Μεγάλος προβληματισμός και ανασφάλεια επικρατεί στον κάμπο για τις τιμές των αγροτικών προϊόντων τη φετινή καλλιεργητική περίοδο, καθώς ενώ τα κόστη παραμένουν υψηλά, τα μηνύματα από την αγορά είναι δυσοίωνα.

Συγκεκριμένα στα σιτηρά οι αγρότες προμηθεύτηκαν λιπάσματα το φθινόπωρο στο υψηλότερο σημείο της ανόδου του κόστους τους, ενώ όργωσαν και έκαναν τις καλλιεργητικές τους φροντίδες με το πετρέλαιο στα 2,1 έως 2,2 ευρώ το λίτρο. Στο μυαλό τους ωστόσο είχαν τις τιμές στα αλώνια του 2021 και του 2022, όταν αυτές άγγιξαν τα 50 λεπτά το κιλό, ενώ αυτό το διάστημα έχουν κατρακυλήσει κάτω από τα 30 λεπτά.

Στο βαμβάκι οι διεθνείς χρηματιστηριακές τιμές αυτή την περίοδο βρίσκονται κάτω από τα 60 λεπτά το κιλό, όταν πέρυσι την αντίστοιχη περίοδο σκαρφάλωναν στο 1 ευρώ το κιλό για το σύσπορο

Όσο περνούν οι μήνες, η διαφαινόμενη προσαρμογή στις τιμές των αγροτικών προϊόντων που φόβιζε τους Έλληνες αγρότες μετατρέπεται σε υπαρκτή πιθανότητα. Η ενεργειακή και πολεμική κρίση έφερε προσωρινή «απογείωση» τιμών παραγωγού σε ιστορικά υψηλά για μια ευρεία γκάμα προϊόντων.

Χάρη σε αυτή την εξέλιξη, οι αγρότες μπόρεσαν να αντέξουν, ενώ ορισμένοι αποκόμισαν ικανοποιητικά έσοδα, παρά την εκτίναξη του κόστους παραγωγής. Ωστόσο, τα τελευταία μηνύματα από την αγορά δείχνουν ότι φέτος θα είναι δύσκολο να επαναληφθούν πράξεις όπως αυτές της περσινής χρονιάς στα σιτηρά, στα ενεργειακά και, κατά περιπτώσεις, στο βαμβάκι.

Η πεποίθηση αυτή ενισχύεται από εξελίξεις όπως οι πρόσφατες πράξεις για εξαγωγές ελληνικού σκληρού σίτου σε τιμή παραγωγού στα 27 λεπτά/κιλό, τη στιγμή που το εισαγόμενο καλαμπόκι διαπραγματεύεται αυτή την περίοδο στα 23 λεπτά/κιλό. Δυσοίωνες είναι οι προβλέψεις και για τα ενεργειακά φυτά.

Την ίδια περίοδο, ο ρυθμός μείωσης του κόστους παραγωγής δεν φαίνεται να συμβαδίζει με τις ανωτέρω εξελίξεις στην αγορά, προκαλώντας μεγάλη ανησυχία στις τάξεις των αγροτών. Στα λιπάσματα, για παράδειγμα, παρά την αποκλιμάκωση των τιμών των πρώτων υλών, η εικόνα που προκύπτει από το ρεπορτάζ της «ΥΧ» είναι μεικτή:

Ναι μεν οι αγρότες αγόρασαν ορισμένα προϊόντα με μειώσεις, ωστόσο, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που όχι μόνο δεν αγόρασαν σε μειωμένη τιμή, αλλά αντίθετα πλήρωσαν παραπάνω σε σύγκριση με την περσινή περίοδο. Σε κάθε περίπτωση, η αποκλιμάκωση των τιμών στη χονδρική δεν αντανακλάται πλήρως στη λιανική.

Τιμές σε δολάρια/τόνο και εξέλιξη τιμών πρώτων υλών λιπασμάτων

Agricultural input index 2010=100 Μηνιαίος μέσος όρος Ετήσια μεταβολή Μηνιαία μεταβολή
ΛΙΠΑΣΜΑΤΑ 158 -38,7% -3,6%
Ορυκτός φώσφορος 345 93% 7%
Φωσφορικό διαμμώνιο 606 -35,4% -1,1%
Χλωριούχο κάλιο 453 -53,7% -8,8%
Ουρία 313,5 -64,1% -12,3%

Μειώσεις κόστους «βλέπει» η Κομισιόν, δεν τις βλέπουν όμως οι αγρότες

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το κόστος των πρώτων υλών στον αγροτικό τομέα (24/04/2023), η μέση μηνιαία τιμή της ουρίας βρίσκεται στα 315 δολάρια/τόνο, ενώ στο δωδεκάμηνο η μείωση της τιμής της στη χονδρική ξεπερνάει το 64%. Στο φωσφορικό διαμμώνιο, η ετήσια μείωση φτάνει το 35,4%. Αντίθετα, ο ορυκτός φώσφορος παρουσιάζει ετήσια αύξηση 93% με τιμή χονδρικής 345 δολάρια/τόνο (βλ. πίνακα).

