Επαρχία, κραυγαλέες ειδήσεις και η φαντασίωση μιας απλοϊκής ζωής

Του Δημήτρη Γιαννακόπουλου

Αναρωτιόμαστε εάν η επαρχία μάς απασχολεί διαφορετικά, πέρα από συνήθεις ματιές που την ρίχνουμε όταν διαταράσσεται από «ζωηρές» ειδήσεις, ή όταν εμείς καταφεύγουμε με νοσταλγία στο σενάριο μιας απλοϊκής ζωής προσπαθώντας να τη σκηνοθετήσουμε μπροστά μας.

Το ενδιαφέρον για τη μοίρα της επαρχίας φέρεται να υφίσταται μόνο όταν πρόκειται για ένα επεισοδιακό γεγονός με άφθονο υλικό ανάγνωσης, ή όταν φέρνουμε στο μυαλό την εξιδανικευμένη εικόνα της, μακριά από τον αποπροσανατολισμό των αστικών κέντρων. Άλλη αφορμή για να προσεγγίζουμε συχνά τη σημασία της δεν προκύπτει, παρά μόνο να δίνουμε νόημα σε οτιδήποτε επεισοδιακό ταχείας κατανάλωσης ή να οραματιζόμαστε μια φιλήσυχη ζωή με θέα το πράσινο της αυλής.

Μόνο στα δύο αυτά ενδεχόμενα δυναμώνει το ενδιαφέρον μας για την επαρχία. Φυσικά, και όταν επανερχόμαστε ως τοπική κοινωνία στο προσκήνιο για τα έντονα πλημμυρικά φαινόμενα, τις κακοκαιρίες που στην πρώτη ψιχάλα μάς πανικοβάλλουν και αναβιώνουν δυσάρεστες μνήμες -αυτό το παγιωμένο αίσθημα ανασφάλειας. Τότε λοιπόν, που τίτλοι με βαρύγδουπες λέξεις κατακλύζουν την ενημέρωση, όταν βίντεο και φωτογραφίες, αυτό το ατελείωτο θέαμα, μας κρατούν σε εγρήγορση. Και μετά, επανερχόμαστε εκεί όπου ήμασταν. Ή μάλλον αναζητούμε το επόμενο επεισόδιο μιας μακράς, αδυσώπητης επικαιρότητας, που προσφέρει μόνο σασπένς και ελάχιστη βαρύτητα στην αναζήτηση αιτιών και συνεπειών, στο τι διακυβεύεται κάθε φορά που το νερό ακουμπά το πρώτο σκαλοπάτι ενός σπιτιού.

Πέρα από τα καιρικά φαινόμενα που αποτελούν «πληγή» για τη Θεσσαλία, υπάρχουν και οι ειδήσεις που εξάπτουν την περιέργεια. (Ανα)γεννούν τη μυστηριακή αίσθηση γύρω από το μικρόκοσμο της επαρχίας, και με τη συνοδεία θορυβωδών ντοκουμέντων κρατιόμαστε μπροστά στην οθόνη. Στρέφουμε το βλέμμα μας όταν πρόκειται για κάποια εγκληματική πράξη που συνοδεύεται με χαρακτηριστικές φράσεις περί «κλειστής κοινωνίας» ή «κλειστών στομάτων», όταν ανακαλύπτουμε εξίσου έναν οικισμό που δεν συμβαδίζει με το μοντέλο κοινωνίας που ευλαβικά εμείς ακολουθούμε (π.χ. Παλαιοχριστιανοί στην ορεινή Κορινθία).

Εκτός από τις περιπτώσεις γοητείας και περιπέτειας στην επαρχία, κάπου εκεί δίπλα συναντάμε την εύκολη εγκατάλειψή της από εμάς τους ίδιους. Όταν οι προκλήσεις, ο αγώνας ανέλιξης εντός των μεγάλων κέντρων, διαγράφουν αναμνήσεις που κάποτε καλά συντηρούσαμε στους τόπους όπου μεγαλώναμε. Στο αντίκρισμα ενός πιο πλούσιου, πολυποίκιλου πολιτισμού, εύκολα θαρρούμε ότι θα γίνουμε μέρος αυτουνού. Εικάζουμε πως τα όνειρά μας θα γίνουν πραγματικότητα. Έως ότου όμως φθάσουμε στο συμπέρασμα ότι οι απολαύσεις της μεγάλης εικόνας είναι απλώς μια παρανόηση -τουλάχιστον ως ένα βαθμό- που όσο κυλάει ο χρόνος, ο ρεαλισμός την κατατρώει.

Από την άλλη, η εξιδανίκευση της επαρχίας με το απέραντο πράσινο, αποτελεί μια ονειροπόληση όταν επιθυμούμε να αποδράσουμε από τον εξαντλητικό ρυθμό. Αυτό το σενάριο μετατρέπεται σε έναν τρόπο διαφυγής. Μια αφέλεια κρυμμένη πίσω από καθημερινές δοκιμασίες που θέτουμε διαρκώς στον εαυτό μας. Αυτή η ωραιοποίηση που μάς κάνει να φερόμαστε εγωιστικά, καθώς η επαρχία γίνεται ξαφνικά ευεργετική όταν μάς απαλύνει τον πόνο από την όψη των ψηλών κτηρίων. Άραγε πως ανταμείβεται η αξία της επαρχίας όταν το μόνο που κάνουμε είναι να την προσεγγίζουμε τόσο επιδερμικά; Όταν καταφεύγουμε σ’ αυτήν, λαχταρώντας την απλή ζωή έναντι του σημερινού πολύπλοκου βίου μας…

Στην επαρχία λοιπόν, μάθαμε να «μαλώνουμε» μεταξύ μας, να μοχθούμε για τα ζητήματα των κοινοτήτων που πλήττουν τις ζωές μας, για το μέλλον των γεωργών, της κτηνοτροφίας. Θέματα που εκτυλίσσονται δίπλα μας και δε νοείται να μη μας αφορούν. Έχουμε γνωρίσει πλέον την ιδιοσυγκρασία του διπλανού μας, τις αντιφάσεις, τα ενδιαφέροντα, τα άγχη του μας ιδίως μετά τις καταστροφές στο θεσσαλικό κάμπο, και αναζητούμε τη χαμένη μας αξιοπρέπεια και δικαιοσύνη. Ακόμη και αν μάς γοητεύει το βουνό και η ανάγκη για απόδραση στη φύση, η διάσωση της επαρχίας, των αξιών και της κληρονομιάς της, περνάει από τη διείσδυση στα σοβαρά της ζητήματα. Ανιχνεύοντάς τα και επιμένοντας σε αυτά, ακόμη και τότε που κοπάζει ο «χορός» της ενημέρωσης από τα μεγαλοκάναλα και σβήνουν οι προβολείς τους.