Η Ελλάδα μέσω του σχεδίου Ανάκαμψης αναζητεί να ανέβει στο τρένο της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης, όταν δεν έχει καν προσεγγίσει την αποβάθρα για την 3η … Η δεύτερη συντελέστηκε στη δεκαετία του ’50 με επιτυχία, παρά το γεγονός ότι η χώρα «έβγαινε από τις στάχτες» του Β Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφύλιου.
Ένα φιλόδοξο και ρεαλιστικό σχέδιο αναπτύχθηκε τη δεκαετία του ’50, όταν προχώρησε ο εξηλεκτρισμός της χώρας και από πλευράς ΔΕΗ έγιναν τα μεγάλα υδροηλεκτρικά έργα, που έδωσαν αφενός μεν φθηνή ενέργεια στο σύστημα, εξισορρόπησαν με τα φορτία αιχμής την παραγωγή από τα λιγνιτικά θερμοηλεκτρικά εργοστάσια και κυρίως έδωσαν, όπου κατασκευάστηκαν, φθηνό νερό για άρδευση στους αγρότες που κι αυτοί με τη σειρά τους πέρα από τους βιομήχανους συνετέλεσαν στο μικρό οικονομικό θαύμα της χώρας, στις δεκαετίες του ’60 και του ’70.
Αυτή η πορεία ανακόπηκε από την πρώτη μεγάλη πετρελαϊκή κρίση στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Τώρα η χώρα και όλη η Ευρώπη βιώνει μία νέα ενεργειακή κρίση, η οποία απειλεί όχι μόνο με ενεργειακή φτώχεια, αλλά και με φρενάρισμα την πορεία ανάκαμψης της οικονομίας μετά τη δεκαετή λιτότητα των μνημονίων, αφού καθιστά μη ανταγωνιστικές τις εξαγωγικές μας επιχειρήσεις που εδράζονται κυρίως στον κλάδο των τροφίμων.
Για τη Θεσσαλία στα τέλη της δεκαετίας του ’50 , ολοκληρώθηκε το μοναδικό μεγάλο υδροηλεκτρικόαρδευτικό έργο, το φράγμα Ταυρωπού που οραματίστηκε ο Πλαστήρας και ολοκλήρωσε ο Καραμανλής. Χωρίς αυτό είναι περιττό να λεχθεί ότι δεν θα είχαμε τη Θεσσαλία με αυτή τη δυναμική που απέκτησε τα τελευταία 60 χρόνια. Από μόνο του όμως αυτό το έργο δεν είναι αρκετό να υπηρετήσει περιφερειακούς και εθνικούς στόχους για την διατηρησιμότητα της οικονομικής ανάπτυξης. Στη δεκαετία του ’90 προστέθηκε και το μεσαίας κλίμακας φράγμα του Σμοκόβου και πλέον αναζητείται ένα σχέδιο που θα ικανοποιεί και τις σύγχρονες επιταγές για την αντιπλημμυρική θωράκιση του κάμπου και την παραγωγή φθηνής «πράσινης» ενέργειας που είναι το ζητούμενο των τελευταίων μηνών, καθώς οι λογαριασμοί ρεύματος «καίνε» νοικοκυριά, επιχειρήσεις και αγρότες.
Το σχεδόν ολοκληρωμένο φράγμα της Μεσοχώρας, έχει κατασκευαστεί από το 2001 και ενώ απομένουν κάποιες απαλλοτριώσεις στους κατοίκους του κατακλυζόμενου οικισμού του χωριού, δεν έχει ακόμη λειτουργήσει αποστερώντας μέχρι πρότινος ετησίως 30 εκατομμύρια ευρώ που θα εξοικονομούνταν από την παραγωγή ενέργειας, πλέον 80 εκατομμύρια ευρώ ετησίως με τις σημερινές τιμές της γιγαβατώρας. Συνολικά η ΔΕΗ και η εθνική οικονομία έχουν χάσει πάνω από 600 εκατομμύρια ευρώ από τη μη λειτουργία του τα τελευταία 20 χρόνια, ενώ έχουν δαπανηθεί και περίπου 400 εκατομμύρια ευρώ με σημερινές τιμές για την κατασκευή του.