Όπως δήλωσε στην «ΥΧ» ο Κώστας Κωνσταντινίδης, που καλλιεργεί βαμβάκι στην Πέλλα, «πέρσι επώνυμο εισαγόμενο σύνθετο λίπασμα (18-6-12) κόστιζε 17,5 ευρώ το σακί. Φέτος, το ίδιο λίπασμα μου το έδιναν στα 19,60 ευρώ/κιλό. Αυτό το λίπασμα πριν από την κρίση θα το αγόραζα περίπου 13 ευρώ».

Σύμφωνα με τον ίδιο, αν επέλεγε να πληρώσει με πίστωση αντί για τοις μετρητοίς, θα πλήρωνε σε τιμές 25% αυξημένες. Ο ίδιος πρόσθεσε ότι υπάρχουν καταστήματα στην περιοχή που ορίζουν όποιες τιμές θέλουν, επειδή έχουν παγιωθεί στην τοπική αγορά.

Ο ελαιοκαλλιεργητής από την Ηλεία, Δημήτρης Κανελλόπουλος, ήταν ακόμη ένας παραγωγός που παρατήρησε αυξήσεις σε σύνθετο τύπο λιπάσματος σε σύγκριση με πέρσι: «Το πιο ποιοτικό επώνυμο σύνθετο αζωτούχο λίπασμα που χρησιμοποιούμε (20-6-16) με βόρειο, μαγνήσιο και ψευδάργυρο πέρσι το αγόρασα 22,5 ευρώ το 25κιλο, ενώ φέτος η τιμή αυξήθηκε στα 24 ευρώ.

Η αιτιολογία από τα καταστήματα ήταν ότι έχει αυξηθεί η τιμή του φωσφόρου και του καλίου. Για το ίδιο λίπασμα, πριν από την κρίση η τιμή δεν ξεπερνούσε τα 14,5 ευρώ», δήλωσε στην «ΥΧ».

Ακόμα μεγαλύτερη είναι η αύξηση που εντοπίζει η κτηνοτρόφος και καλλιεργητής σιτηρών για ζωοτροφή Ιωάννα Καρρά από τα Τρίκαλα. Σύμφωνα με τα στοιχεία που διατηρεί και έθεσε στη διάθεσή μας, τύπος 15-13-0 επώνυμου λιπάσματος που παρασκευάζεται στην Καβάλα, από τα 24,52 ευρώ που τιμολογείτο το 2022 για το 40κιλο τσουβάλι, φέτος αγοράστηκε στα 34,90 ευρώ. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι το εν λόγω προϊόν το 2021 πωλείτο προς 17,47 ευρώ/τσουβάλι, δηλαδή στη μισή τιμή.

Μια πιθανή ερμηνεία που δίνουν έμπειρα στελέχη της αγοράς εφοδίων και… μπαρουτοκαπνισμένοι αγρότες για τις αυξημένες τιμές σε ορισμένους τύπους λιπασμάτων είναι ότι πρόκειται για στοκ που αγοράστηκε κατά το διάστημα που τα εργοστάσια πουλούσαν πιο ακριβά.

Σύμφωνα, μάλιστα, με στέλεχος καταστήματος εφοδίων από τη Βόρεια Ελλάδα, «πολλά καταστήματα έσπευσαν να αγοράσουν πριν ξεκινήσουν οι μειώσεις τιμών, γιατί φοβόντουσαν ότι θα αυξηθούν κι άλλο. Δεν αποκλείεται, δηλαδή, αυτά τα καταστήματα να πουλάνε σήμερα με μηδενικό όφελος ή ακόμα και να μπαίνουν μέσα, εφόσον είχαν αγοράσει ακριβά και θέλουν να ξεστοκάρουν». Ακόμα μια αιτιολογία σχετίζεται με το κόστος πρώτων υλών, όπως ο φώσφορος, που παραμένει σε υψηλά επίπεδα και συνδιαμορφώνει την τελική τιμή ενός σύνθετου λιπάσματος.

