρκικού κράτους.

Για τα κίνητρα αυτής της απόφασης τα πράγματα είναι ξεκάθαρα, εκτός και αν κάποιος φορά ιδεολογικές (ή ιδεοληπτικές παρωπίδες).

Με την τουρκική οικονομία σε ελεύθερη πτώση την τελευταία διετία (τουλάχιστον), ο Ερντογάν επιθυμεί διακαώς να διατηρήσει ζωντανό το αφήγημα της κραταίας Τουρκίας, έστω και δια μέσου των συμβολισμών.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, η τουρκική οικονομία αιμορραγεί. Και δεν αιμορραγεί μόνο λόγω των συνεπειών της πανδημίας. Εχει μπει σ’ ένα συνεχές σπιράλ καθόδου εδώ και 24 μήνες γεγονός που αποτυπώνεται και στην παρουσία του ξένου κεφαλαίου στη χώρα.

Το άρθρο του Μουσταφάν Σονμέζ, Τούρκου οικονομολόγου και συγγραφέα, στο Al Moninor δίνει πολύτιμες πληροφορίες γι’ αυτήν ακριβώς την όψη της τουρκικής οικονομίας. Ας δούμε μαζί μερικά από τα πιο σημαντικά σημεία του άρθρου.

Στη χώρα τα τελευταία 2 1/2 χρόνια έχει παρατηρηθεί εκροή ξένων κεφαλαίων συνολικού ύψους 15 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Το έλλειμμα των τρεχουσών εμπορικών συναλλαγών χρηματοδοτείται πλέον από τα συναλλαγματικά αποθέματα της τουρκικής κεντρικής τράπεζας (τα οποία φυσικά δεν είναι απεριόριστα).

Οι άμεσες ξένες επενδύσεις παρουσιάζουν επίσης τεράστια κάμψη. Πρόσφατα η σουηδική εταιρία Telia (δραστηριοποιείται στο χώρο της κινητής τηλεφωνίας) πούλησε το μερίδιό της στην Turkcell, έβαλε στους τραπεζικούς της λογαριασμούς 530 εκατομμύρια δολάρια και έφυγε από την Τουρκία.

Εν συνεχεία, ο γερμανικός κολοσσός της αυτοκινητοβιομηχανίας της Volkswagen ανακοίνωσε ότι εγκαταλείπει οριστικά το επιχειρηματικό σχέδιο κατασκευής μεγάλου εργοστασίου στη Δυτική Τουρκία το οποίο θα είχε τη δυνατότητα να κατασκευάζει 40.000 οχήματα το χρόνο. Ιδιες τάσεις αποτυπώνονται και στο τουρκικό χρηματιστήριο.

Τον Ιανουάριο οι ξένες επενδύσεις αποτελούσαν το 65,8% του συνόλου, τον Μάιο μόλις το 50%.

Σε ότι αφορά τα ασφάλιστρα κινδύνου, τέλος, αυτά ανέρχονται σε 400 μονάδες βάσης σταθερά την τελευταία διετία, πολύ πιο πάνω δηλαδή από τις υπόλοιπες “ισχυρές” οικονομίες του κόσμου.

Ολα τα παραπάνω διαμορφώνουν ένα ζοφερό παρόν που καλείται να διαχειριστεί ο Ερντογάν ενόψει και του μεγάλου στόχου της επανεκλογής του το 2023 όταν και θα συμπληρωθούν 100 χρόνια από την ίδρυση της τουρκικής δημοκρατίας.

Πακτωλός χρήματος για όπλα και άμυνα

Την ίδια ώρα που η Τουρκία αντιμετωπίζει αυτό το δυσεπίλυτο πρόβλημα της εκροής ξένων κεφαλαίων, “ανοίγεται” ολοένα και περισσότερο διπλωματικά κάτι που της στοιχίζει πολύ σε χρήμα. Η “συμβολή” της στο εμφύλιο πόλεμο της Λιβύης, η παρέμβασή της στη Συρία, η έντονη στρατιωτική και οικονομική παρουσία της στην Αφρική χρηματοδοτείται αφειδώς ενώ προκαλεί και μεγάλη αύξηση των στρατιωτικών της δαπανών.

Σύμφωνα με τη σχετική έρευνα του Stockholm International Peace Reasearch Insitute που αναδημοσιεύτηκε στην ελληνική έκδοση του Foreinn Affairs, η Τουρκία βρίσκεται στην 16η θέση του πίνακα των χωρών που διαμορφώνεται ανάλογα με το ύψος των στρατιωτικών δαπανών.

Κατά το 2019, οι δαπάνες για τις στρατιωτικές δαπάνες της Τουρκίας αυξήθηκαν κατά 5,8% και διαμορφώθηκαν στα 20,4 δις δολάρια. Η δε αύξηση που παρατηρείται από το 2010 έως και πέρυσ ι είναι συνολικά 86%!

Από όλα αυτά, και με δεδομένο ότι δεν υπάρχουν λεφτόδεντρα, η Τουρκία του Ερντογάν φαίνεται ότι χρειάζεται σε τακτά χρονικά διαστήματα ενέσεις ρευστού. Συχνά συνδράμει το Κατάρ, πιστός σύμμαχος της Τουρκίας, αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνεται για πάντα.

Εκ των πραγμάτων λοιπόν, η οικονομική δυστοκία “πριμοδοτεί” λαϊκίστικες πολιτικές όπως αυτή που εφαρμόζεται στην Αγια Σοφιά, πέρα από το ιδεολογικό υπόβαθρο που εμπεριέχουν.

Πηγή : news247