Άγριες καταστάσεις προβλέπονται στην αγορά σιτηρών το επόμενο διάστημα με βάση τις διαθέσεις που δείχνει το ιδιωτικό εμπόριο λίγο πριν ξεκινήσουν τ’ αλώνια.

Είναι κάτι παραπάνω από προφανές ότι οι ζημιές που γράφουν οι εμπορικές επιχειρήσεις, μικρές και μεγάλες, από τη διαχείριση της περασμένης χρονιάς (αγόρασαν ακριβά και έχουν ακόμα απούλητα) επιδιώκεται να μεταφερθούν με άγριο μάλιστα τρόπο στη φετινή εμπορική περίοδο.

Έτσι, οι πληροφορίες που μεταφέρονται από τα κατά τόπους μεσιτικά γραφεία σε όλες τις σημαντικές σιτοπαραγωγικές περιοχές της χώρας, είναι ότι η τιμή παραγωγού για το κριθάρι νέας σοδειάς ξεκινάει αυτές τις μέρες από τα 13 λεπτά το κιλό, ενώ στο σκληρό υποχωρεί στα 22 με 23 λεπτά το κιλό.

Πριν απ’ αυτό βέβαια θα πρέπει να αναφερθεί η τιμή στα 24 λεπτά το κιλό για το βυνοποιήσιμο κριθάρι, με την οποία έχει δεσμευθεί προ καιρού η βιομηχανία μπύρας και τα 21-22 λεπτά το κιλό, τιμή με την οποία κινούνται μέχρι σήμερα και τη βρίσκουν λογική και για τη συνέχεια, τα περισσότερα ζωοτροφάδικα.

Αντίστοιχα στο σκληρό σιτάρι, έναν ρόλο μπορεί να παίξουν και τα 35 λεπτά το κιλό με τα οποία έχει δεσμευθεί στα συμβόλαιά της η βιομηχανία ζυμαρικών.

Σημειωτέον ότι οι τιμές του ιδιωτικού εμπορίου και δη των Θεσσαλών εμπόρων, απέχουν πάρα πολύ από τις αντίστοιχες που καταγράφονται στο διεθνές εμπόριο και στα διεθνή χρηματιστήρια εμπορευμάτων και είναι πολύ πιθανό να αποτελέσουν για μια ακόμη φορά ελληνική πρωτοτυπία, καθώς οι δομές διακίνησης των προϊόντων παραμένουν αβαθείς, οι συνεταιρισμοί είναι ανύπαρκτοι επί της ουσίας και οι όποιες οργανώσεις παραγωγών υπάρχουν στοιχίζονται πίσω από το ιδιωτικό εμπόριο… για να μη χάσουν τα λεφτά τους.

Οι λόγοι που επικαλούνται οι μεταπράτες των σιτηρών για τη φετινή χαμηλή αφετηρία των τιμών παραγωγού είναι πολλοί και δεν απηχούν πάντα την πραγματικότητα, αφού όπως αναφέρθηκε όλα ξεκινούν από την περυσινή χασούρα και όχι από τα θεμελιώδη που ισχύουν στη συγκεκριμένη αγορά. Την αφορμή δίνει ωστόσο, η μεγάλη προσφορά που αναμένεται να προκύψει, καθώς, οι εκτάσεις με κριθάρι και σκληρό σιτάρι είναι σαφώς περισσότερες, οι καιρικές συνθήκες λειτούργησαν υπέρ των μεγάλων αποδόσεων και μένει μόνο να αξιολογηθεί η ποιότητα των αντίστοιχων προϊόντων, βάσει των καιρικών συνθηκών κατά τη διάρκεια της συγκομιδής. Αφήνουμε προς το παρόν στην άκρη την κινητικότητα που μπορεί να υπάρξει από εισαγωγές (ειδικά στο κριθάρι) με βάση τις ειδικότερες συνθήκες και εμπορικές συμφωνίες που θα γίνουν στην περίπτωση της Ουκρανίας.

