Του Δημήτρη Γιαννακόπουλου
Για να κατανοήσουμε τις σημερινές προκλήσεις κι αν τελικώς διδαχθήκαμε από τις άλλοτε χρυσές δεκαετίες, μνημονεύουμε αυτή του 80′, αλλά και του 90′, για τις οποίες ως νεότερες γενιές πληροφορούμαστε μια διαφορετική Ελλάδα, αυτή της «αλλαγής» που αποτυπώθηκε ευρέως σε κάθε επίπεδο: οικονομικό, κοινωνικό και πολιτιστικό. Από τα χρόνια της ευημερίας, της πολλά υποσχόμενης εκείνης περιόδου, ερχόμαστε στο δικό μας σήμερα, το λιγότερο πλέον αστραφτερό. Εκείνο που έχει απολέσει το αίσθημα της σιγουριάς, δίνοντας χώρο στην ανασφάλεια, την εγκράτεια και σε μεγαλύτερη δόση πραγματισμού όσον αφορά σκέψεις και αποφάσεις μας.
Εκείνες οι δεκαετίες που καλλιέργησαν τις προσδοκίες, συνοδεύονταν με το ευχάριστο τέλος που όλοι επιθυμούσαν στα δεινά του μακρύτερου παρελθόντος. Η αλλαγή εκείνων των χρόνων, η αισιοδοξία αλλά και η έξαρση, ευδοκίμησαν και στην Καρδίτσα, στους κατοίκους κάθε δήμου, στους εργαζόμενους κάθε κλάδου, στους τότε νέους, στους αγρότες που ανέκαθεν ήταν και η «ψυχή» της περιοχής μας. Ασφαλώς και αφήναμε πίσω δυσάρεστα χρόνια καταπίεσης, μνήμες που ως έθνος θέλαμε να σβήσουμε και εισερχόμασταν σε ένα δικαιότερο κόσμο, με υποσχέσεις και πρόσφορο έδαφος για σταθερότητα.
Η αλλαγή λοιπόν, δεν άργησε να έρθει μέσα από ανανεωμένες συμπεριφορές, διαμόρφωση καινούριας κουλτούρας, αλλά και υιοθέτηση ευρύτερων, εναλλακτικών τρόπων ζωής. Και η Καρδίτσα δεν παρέμεινε εκτός εκείνης της όλης αλλαγής. Περισσότερα μαγαζιά, καταστήματα, είσοδος νέων στοιχείων στην κοινωνική της δομή, μεγαλύτερη βαρύτητα στην ελευθερία του ατόμου, με ισχυρή σιγουριά που προϋπέθετε θεωρητικά μια ευτυχισμένη ζωή. Μόνο όμως, που εκείνες οι λαμπρές δεκαετίες λίγο πριν αποχαιρετίσουμε τον 20ο αιώνα, έφερνε μαζί τους υπέρμετρη αυτοπεποίθηση, τις προσδοκίες πως «όλα είναι πιθανά» ασχέτως αν χρόνια μετά βιώνουμε αλλεπάλληλες κρίσεις εντός χώρας εξαιτίας και της τότε μεγαλομανίας μας.
