Πλατεία Ξινονερίου, βράδυ Σαββάτου λίγο πριν πάει η ώρα 12. Οι πιτσιρικάδες, όπως τους παλιούς καλούς καιρούς, δεν σκέφτονται ούτε για… λίγο να χαλάσουν την παρέα, να πάρουν την μπάλα στα χέρια τους και να γυρίσουν σπίτι.
Παρέμειναν έως αργά, κάνοντας αυτοσχέδια τερματάκια, παίζοντας ένα ακόμη «διπλό» στην πλατεία του χωριού διότι καλοκαίρι είναι – σκέφτονται – έχουν χρόνο και τα περιθώρια ακόμη και εκείνη τη στιγμή να δημιουργήσουν κάτι καλό.
Τελικά όσο τα χωριά, οι οικισμοί ή και οι γειτονιές στις πόλεις έχουν τον ανάλογο κόσμο, βρίσκονται παιδιά να κλωτσάνε ακόμη τη μπάλα, να παίζουν κυνηγητό ή «τζαμί», διότι αυτή είναι και η ομορφιά του παιχνιδιού. Να παίρνει παράταση έως το βράδυ, ώρες που συνήθως στο μεγαλύτερος μέρος μιας χρονιάς τους βρίσκει στο σπίτι με μόνη προσήλωση το σχολείο και άλλες σχετικές δραστηριότητες.
Στο πάρκο, την πλατεία ή και σε έναν ξεχασμένο από κίνηση δρόμο, βρίσκουν την ευκαιρία να δημιουργήσουν, να αυτοσχεδιάσουν, να θέσουν τους δικούς τους κανόνες.
Δ.Γ.