Χάνουμε κομπόστα ροδάκινο, φέτα, καρπούζι και ελιά στις διεθνείς αγορές λόγω έλλειψης εργατικών χεριών

SOS για εθνικά προϊόντα…

Η πληθυσμιακή συρρίκνωση της χώρας όπως διαφάνηκε στην τελευταία απογραφή, οι επιδοματικές – ψηφοθηρικές πολιτικές στους άνεργους νέους που τους εθίζουν στην αεργία και η ανυπαρξία εθνικής στρατηγικής στον τομέα της απασχόλησης απειλούν να ανατινάξουν τα θεμέλια της παραγωγικής οικονομίας της Ελλάδας.

Ιδιαίτερα σε ότι έχει σχέση με αυτά που ονομάζουμε «εθνικά προϊόντα» όπως είναι η φέτα, η ελιά, το ροδάκινο κομπόστα ή ακόμη τα εξόχως καλοκαιρινά φρούτα το καρπούζι και το ροδάκινο που κινδυνεύουν να σαπίσουν στα μποστάνια λόγω αδυναμίας συλλογής τους, από την έλλειψη εργατών γης (περίπτωση δήμου Σελλάνων) η κατάσταση γίνεται εκρηκτική.

Φυσικά μεγάλη είναι και η έλλειψη εργατικών χεριών στην οικοδομή και τις κατασκευές για τούτο σε συνδυασμό με την αλματώδη αύξηση των πρώτων υλών (χάλυβας, χαλκός κ.λ.π.) «φρέναρε» τους τελευταίους μήνες η οικοδομική δραστηριότητα στη χώρα. Το πρόβλημα με την έλλειψη εργατικών χεριών στην Ελλάδα, αρχίζει να λαμβάνει ανησυχητικές διαστάσεις με επιπτώσεις σε όλο το φάσμα της εθνικής οικονομίας.

Εργοστάσια παραγωγής κομπόστας ροδάκινου που είναι το πλέον εξαγώγιμο προϊόν στη χώρα μας αναγκάζονται να λειτουργούν τρεις με 4 ημέρες την εβδομάδα και στη συνέχεια να διακόπτουν τη λειτουργία τους, όχι λόγω έλλειψης ενέργειας, όπως συμβαίνει εσχάτως στη Γερμανία, αλλά λόγω έλλειψης εργατικών χεριών.

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι παραγωγοί βιομηχανικού ροδάκινου στη Βόρεια Ελλάδα και τη Θεσσαλία να μην μπορούν να διαθέσουν έγκαιρα το προϊόν τους, όπου επίσης υπάρχει έλλειψη αλλοδαπών εργατών γης. Τα ροδάκινα μένουν παραπάνω μέρες στα δέντρα, ωριμάζουν και πλέον είναι ακατάλληλα για κομπόστα και παραλαμβάνονται με καθυστέρηση από τα εργοστάσια για χυμό. Αποτέλεσμα αυτού είναι αφενός μεν οι αγρότες να εισπράττουν περίπου 12 λεπτά χαμηλότερη τιμή (23 λεπτά το κιλό για χυμό έναντι 33 ως 35 για κομπόστα) αλλά και οι βιομηχανίες να χάνουν την υπεραξία του προϊόντος.

Φυσικά οι αγρότες λόγω των αυξημένων κοστολογίων είναι αγαναχτισμένοι, αλλά και οι βιομηχανίες αδυνατούν να δώσουν λύση καθώς δεν υπάρχει κάποια πολιτική για τους αλλοδαπούς εργάτες. Όλες οι βάρδιες υπολειτουργούν με μειωμένο προσωπικό και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αυξάνεται το κόστος και των εργοστασίων που έχουν συν τοις άλλοις να αντιμετωπίσουν όπως όλες οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, τα αυξημένα κοστολόγια στην ενέργεια και έτσι αποκτούν μειονέκτημα έναντι του διεθνούς ανταγωνισμού (κυρίως από Κίνα).

Η ίδια και χειρότερη κατάσταση επικρατεί και στην κτηνοτροφία, όπου πέραν του κόστους των ζωοτροφών και της ενέργειας, οι κτηνοτρόφοι αδυνατούν να βρουν αλλοδαπούς τσοπάνους (κυρίως Αλβανούς) οι οποίοι τελευταία έχουν μεταναστεύσει σε άλλες χώρες. Ορισμένοι υπερήλικες κτηνοτρόφοι μη έχοντας καμιά βοήθεια σφάζουν τα κοπάδια τους και εγκαταλείπουν το επάγγελμα και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να πέφτει κατακόρυφα η παραγωγή πρόβειου γάλακτος, άρα και του εθνικού μας προϊόντος της φέτας.

Τέλος ένα άλλο εξίσου σημαντικό και εξαγώγιμο προϊόν για τη χώρα μας είναι η ελιά και το λάδι και σε δύο τρεις μήνες που θα αρχίσει η συγκομιδή τους αν δεν εξευρεθεί λύση με τους εργάτες γης θα κινδυνέψουν σημαντικές ποσότητες να μείνουν πάνω στα δέντρα, με ανυπολόγιστες συνέπειες για την εθνική οικονομία.

Αξίζει να τονιστεί ότι η κομπόστα ροδάκινο, η ελιά και η φέτα είναι τα «σήματα κατατεθέντα» της ελληνικής πρωτογενούς παραγωγής και συνδέονται άμεσα με το τουριστικό μας προϊόν. Πριν λοιπόν ρίξουμε όλο το βάρος στη λεγόμενη «βαριά μας βιομηχανία» τον τουρισμό οφείλουμε να συνδράμουμε ότι μας απέμεινε στη βιομηχανία μεταποίησης αγροτικών προϊόντων που αποτελεί και τον πυλώνα των εξαγωγών της χώρας.

Αναζητείται λοιπόν επειγόντως εθνική στρατηγική, διαφορετικά χάνουμε και τα τελευταία ερείσματά μας στον κλάδο των εξαγωγών και μετατρεπόμαστε και πάλι σε χώρα εισαγωγέων και η οικονομία αποκτά πάλι τις παθογένειες που μας οδήγησαν στη χρεοκοπία και τα μνημόνια, δηλαδή γίνεται εξόχως μεταπρατική. Γερνάμε λοιπόν ως χώρα, δεν υπάρχουν νέοι με δεξιότητες καθώς έχουν μεταναστεύσει, ενώ εσχάτως εγκαταλείπουν την Ελλάδα ακόμη και οι ανειδίκευτοι αλλοδαποί εργάτες γης, ή οι βιομηχανικοί εργάτες.

Και όλα αυτά ενώ αναμένουμε νέες «καραβιές» προσφύγων κυρίως από Βόρεια Αφρική που απειλείται με υποσιτισμό λόγω των προβλημάτων σιτάρκειας που έχει επιφέρει ο πόλεμος στην Ουκρανία, χωρίς να είμαστε σε θέση να κάνουμε εμείς πρόσκληση εργατών (όπως συνέβη με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες τις προηγούμενες δεκαετίες) για να αμβλύνουμε και τα προβλήματα της πραγματικής οικονομίας, αλλά και της ανεξέλεγκτης ροής μεταναστών.

Γιάννης Κολλάτος