Η διαχρονική αξία των αγώνων των εργαζομένων

Γράφει ο Παύλος Μπερμπερής

Παρακολουθώντας τον τελευταίο καιρό ένα τηλεοπτικό κανάλι (Θεσσαλικό) που κάνει ρεπορτάζ στους δρόμους της Καρδίτσας, ρωτώντας τους πολίτες για θέματα καθημερινότητας και βιοπορισμού, εύκολα θα μπορούσε να διαπιστώσει κανείς την μοιρολατρία με την οποία αντιμετωπίζει ο κόσμος το οικονομικό του μέλλον.

«Δεν μου φτάνουν τα χρήματα λέει πολύς κόσμος για να αγοράσω τρόφιμα. Τι να κάνω θα τραφώ φθηνά». (Θα υποσιτιστώ δηλαδή). Άλλοι λένε: «Δεν μου φτάνουν τα χρήματα να θερμάνω το σπίτι μου επαρκώς. Τι να κάνω θα φορέσω περισσότερα ρούχα, θα χωθώ κάτω από τις κουβέρτες». Το χειρότερο απ’ όλα, το πιο τραγικό είναι οι πολλές φωνές που λένε ότι για τον ίδιο λόγο δεν σκοπεύω να παντρευτώ, να κάνω οικογένεια.

Σε μια άλλη περίπτωση μια γυναίκα που περίμενε υπομονετικά την σειρά της να εξυπηρετηθεί σ’ ένα φαρμακείο έλεγε χαρακτηριστικά: «Ο γιός μου είναι αστυνομικός. Υπηρετεί στην Αθήνα εδώ και τρία χρόνια. Αναγκάζεται να κάνει και δεύτερη δουλειά σε μεταφορική, αφού μόνο για ενοίκιο θέλει 500€. Είναι εικοσιοχτώ χρονών και μοιάζει για σαράντα από την ταλαιπωρία. Για παντρειά ούτε που το σκέφτεται».

Πιστεύω ότι η κοινωνία της Καρδίτσας όπου ακούγονται αυτές οι φωνές δεν είναι παρά η μικρογραφία ολόκληρης της κοινωνίας μας. Η μικρογραφία ενός λαού που δείχνει στωϊκά να έχει αποδεχθεί την μοίρα του. Μια μοίρα που του επιφυλάσσει εν έτει 2025 ένα ζοφερό μέλλον γεμάτο στερήσεις και δυστυχία. Άλλωστε το ίδιο συμβαίνει και στον υπόλοιπο κόσμο λένε πολλοί, όπου φτώχεια, πόλεμοι και αρρώστιες κυριαρχούν. (Χωρίς βέβαια να αντιλαμβάνονται ότι μιλώντας έτσι καταρρακώνουν ακόμα περισσότερο την ήδη καταρρακωμένη ψυχολογία τους).

Η ψυχολογία λοιπόν του κόσμου που είναι η κινητήριος δύναμη της δράσης, της αντίστασης βρίσκεται σε τραγική κατάσταση. Ένας κόσμος που φαίνεται να είναι σε πλήρη παραίτηση και με το κεφάλι χαμηλά. Και εκεί που φαίνονται όλα μαύρα και άραχνα να πάλι που η ελπίδα φαίνεται να ζωντανεύει ξανά. Οι μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις των απλών ανθρώπων σε όλη τη χώρα στις 28 του Φλεβάρη με κυρίαρχο αίτημα την απόδοση δικαιοσύνης για την τραγωδία των Τεμπών, καθώς επίσης και οι δυναμικές κινητοποιήσεις των αγροτών (περισσότερο πέρυσι, αλλά και φέτος) ταράζουν τα λιμνάζοντα κοινωνικά ύδατα.

Αυτές οι κινητοποιήσεις θυμίζουν ξανά σε όλους μας ένα αξίωμα που παραδόξως φαίνεται να έχει ξεχασθεί: Από καταβολής δόμησης ανθρώπινων κοινωνιών και κοινωνικοοικονομικών συστημάτων, οι αγώνες των εργαζομένων ήταν που τραβούσαν την κοινωνία προς τα εμπρός. Από την πρώτη την δουλοκτητική κοινωνία μέχρι τη σημερινή με το Καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής. Κανένα οικονομικό σύστημα, όσο σύγχρονο και αν είναι δεν δουλεύει με αυτόματο πιλότο, δεν αυτορρυθμίζεται. Οι αγώνες των εργαζομένων είναι αυτοί που πάντα φέρνουν τη λιγότερη ή την περισσότερη δικαιοσύνη.

Σ’ έναν κόσμο που πλέον όλοι υμνούν τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, κατηγορώντας τις ιδέες του σοσιαλισμού είτε ως χρεοκοπημένες είτε «ως το αδύνατο της ανθρώπινης φύσης να τις εφαρμόσει». Με τις ιδέες και τις αρετές του Χριστιανισμού να κυμαίνονται ως προς την εφαρμογή τους, από την απόλυτη υποκρισία έως την επιδερμική τους το πολύ εφαρμογή, οι αγώνες των εργαζομένων έπαψαν πλέον να σηματοδοτούν την εξέλιξη των κοινωνιών. Από το άνευρο υποτονικό της οποιασδήποτε αντίδρασης, φτάνουμε στο απολιτίκ των περισσότερων δυστυχώς νέων ανθρώπων, χωρίς βέβαια να λείπουν οι φωτεινές εξαιρέσεις με κορυφαία αυτή των Τεμπών.

