Η κεραμική τέχνη βρίσκεται στην υπηρεσία του ανθρώπου εδώ και πολλές χιλιετίες. Με υλικά το χώμα και το νερό, έμπειροι αγγειοπλάστες έπλασαν χρήσιμα και καλαίσθητα αντικείμενα, που τα κατάλοιπά τους, διατηρημένα μέσα στη γη, μαρτυρούν τη διαδοχή των ιστορικών εποχών.
Στον ελληνικό χώρο η παράδοση της αγγειοπλαστικής ανάγεται στην προϊστορία και ακμάζει σε μεγάλο βαθμό κατά την ελληνική αρχαιότητα. Διαφοροποιημένη αργότερα, τη συναντάμε κατά τους βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς αιώνες.
Στη Θεσσαλία τα κέντρα παραγωγής κεραμικών κατά τους νεότερους χρόνους εντοπίζονται κυρίως στις περιοχές Φαναρίου, Τυρνάβου, Τρικάλων, Βόλου, Αγιάς, και Τσαριτσάνης. Τα θεσσαλικά κεραμικά κατασκευάζονται για να καλύψουν κυρίως τις καθημερινές ανάγκες των νοικοκυριών (αποθήκευση, συντήρηση, παρασκευή τροφίμων).
Το Φανάρι Καρδίτσας αποτέλεσε σπουδαίο κέντρο κεραμικής στη Θεσσαλία και ήταν το μοναδικό χωριό του νομού, του οποίου οι κάτοικοι ασχολήθηκαν με την αγγειοπλαστική, την κατασκευή δηλαδή πήλινων αγγείων (τσουκάλια, στάμνες, λαήνια, κανάτια, πιθάρια, λίμπες) σε διάφορα μεγέθη και σχήματα).
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο στους Φαναριώτες δόθηκε το προσωνύμιο «Τσου- καλάδες». Τα αγγεία (τσουκάλια) των Φαναριωτών τσουκαλάδων ήταν τόσο φημισμένα και περιζήτητα, που η διακίνησή τους έφτανε μέχρι τη Μακεδονία, τη Θράκη και την περιοχή της Αττικοβοιωτίας.
Η ιστορία της αγγειοπλαστικής στο Φανάρι χάνεται στα βάθη των αιώνων. Ωστόσο, δεν υπάρχουν επιβεβαιωμένες ιστορικές πηγές που να αποδεικνύουν πώς ξεκίνησε η τέχνη ή ποιος την έφερε στην περιοχή. Ακόμα και σήμερα εντοπίζονται παντού στο Φανάρι θραύσματα και κομμάτια πήλινων αγγείων, τα οποία χρονολογούνται στα βυζαντινά και οθωμανικά χρόνια, καθώς και στη νεότερη εποχή.
Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, οι Τούρκοι παραχωρούσαν προνόμια στους τσουκαλά- δες και τους παρότρυναν να ασχολούνται όλο και περισσότερο με την τέχνη τους. Σύμφωνα με αφηγήσεις ηλικιωμένων των περασμένων δεκαετιών, οι τσουκαλάδες την εποχή εκείνη κατασκεύαζαν σωλήνες, κεραμίδια και τούβλα που ήταν μοναδικά.
Η αγγειοπλαστική στο Φανάρι επιβίωσε για αιώνες, επειδή το κόστος για την προμήθεια της πρώτης ύλης (χώμα, νερό) ήταν μηδαμινό. Το εργατικό κόστος, επίσης, ήταν ελάχιστο, αφού στηριζόταν στην προσωπική εργασία του αγγειοπλάστη και της οικογένειάς του.
Η αγγειοπλαστική ήταν κοπιαστική και απαιτητική τέχνη. Για να μεταμορφωθεί το χώμα σε πηλό κατάλληλο για πλάσιμο, έπρεπε να ζυμωθεί με πόδια και χέρια. Η κατασκευή αγγείων στον ποδοκίνητο τροχό απαιτούσε μεγάλη φυσική δύναμη, αντοχή, σταθερό χέρι, υπομονή, εμπειρία και προπαντός μεράκι που εκφραζόταν μέσα από τη δημιουργία.
Η διακόσμηση (πλούμισμα), το ψήσιμο (καμίνιασμα) και το επίχρισμα των κεραμικών ήταν, επίσης, σημαντικές εργασίες που συνέβαλαν στην κατασκευή ποιοτικών αγγείων. Η φαναριώτικη τεχνική στην κατασκευή και διακόσμηση των αγγείων ήταν μοναδική. Οι τεχνικές γνώσεις περνούσαν προφορικά και πολλές φορές με μυστικότητα στους μαθη- τευόμενους και μελλοντικούς συνεχιστές της τέχνης.
Την πρώτη ύλη, δηλαδή το χώμα για την κατασκευή των αγγείων, οι αγγειοπλάστες του Φαναρίου το προμηθεύονταν από τους γύρω λόφους (Τσιτσιόρλο, Γκορτζιά, Εβραίικα μνήματα κ. ά.).
Το χώμα αυτό είχε χρώμα καστανο- κόκκινο και, ανάλογα με την περιοχή από την οποία προερχόταν, προοριζόταν για συγκεκριμένη χρήση. Η κατασκευή ορισμένων αγγείων, όπως τα πιθάρια, απαιτούσε ανάμιξη χώματος από διαφορετικές περιοχές. Το εργαστήριο του αγγειοπλάστη δεν αποτελούσε ξεχωριστό χώρο. Βρισκόταν στο κατώγι του σπιτιού και αποτελούνταν από τον τροχό, την κάσα που έβαζε το χώμα για να γίνει λάσπη και τον πάγκο που ζύμωνε το χώμα.