Μεγάλη απόσταση από την κανονικότητα, παρά τις μειώσεις τιμών

Σύμφωνα, πάντως, με στελέχη σε καταστήματα εφοδίων, μειώσεις υπάρχουν και μάλιστα συνεχίζεται η πτωτική τάση των τιμών που ξεκίνησε να παρατηρείται στην αγορά από τον Φεβρουάριο, κυρίως στα αζωτούχα λιπάσματα. Ωστόσο, σε αρκετές περιπτώσεις, οι τιμές που βλέπουν οι αγρότες στη λιανική είναι ελάχιστα μειωμένες: «Πέρσι αγόραζα 40κιλο σακί με θειική αμμωνία (21-0-0) στα 22 ευρώ. Φέτος το αγόρασα στα 19 ευρώ», αναφέρει ο ελαιοκαλλιεργητής Δημήτρης Κανελλόπουλος.

Μιλώντας στην «ΥΧ» ο γεωπόνος από την ΕΑΣ Κορίνθου, Παναγιώτης Σταματόπουλος, αναφέρθηκε σε αισθητές μειώσεις τιμών στα αζωτούχα λιπάσματα με την επισήμανση όμως ότι μιλάμε για ποσότητες που αγοράστηκαν το τελευταίο δίμηνο: «Σε ό,τι αφορά τα αζωτούχα, συνεχίζεται η πτωτική τάση τιμών. Ωστόσο, είναι πολλά τα καταστήματα που αγόρασαν πολύ νωρίτερα σε διαφορετικές, υψηλότερες τιμές και πουλάνε χωρίς μειώσεις. Σε ό,τι αφορά τη θειική αμμωνία, τον Γενάρη τη δίναμε 24,5 ευρώ το 40κιλο τώρα τη δίνουμε περίπου 18 ευρώ. Πριν από την κρίση, πωλείτο στο κατάστημα του συνεταιρισμού στα 13 ευρώ το σακί».

Ο παραγωγός θερμοκηπιακών κηπευτικών από την Ιεράπετρα και πρόεδρος του τοπικού αγροτικού συλλόγου, Μιχάλης Βιαννιτάκης, επιβεβαίωσε ότι υπάρχουν μειώσεις το τελευταίο διάστημα στα υδατοδιαλυτά λιπάσματα, προσθέτοντας ωστόσο ότι σε καμία περίπτωση οι τιμές δεν έχουν φτάσει στα προ κρίσης επίπεδα: «Τον Απρίλη αγόρασα νιτρικό κάλιο (25 κιλά) στα 39,5 ευρώ. Το 2022, η τιμή είχε σκαρφαλώσει στα 55 ευρώ, όμως πριν από την κρίση το ίδιο λίπασμα κόστιζε μόλις 26 ευρώ. Το ίδιο ισχύει και για το νιτρικό ασβέστιο που αγόρασα στα 25 ευρώ, από 31 που το είχα πάρει το 2022. Το 2021, όμως, κόστιζε μόλις 14 ευρώ».

Όπως ενημέρωσε την «ΥΧ» ο πρόεδρος του Αγροτικού Συλλόγου Κομοτηνής, Νίκος Μποτρότσος, η βασική λίπανση το 2021 κόστιζε από 20 έως 24 ευρώ το 40κιλο σακί. Το 2022, οι τιμές αυξήθηκαν στα 32 έως 38 ευρώ το σακί, για να φτάσουμε από 28 έως 32 ευρώ/σακί.

Ακριβά μυκητοκτόνα, ζιζανιοκτόνα

Μεγάλη απόσταση από τις τιμές των προ κρίσης επιπέδων παρουσιάζουν όμως και τα μυκητοκτόνα. Ο κ. Σταματόπουλος σχολίασε τα εξής: «Σε ό,τι αφορά τη συγκεκριμένη κατηγορία προϊόντων, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι την τελευταία διετία αρκετά σκευάσματα έχουν αποσυρθεί και έχουν αντικατασταθεί από ακριβότερα».