Σύνολο ζημίας πάνω από 1 δις ευρώ, εξαιτίας της αδράνειας του πολιτικού μας συστήματος να φέρει εις πέρας ένα εθνικό στόχο, την αποδέσμευση της χώρας από το εισαγόμενο φυσικό αέριο, είτε από τη Ρωσία και το Αζερμπαϊτζάν, είτε εσχάτως από το υγροποιημένο LNG που θα φτάνει με καράβια από τις ΗΠΑ στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης.
Κάτι ανάλογο ισχύει και με το φράγμα της Συκιάς, που είναι της ιδίας δυναμικής με αυτό της Μεσοχώρας αλλά και το κυρίως έργο που θα μεταφέρει την περίσσεια των χειμερινών νερών του Αχελώου -αυτών που πλημμυρίζουν το χειμώνα τον κάμπο της Αιτωλοακαρνανίας και στη συνέχεια χύνονται στη θάλασσα-στο θεσσαλικό κάμπο, προκειμένου να μπορούν να ποτίζουν οι αγρότες τις καλλιέργειές τους.
Να σημειώσουμε ότι στα μέσα της δεκαετίας του ’50, ‘όταν οι κάτοικοι των ορεινών χωριών του οροπεδίου της Νεβρόπολης όπου στη συνέχεια σχηματίστηκε η λίμνη Πλαστήρα, αντιδρούσαν για την κατασκευή του έργου και το ποσό των απαλλοτριώσεων, ο αείμνηστος τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής τους είχε επισκεφθεί με ελικόπτερο και έκοψε άπαξ το «γόρδιο δεσμό» με αποφασιστικότητα, προσφέροντας γενναίες για την εποχή αποζημιώσεις, θεωρώντας ότι η ωφέλεια από την ταχύτερη εκτέλεση του έργου θα ήταν πολλαπλάσια.
Προφανώς κάτι ανάλογο ισχύει και με τους κατοίκους της Μεσοχώρας, ενώ να θυμίσουμε πως και την περίοδο κατασκευής του φράγματος Σμοκόβου είχαν υπάρξει αντιδράσεις από τους κατοίκους της Κτημένης και της Λουτροπηγής, οι οποίες κάμφθηκαν όταν ορίστηκαν αποζημιώσεις μεγαλύτερες από τις τρέχουσες τιμές της εφορίας…
Συμπερασματικά απαιτείται πολιτική βούληση και νέα εθνική στόχευση, ώστε η χώρα πέρα από την είσοδό της στην τέταρτη βιομηχανική επανάσταση της πληροφορίας, της γνώσης και της τεχνολογίας, να φροντίσει και για την ενεργειακή και διατροφική της αυτάρκεια, που ήταν τα ζητούμενα της δεύτερης και της τρίτης και πλέον προβάλλουν μετά την πανδημία ως νέα δεδομένα στην παγκόσμια σφαίρα.
Απαιτείται ένα νέο ΕΣΕΚ (εθνικό σχέδιο για την ενέργεια και το Κλίμα) που θα διορθώνει τις αστοχίες των δύο προηγούμενων του Σταθάκη και του Χατζηδάκη και θα βάζει στο παιχνίδι της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας τα υδροηλεκτρικά για τα οποία υπάρχει μόλις 35% αξιοποίηση, αντί του εισαγόμενου πανάκριβου πλέον και για τα επόμενα τουλάχιστο δύο-τρία χρόνια σύμφωνα με έκθεση της Κομισιόν, φυσικού αερίου.
Ένα τέτοιο σχέδιο θα θέτει ως προτεραιότητα την ολοκλήρωση ή την κατασκευή σημαντικών έργων πολλαπλής σκοπιμότητας για τη Θεσσαλία, όπως τα δύο φράγματα κατά μήκος του Αχελώου (Μεσοχώρας και Συκιάς), τα φράγματα Μουζακίου και Σκοπιάς Φαρσάλων και το υδροηλεκτρικό στο Πευκόφυτο.
Αυτά τα έργα θα δώσουν απαντήσεις και για την καταπολέμηση της ενεργειακής φτώχειας, ώστε η ελληνική κοινωνία να μην επιστρέψει στα προ της δεκαετίας του ‘50 δεδομένα και η εθνική και τοπική οικονομία να αναπτυχθούν…
Διαφορετικά επιτρέφουμε ολοταχώς στη δεκαετία των πολέμων, των εμφυλίων και του εθνικού μίσους.
Γιάννης Κολλάτος