Από την άλλη πλευρά η ζήτηση, ειδικά σε προϊόντα όπως το κριθάρι, που δεν έχει άλλον προορισμό πέραν της ζωοτροφής, δείχνει υποτονική. Πρώτον, γιατί, το ζωικό κεφάλαιο τόσο στη χώρα μας όσο και σε άλλες χώρες των Βαλκανίων εμφανίζεται μειωμένο, δεύτερον, γιατί η οικονομική δυνατότητα και κυρίως η ρευστότητα των κτηνοτρόφων δεν είναι στα καλύτερά της και τρίτον, γιατί, κι αυτοί με τη σειρά τους θα περιμένουν μήπως οι τιμές κινηθούν χαμηλότερα από εκεί που μέχρι τώρα ήταν.

Μεταξύ των άλλων, ρόλο αναμένεται να παίξει και η συνδεδεμένη ενίσχυση που θεσπίστηκε για πρώτη φορά φέτος για το κριθάρι και η οποία, αν τα στρέμματα με πιστοποιημένο σπόρο δεν είναι αυτά που έχουν προβλεφθεί στο στρατηγικό σχέδιο, ενδέχεται η στρεμματική ενίσχυση ενδεχομένως να φθάσει και τα 20 ευρώ. Αυτό, όπως είναι φυσικό, δίνει ακόμα ένα πάτημα στο εμπόριο να πιέσει τους παραγωγούς.

Στο σκληρό σιτάρι οι συνθήκες παραμένουν πολύ διαφορετικές, αφού το προϊόν είναι κατά βάση εξαγώγιμο και επηρεάζεται σε σημαντικότερο βαθμό από την εικόνα και τις τάσεις στη διεθνή αγορά. Όπως έχει αναφερθεί η Φότζια δείχνει μια κάποια αντοχή στα 345 ευρώ o τόνος για την πρώτη ποιότητα, ενώ ο Καναδάς έχει περιορίσει σ’ αυτή τη φάση τις εξαγωγές σκληρού της περασμένης σεζόν. Στα θετικά θα πρέπει να αποτιμηθεί και η τιμή για την οποία έχει δεσμευθεί στα συμβόλαιά της από το περασμένο Φθινόπωρο η μεταποιητική βιομηχανία (ζυμαρικά) με τις ηγέτιδες δυνάμεις του χώρου να έχουν υπογράψει για 35 λεπτά το κιλό.

Σήμερα, οι επιλογές που έχουν αυτές οι επιχειρήσεις (π.χ. Barilla και Μέλισσα), είναι ή να αγοράσουν επί πλέον παρτίδες (ελεύθερα) σε αρκετά χαμηλότερη τιμή, έτσι ώστε να πετύχουν έναν καλύτερο μέσο όρο εισκομίσεων πρώτης ύλης ή να πατήσουν στα ποιοτικά χαρακτηριστικά και να «ψαλιδίσουν» κατά κάποιο τρόπο την τιμή συμβολαίου. Βέβαια, πιθανές είναι και οι δύο επιλογές με βάση και τις ειδικότερες συνθήκες αγοράς τις επόμενες μέρες.

Τέλος ενδιαφέρον έχει η στάση την οποία θα τηρήσουν οι αλευρόμυλοι, καθώς η υψηλή τιμή στα άλευρα μετά τις ανατιμήσεις και στο ψωμί, αφήνει στις εν λόγω μονάδες ένα καλύτερο περιθώριο κέρδους, οπότε έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον πώς θα θελήσουν να παίξουν την αγορά στη συνέχεια, ακολουθώντας πιθανότατα πολύ διαφορετική στάση απ’ αυτή την οποία επιδιώκει να επιβάλει το ιδιωτικό – εξαγωγικό (κυρίως) εμπόριο. Άλλωστε, μύλοι και εταιρείες ζυμαρικών δεν είχαν την ίδια τύχη στη διαχείριση της περασμένης χρονιάς μ’ αυτή που φαίνεται να προβληματίζει σήμερα το ελεύθερο και ευκαιριακό κατά βάση εμπόριο.

agronews.gr