Αυτή πήγαζε λοιπόν, από πολιτικούς, μεταφερόταν σε πρόσωπα των τοπικών αρχών, και μπολιαζόταν στην καθημερινή επαφή των πολιτών καθιστώντας τους εν μέρει άτρωτους απέναντι σε κάθε απρόοπτο. Φθάσαμε εκείνη την εποχή μέχρι και την πραγματοποίηση μετέπειτα των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, να μας πλημμυρίζει η βεβαιότητα ότι τα μεγαλοπρεπή έργα θα τα αποκτήσει κάθε κοινωνία, όπως και εκείνη της Καρδίτσας. Πηγαίνουμε πίσω λοιπόν, σε τίτλους τοπικών μέσων, στις οποίες βρίσκουμε μια σειρά από συζητήσεις γύρω από το περιβόητο Διοικητήριο (Νομαρχία), το οποίο έως και σήμερα παραμένει απλά ως φαντασίωση στη νοοτροπία του δημότη για «παράδοση έργων». Ένα κτίριο που κανονικά θα έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί σε μια προηγούμενη περίοδο της ζωής, αλλά στέκεται εκεί ως μισοτελειωμένη δουλειά για να αποτυπώνει τις παθογένειες της οικονομίας μας γενικότερα. Επιπλέον, τη δεκαετία του 80′ συναντάμε δημοσιεύματα που έκαναν λόγο για «κατασκευή νέου, σύγχρονου σταδίου» χωρητικότητας μάλιστα 35.000 θέσεων (!) στην Καρδίτσα. Μόνο που στην ύστερη εποχή, μετά βίας μετράμε στην παλάμη του χεριού μας πέντε στάδια με τέτοιο αριθμό θέσεων. Εύκολες λοιπόν υποσχέσεις, μόνο στη θεωρία, δίχως επιπτώσεις στην αρχική δέσμευση. Με δόση μιας άνεσης που προερχόταν από την άνθηση μιας σύγχρονης τότε δημοκρατίας με κυρίαρχο στοιχείο όμως και τον ατομισμό. Από την πλευρά τους, οι δημότες μπορούσαν εύκολα να πιστέψουν στις δεσμεύσεις αρχόντων, να ελπίζουν ότι εφόσον οδεύουμε προς το καλύτερο, «όλα θα γίνουν».
Το σήμερα όμως, πόσο μάλλον στη Θεσσαλία και την Καρδίτσα, δεν συγκρίνεται με εκείνες τις εποχές της ελπίδας, αλλά και της σπατάλης. Η οικονομική άνεση έχει εγκαταλείψει σχεδόν κάθε πολίτη, όπως και τον Καρδιτσιώτη. Σιγουριά, ασφάλεια και ευημερία αντικαταστάθηκαν από την καχυποψία, την αβεβαιότητα και τη ρευστότητα όχι μόνο σε οικονομικό επίπεδο, αλλά και στο πεδίο των αξιών, ιδεών και της αλήθειας. Κι ενώ κάποτε ήμασταν σε θέση να τάζουμε έως και φαραωνικά έργα, τώρα μάς είναι άγνωστο πότε θα ολοκληρωθούν οι αποκαταστάσεις μετά το «Ντάνιελ» που είναι ζωτικής σημασίας για τους κατοίκους του Νομού. Κρίσιμες παρεμβάσεις που απαιτούν χρόνο σύμφωνα με τον Υφυπουργό Υποδομών κ. Ταχιάο, όπως ενημέρωσε την Περιφέρεια και Δήμους, μιας και χρειάζονται μελέτες που θα αποσκοπούν σε κατασκευές με περισσότερη αντοχή και διάρκεια στο χρόνο.
Συνεπώς γυρνώντας στο παρελθόν, οι προσδοκίες καλώς καλλιεργήθηκαν διότι οι Έλληνες είχαν ανάγκη την τότε αλλαγή που έφερε η Μεταπολίτευση. Ωστόσο, κοιτώντας ως ευκαιρία εκείνες τις δεκαετίες ερχόμαστε στο παρόν και είμαστε δίχως αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο όπως θα θέλαμε να εξασφαλίζουμε, χωρίς τη δημοκρατία που ευαγγελιζόμασταν τότε και τώρα επικρίνουμε τα κακώς κείμενά της. Πλέον, με ανεκπλήρωτες σημαντικές υποδομές στον τόπο μας, με ανάμνηση εκείνα τα οράματα του παρελθόντος με τα οποία ταΐζαμε τον εαυτό μας και ικανοποιούμασταν ως λαός. Τώρα, είμαστε αντιμέτωποι με τα δεινά των πλημμυρών, την αμφισβήτηση της σταθερότητας, την απουσία της κανονικότητας. Απέναντι μας βρίσκονται ύψιστες προκλήσεις (τεχνολογία, περιβάλλον), τις οποίες αδυνατούμε να κατανοήσουμε ότι προσπερνούν ακόμη και τα «θέλω» ή τις ανάγκες μας.