Στην υπογραφή της σύμβασης του έργου κατασκευής της οδικής παράκαμψης της Συκεώνας προχωρούν τις αμέσως επόμενες ημέρες η Περιφέρεια Θεσσαλίας και η ανάδοχος εταιρεία μετά και την ολοκλήρωση των διαδικασιών ελέγχου της σύμβασης.
Η κατασκευή της παράκαμψης θα μετατρέψει σε ασφαλή δρόμο το ιδιαίτερα επικίνδυνο τμήμα – γνωστό και από τα αναρίθμητα ατυχήματα και δυστυχήματα – και παράλληλα θα σημάνει την ολοκλήρωση της αναβάθμισης του οδικού άξονα Λάρισας – Καρδίτσας.
Ο εργολάβος θα εγκατασταθεί το επόμενο διάστημα ξεκινώντας από τη γέφυρα στον Ενιπέα ενώ το έργο – από τη λιμνοδεξαμενή της Συκεώνας έως τα Βούναινα και στο ύψος της ανακατασκευασμένης οδού – αναμένεται να παραδοθεί στην κυκλοφορία το 2022.
«Πρόκειται για ακόμα ένα μεγάλο έργο» σημειώνει στην «Ε» ο περιφερειάρχης Θεσσαλίας, Κων. Αγοραστός «για την ασφαλή μετακίνηση των ανθρώπινων κοινοτήτων, τη μεταφορά των εμπορευμάτων και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και του επιχειρηματικού κλίματος στην περιοχή». Το έργο εντάχθηκε στο ΕΣΠΑ (ΠΕΠ Θεσσαλίας 2014-2020), με προϋπολογισμό 33,77 εκατ. ευρώ, και συγχρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) και εθνικούς πόρους.
ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ
Με την παράκαμψη, όπως σημειώνεται και στη σκοπιμότητα του έργου, κατασκευάζεται το οδικό τμήμα της παράκαμψης Συκεώνας (σ.σ. από την έξοδο Λάρισας έως τη σύνδεση με Ε65 στον κόμβο «Δέλτα») και θα αντικατασταθεί το υφιστάμενο της Εθνικής Οδού Λάρισας – Καρδίτσας μήκους 4,5 χλμ. «που λειτουργεί υπό δυσμενείς συνθήκες και υποβαθμισμένα σε σχέση με τα υπόλοιπα τμήματα της εν λόγω οδού, η οποία συνδέει τον Ε65 και την Καρδίτσα με τη Λάρισα και τον αυτοκινητόδρομο ΠΑΘΕ.
Το εν λόγω οδικό τμήμα βελτιώνει την ενδοπεριφερειακή οδική σύνδεση Λάρισας – Καρδίτσας, καθώς και τη σύνδεση με τον Ε65 που αποτελεί τμήμα του Διευρωπαϊκού Δικτύου Μεταφορών. Η ενδοπεριφερειακή οδική σύνδεση της Καρδίτσας με τη Λάρισα βελτιώνεται αφενός παρακάμπτοντας τμήμα της οδού με σημαντικό αριθμό τροχαίων ατυχημάτων και αφετέρου αυξάνοντας την ταχύτητα κυκλοφορίας. Με την υλοποίηση του έργου διευκολύνονται οι μετακινήσεις των οχημάτων, προάγεται η οδική ασφάλεια τόσο σε υπερτοπικό όσο και σε τοπικό επίπεδο λόγω των σαφώς αναβαθμισμένων λειτουργικών και γεωμετρικών στοιχείων, έναντι της υφιστάμενης παλαιάς χάραξης που περνά μέσα από τον οικισμό Συκεώνας. Επίσης βελτιώνονται οι δυνατότητες κυκλοφορίας και οι περιβαλλοντικές συνθήκες της ευρύτερης περιοχής». Σημαντική παράμετρος του έργου θεωρείται το γεγονός ότι θα κατασκευασθεί παράπλευρος αγροτικός δρόμος, καθιστώντας ασφαλείς τις μετακινήσεις και μεταφορές στις παρόδια υφιστάμενες αγροτικές εκμεταλλεύσεις.
ΕΝΙΠΕΑΣ
Στα τεχνικά, τέλος, χαρακτηριστικά του έργου, μεταξύ άλλων, προβλέπεται η κατασκευή δύο κυκλικών κόμβων. Ενός «μεγάλου κυκλικού κόμβου επί της αρτηρίας στην αρχή της χάραξης (ο οποίος θα εξυπηρετεί την πρόσβαση της Συκεώνας για αυτούς που κινούνται από και προς Καρδίτσα) και ενός μικρού στο τέλος της χάραξης, εκτός αρτηρίας, για τη σύνδεση τοπικής παράπλευρης οδού και της εξόδου από την αρτηρία με την υφιστάμενη οδό που οδηγεί δυτικά προς τη Συκεώνα». Προβλέπεται επίσης κατασκευή της γέφυρας του ποταμού Ενιπέα όπως και κατασκευή κάτω διάβασης οδού Συκεώνα – Μικρό Βουνό.
ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΟΔΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ
«Πρόκειται για ακόμα ένα μεγάλο έργο για τη Θεσσαλία» σημειώνει ο κ. Αγοραστός. Προσθέτοντας ότι «μετά από μεγάλη προσπάθεια και συνεργασία των υπηρεσιών μας, πήραμε όλες τις απαραίτητες εγκρίσεις για να φτάσουμε σ’ αυτό το αποτέλεσμα. Σε μια δύσκολη περίοδο για τη χώρα, εμείς κάνουμε έργα ουσίας, τα οποία σώζουν ζωές, διατηρούν θέσεις εργασίας και ρίχνουν χρήμα στην πραγματική οικονομία. Με το έργο αυτό ο δρόμος Λάρισας – Καρδίτσας ολοκληρώνεται με ένα σύγχρονο οδικό δίκτυο διπλής κατεύθυνσης με νησίδα στη μέση. Το έργο περιλαμβάνει 4,5 χλμ. παράκαμψη της Συκεώνας, δύο κυκλικούς κόμβους, γέφυρα, αντιπλημμυρικά έργα, κάτω διάβαση στο Μικρό Βουνό, έργα μετατόπισης δικτύων κοινής ωφέλειας και έργα αρχαιολογίας. Ως Περιφέρεια Θεσσαλίας βάζουμε μπροστά ένα μεγάλο έργο για την ασφαλή μετακίνηση των ανθρώπινων κοινοτήτων, τη μεταφορά των εμπορευμάτων και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και του επιχειρηματικού κλίματος στην περιοχή» καταλήγει ο κ. Αγοραστός.