Ολοκληρώνεται η συγκομιδή βάμβακος στη Θεσσαλία αφήνοντας μια πικρή γεύση στους αγρότες για τις χαμηλές στρεμματικές αποδόσεις αλλά και τις τιμές που είναι κατώτερες του κόστους παραγωγής καθώς το προϊόν είναι χρηματιστηριακό και αυτή τη χρονιά έχει κατρακυλήσει σε επίπεδα προ της κρίσης από τον πόλεμο της Ουκρανίας.
Η “Θεσσαλία τηλεόραση” βρέθηκε το πρωί της Πέμπτης στα εκκοκκιστήρια Μάρκου στη Φαρκαδόνα (πρώην ΔΑΚΑΡ) όπου η συγκέντρωση σύσπορου κορυφώνεται με τους παραγωγούς να δηλώνουν απογοητευμένοι για μια ακόμη κακή χρονιά μετά την περσινή με τις πλημμύρες και προβληματισμένοι για το μέλλον της καλλιέργειας.
Η συνδεδεμένη ενίσχυση ωστόσο για την οποία φέτος υπάρχει μια ανησυχία αφού λίγοι παραγωγοί κατάφεραν να πιάσουν το απαιτούμενο στρεμματικό πλαφόν, σε συνδυασμό με το πρόγραμμα απονιτριποίησης και το πρόγραμμα δέσμευσης άνθρακα (περίπου 31,7 ευρώ το στρέμμα) που έρχεται από τη νέα χρονιά αποτελούν δέλεαρ για να συνεχίσουν την καλλιέργεια.
Παραγωγοί με τις πλατφόρμες των τρακτερ περιμένουν υπομονετικά τη σειρά τους να περάσουν την πλάστιγγα του εκκοκκιστηρίου για το ζύγισμα, ενώ πολλά είναι και τα φορτηγά στον αύλειο χώρο που δείχνουν ότι κάθε φθινόπωρο όλη η τοπική οικονομία κινείται γύρω από το “λευκό χρυσό” στη Θεσσαλία.
Σε ότι αφορά τις τιμές είναι λίγο κάτω από τα 50 λεπτά στο χωράφι και στα 51 στην πύλη συν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που είναι άλλα 5 με 6 περίπου λεπτά. Οι αιτίες πολλές όπως η τιμή του δολαρίου, η χαμηλή ζήτηση φέτος από την Κίνα που καθορίζει τις τιμές στο εκκοκκισμένο, η τιμή του πετρελαίου καθώς οι βαμβακερές είναι ανταγωνιστικές με τις συνθετικές ίνες και το γεγονός ότι ο παγκόσμιος καταναλωτής φροντίζει πλέον ως πρώτη ανάγκη την τροφή αφήνοντας σε δεύτερο πλάνο την ένδυση.
Παρόλα αυτά υπάρχει αισιοδοξία για το μέλλον της καλλιέργειας η προσπάθεια που γίνεται για να αποκτήσει προστιθέμενη αξία το ευρωπαϊκό βαμβάκι (το μοναδικό παγκοσμίως μη γενετικά τροποποιημένο) αρχίζει σιγά- σιγά να αποδίδει καρπούς και οι παραγωγοί θεωρούν ότι η φετινή χρονιά ήταν μια κακή παρένθεση καθώς έχουν επενδύσει στο προϊόν τις τελευταίες τρεις τέσσερις δεκαετίες