Η διαδικασία της κατασκευής των αγγείων άρχιζε με το ζύμωμα του πηλού. Ο πηλός έπρεπε να είναι δουλεμένος και απόλυτα καθαρός από ξένα υλικά. Οτιδήποτε παρεμπόδιζε το πλάσιμο του πηλού, αφαιρούνταν από τον αγγειοπλάστη.
Τα τσουκάλια κατασκευάζονταν στον ποδοκίνητο τροχό, καθώς την εποχή εκείνη δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα στο χωριό. Ο ποδοκίνητος τροχός ήταν δύσκολος, δε γύριζε εύκολα, και οι αγγειοπλάστες έβαζαν στα σημεία τριβής ζωικό λίπος από γουρούνια (λίπα).
Αργότερα, τα σημεία τριβής αντικαταστάθηκαν με ρουλεμάν και ο τροχός γύριζε με μεγαλύ- τερη ευκολία. Μετά την κατασκευή των αγγείων και το αρχικό τους στέγνωμα στον ήλιο, ακολουθούσε το επόμενο κομμάτι της διαδικασίας, που ήταν η διακόσμηση. Το πλούμισμα (στόλισμα) των αγγείων γινόταν πριν από το ψήσιμο και απαιτούσε μεράκι, φαντασία και υπομονή.
Το χρώμα που χρησιμοποιούσαν οι αγγειοπλάστες για τη διακόσμηση των κεραμικών ήταν το λευκό, ο λεγόμενος μπαντανάς, με τον οποίο δημιουργούσαν πλούσιες συνθέσεις με φυτικά θέματα και γραμμικά μοτίβα. Το λευκό αυτό χώμα προερχόταν από ασβεστούχα πετρώματα της περιοχής.
Οι αγγειοπλάστες, αφού συγκέντρωναν ορισμένη ποσότητα πετρώματος, το στούμπιζαν, το κοσκίνιζαν, ώστε να γίνει πολύ λεπτή σκόνη και, στη συνέχεια, με την προσθήκη νερού, το μετέτρεπαν σε χυλό, κατάλληλο για τη διακόσμηση των αγγείων. Ακολουθούσε το ψήσιμο των αγγείων σε καμίνια, τα οποία κατασκεύαζαν ειδικοί τεχνίτες.
Τα καμίνια είχαν κυλινδρικό σχήμα, εξωτερικά ήταν πετρόχτιστα και το εσωτερικό τους ήταν παλαμισμένο (σοβατισμένο) με χώμα όμοιο με αυτό των τσουκαλιών. Όλα τα καμίνια είχαν παρόμοια αρχιτεκτονική και αποτελούνταν από δύο θαλάμους, οι οποίοι χωρίζονταν μεταξύ τους από ένα τρυπητό δάπεδο για να διαπερνά με ευκολία η θερμοκρασία από τον κάτω προς πάνω θάλαμο.
Την καύσιμη ύλη για τα καμίνια οι αγγειοπλάστες την προμηθεύονταν από τη γύρω πε- ριοχή. Αποτελούνταν από πευκοβελόνες, σπερδούκλια, καπνόριζες, αγκάθια και διάφορα κλαδιά.
Το ψήσιμο διαρκούσε αρκετές ώρες και σε θερμοκρασία που έφτανε τους 400 ºC. Το ξεκαμίνιασμα (η εξαγωγή των αγγείων από το καμίνι) γινόταν αργά, ώστε να μην υπάρχουν φθορές, και, πριν ακόμα αυτά κρυώσουν, ακολουθούσε το επίχρισμα (για ορισμένα είδη αγγείων) που συνέβαλε στη στεγανότητά τους.
Το παραδοσιακό επάγγελμα του αγγειοπλάστη στο Φανάρι βρισκόταν σε ιδιαίτερη ακμή για αιώνες. Προπολεμικά, μάλιστα, υπήρχαν περί τις 80 οικογένειες που επιδίδονταν στην τέχνη της αγγειοπλαστικής.
Η παρακμή της αγγειοπλαστικής τέχνης άρχισε από τη δεκαετία του ’60, όταν εμφανίστηκαν αντικείμενα μαζικής παραγωγής στον οικιακό εξοπλισμό, κατασκευασμένα από καινούρια υλικά, όπως το αλουμίνιο, το γυαλί, ο ανοξείδωτος χάλυβας και αργότερα το ελαφρύ και φτηνό πλαστικό.
Τα δίκτυα ύδρευσης, επίσης, έφεραν το νερό μέσα στα σπίτια, αντικαθιστώντας τις στάμνες. Για όλους αυτούς τους λόγους, η τέχνη του τσουκαλά άρχισε να παρακμάζει και δε μεταδόθηκε στους νεότερους.
Κάποιοι από τους παλιούς αγγειοπλάστες εξακολουθούν να ζουν σήμερα στο χωριό, αλλά η προχωρημένη ηλικία τους και το γεγονός ότι η τέχνη αυτή έχει εγκαταλειφθεί από πολλά χρόνια, έχει ως αποτέλεσμα το επάγγελμα του αγγειοπλάστη να αφανισθεί σχεδόν ολοκληρωτικά. Ας ελπίσουμε ότι οι τοπικές αρχές και η πολιτεία θα μεριμνήσουν, ώστε να μην ξεχαστεί τελείως η μακραίωνη παράδοση της αγγειοπλαστικής στο Φανάρι.
Γράφει ο Σεραφείμ Μυλωνάς – φιλόλογος