Ποτέ δεν πρέπει να ξεχνά κανείς πως κάθε φορά που οι αγώνες των εργαζομένων φθίνουν, μεγαλώνουν οι ανισότητες ανάμεσα στους ανθρώπους. Είναι η φύση της καπιταλιστικής κοινωνίας. Όπως επίσης να μην ξεχνά πως η αβουλία και η μη συμμετοχή των μαζών στα κοινωνικά δρώμενα μεγαλώνει την αυθαιρεσία των κυβερνώντων. Έτσι οδηγούμαστε σε οξύμωρα νομοθετήματα (γάμο και υιοθεσία ομόφυλων ζευγαριών), όπου υπάρχει μεγάλη αντίθεση ανάμεσα στην καταγεγραμμένη βούληση των συντριπτικά πολλά με τα νομοθετήματα των κυβερνώντων.

Η οποιαδήποτε «δίκαια μοιρασιά» την οποία διαχρονικά υπερασπίζεται το σημερινό οικονομικό σύστημα παραγωγής, προϋποθέτει την συμμετοχή των εργαζομένων, την αφύπνιση της συνείδησής τους. Στον σημερινό κόσμο του αδυσώπητου αγώνα για το κέρδος, με τα πάθη της απληστίας και της πλεονεξίας να κυριαρχούν, τίποτα δεν χαρίζεται. Στην δική μας οικονομία, όπου οι μεγαλοκαρχαρίες στους διάφορους τομείς παραγωγής (ενέργεια – προϊόντα διατροφής – τουρισμός κ.λπ.) λυμαίνονται τεράστια κέρδη, τίποτα δεν περίσσευε για τους αγρότες. Με τους αγώνες τους όμως αποκόμισαν οφέλη τα οποία θα μπορούσαν να είναι ακόμα μεγαλύτερα. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε μια λαϊκή παροιμία που λέει «Άμα δεν κλάψει το παιδί δεν το βυζαίνει η μάνα». Το ίδιο συμβαίνει και στην κοινωνία. Χωρία αγώνες τίποτα δεν κερδίζεται, γιατί τίποτα δεν χαρίζεται.

Ζωντανό παράδειγμα που επικυρώνει με τον καλύτερο τρόπο τα παραπάνω λεγόμενα, είναι η καλύτερη κατά γενική ομολογία χρονιά, το 2019 για τον Ελληνικό τουρισμό. Την ίδια στιγμή που οι επιχειρηματίες τουρισμού, συσσώρευαν τεράστια κέρδη, τα σωματεία των εργαζομένων διαμαρτύρονταν για άθλιους μισθούς, για άθλιες συνθήκες εργασίας και διαμονής. Τροχοπέδη βέβαια στους αγώνες των εργαζομένων και στην βούλησή τους γι’ αυτούς αποτελεί και το μπόλιασμα της Ελληνικής κοινωνίας με το φόβο. Φόβος για την καθημερινότητα, φόβος για το μέλλον, φόβος για την υγεία και τυχόν απειλές που μπορεί να προκύψουν στο άμεσο μέλλον από ενδεχόμενες πανδημίες. Φόβος γενικά. Ο φόβος όμως κρατάει τους ανθρώπους καθηλωμένους.

επικυρώνει με τον καλύτερο τρόπο τα παραπάνω λεγόμενα, είναι η καλύτερη κατά γενική ομολογία χρονιά, το 2019 για τον Ελληνικό τουρισμό. Την ίδια στιγμή που οι επιχειρηματίες τουρισμού, συσσώρευαν τεράστια κέρδη, τα σωματεία των εργαζομένων διαμαρτύρονταν για άθλιους μισθούς, για άθλιες συνθήκες εργασίας και διαμονής.

Τροχοπέδη βέβαια στους αγώνες των εργαζομένων και στην βούλησή τους γι’ αυτούς αποτελεί και το μπόλιασμα της Ελληνικής κοινωνίας με το φόβο. Φόβος για την καθημερινότητα, φόβος για το μέλλον, φόβος για την υγεία και τυχόν απειλές που μπορεί να προκύψουν στο άμεσο μέλλον από ενδεχόμενες πανδημίες. Φόβος γενικά. Ο φόβος όμως κρατάει τους ανθρώπους καθηλωμένους.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο Αριστοτέλης σ’ έναν ορισμό για την αρετή της ανδρείας έλεγε ότι ανδρεία είναι η εσωτερική δύναμη με την οποία ο άνθρωπος αντιμετωπίζει τα φοβογόνα ερεθίσματα. Αυτή η αρετή φαίνεται να απουσιάζει από τον σύγχρονο Έλληνα. Ας αναμετρηθεί λοιπόν ο κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος με τον εαυτό του. Αυτός που δεν περιήλθε ακόμα στην αβουλία, στην αδράνεια και στον ωχαδερφισμό. Αυτός που δεν είναι έρμαιο του φόβου. Ας συνειδητοποιήσει ότι ανέκαθεν στις ανθρώπινες κοινωνίες τίποτα δεν χαρίζονταν παρά μόνο κερδίζονταν και ας καταλάβουμε όλοι ότι με τον σύγχρονο τρόπο υποτιθέμενης αντίδρασης από τον καναπέ με ιντερνετικές ανταλλαγές σχολίων (ιντερνετικών μπαταριών δηλαδή) τίποτα δεν βγαίνει.

Αν συνεχίσουμε να πορευόμαστε με αυτόν τον τρόπο, είναι ορατός, πολύ ορατός θα έλεγα ο κίνδυνος, οι νέες γενιές να περιέλθουν σ’ αυτό που πολύ σοφά λέει ένα ξένο γνωμικό: «Τον ελέφαντα αν τον δέσεις από πολύ μικρό σ’ ένα δέντρο, τότε μεγάλο μπορείς να τον δέσεις και να τον κρατήσεις από ένα μαρούλι».