Στη συνέχεια, ανέφερε: «Ένα από τα πιο ευρέως χρησιμοποιούμενα χαλκούχα μυκητοκτόνα είναι ο βορδιγάλειος πολτός (20 κιλά), ο οποίος κόστιζε από 80 έως 90 ευρώ πέρσι, ενώ αυτήν τη στιγμή βρίσκεται στα 130 – 140 ευρώ και μάλιστα με ανοδική τάση. Το θειάφι παρουσιάζει αύξηση 50%. Άλλα εξειδικευμένα προϊόντα παρουσιάζουν αύξηση τιμής 20%. Η γλυφοσάτη (γενόσημο) κόστιζε στον παραγωγό 25 ευρώ και τώρα έχει φτάσει τα 46 ευρώ, μειωμένη πάντως σε σύγκριση με πέρσι τον χειμώνα που είχε φτάσει τα 60 ευρώ».

Ο Γιάννης Ζωντανός, παραγωγός ελαιολάδου από τη Μεσσηνία, έκανε λόγο στην «ΥΧ» για πολύ ακριβότερα μυκητοκτόνα σε σύγκριση με τα προ διετίας επίπεδα τιμών: «Η πλειονότητα των μυκητοκτόνων και των εντομοκτόνων έχει πάρει πολύ μεγάλες αυξήσεις, άνω του 70%, σε σύγκριση με τις προ κρίσης τιμές. Μεγάλο πρόβλημα είναι ότι αρκετές ουσίες έχουν καταργηθεί και τα νέα προϊόντα είναι και ακριβότερα και λιγότερο αποτελεσματικά».

Πολλών… ταχυτήτων το κόστος στην ενέργεια

Σύμφωνα με τα στοιχεία των παρόχων που δημοσίευσε η ΡΑΕ για τον Μάιο, οι χρεώσεις στα αγροτικά τιμολόγια προβλέπουν τιμή κιλοβατώρας στα 15 λεπτά. Πρόκειται για σαφή βελτίωση σε σύγκριση με την περίοδο που η ενεργειακή κρίση και η εκτίναξη της τιμής στο φυσικό αέριο είχαν προκαλέσει… εγκεφαλικά στους παραγωγούς, που έβλεπαν διπλές και τριπλές χρεώσεις, μέχρι να ξεκινήσει το κράτος να επιδοτεί την ενέργεια, απορροφώντας ένα μέρος του κόστους.

Όπως δήλωσε στην «ΥΧ» ο πρόεδρος του ΤΟΕΒ Νιγρίτας, Δημήτρης Χύτας, «η αρδευτική περίοδος δεν έχει ξεκινήσει ακόμα. Κατά τη διάρκεια του 2022, η επιδότηση στον ΤΟΕΒ ξεπέρασε το 60%, γι’ αυτό και δεν χρειάστηκε να αυξήσουμε τα αρδευτικά τέλη που ανήλθαν σε 20 ευρώ/στρέμμα. Υπάρχει, όμως, το ερώτημα τι θα γίνει φέτος. Βεβαίως, το κόστος για όσους αρδεύουν με γεώτρηση μπορεί να φτάνει στο διπλάσιο ή και να το ξεπερνάει, συγκριτικά με ένα μέλος ενός συλλογικού δικτύου».

Πολύ βαθύτερα αναγκάζονται, πάντως, να βάλουν το χέρι στην τσέπη παραγωγοί που ποτίζουν με γεώτρηση. Αντίθετα, όσοι αντλούν νερό από δίκτυα βρίσκονται σε σαφώς καλύτερη θέση. Ο Μιχάλης Βιαννιτάκης από την Ιεράπετρα δήλωσε στην «ΥΧ»: «Στο τιμολόγιο Απριλίου για την κατανάλωση Μαρτίου η χρέωση της κιλοβατώρας ήταν στα 18 λεπτά, ενώ η επιδότηση κάλυψε το 20% των συνολικών χρεώσεων. Κατά κάποιον τρόπο, λοιπόν, η τελική χρέωση της κιλοβατώρας έφτασε τα 14 λεπτά, αυξημένη ωστόσο στο διπλάσιο από τα προ κρίσης επίπεδα».

Όπως δήλωσε στην «ΥΧ» ο πρόεδρος της Εταιρικής Αγροτικής Σύμπραξης Θεσσαλονίκης, Χρήστος Τσιχήτας, «οι παραγωγοί που ποτίζουν με ρεύμα και πετρέλαιο από ιδιωτικές γεωτρήσεις πληρώνουν τα περισσότερα χρήματα, αφού το κόστος μπορεί να φτάνει ακόμα και τα 50 ευρώ/στρέμμα. Η γενική εικόνα είναι ότι οι τιμές των προϊόντων έχουν πέσει σημαντικά, ενώ η αντίστοιχη πτώση στο κόστος παραγωγής είναι σαφώς πιο περιορισμένη».

Πηγή: ypaithros.gr