Η «ύποπτη» μουσική του Twin Peaks

Του Δημήτρη Γιαννακόπουλου

Πίσω στο έτος 2017 επηρεασμένοι από την τελευταία σεζόν του Twin Peaks, που επανήλθε από τα βάθη της δεκαετίας του 90′ με το τρίτο αινιγματικό σκέλος της ιστορίας της Laura Palmer, επανερχόμαστε μετά το χαμό του εμβληματικού David Lynch στο μοναδικό ύποπτο κόσμο του, αυτή τη φορά για χάρη των μουσικών του επιλογών.

Μεγάλα σημεία του παρόντος άρθρου είχαν δημοσιευθεί το 2018 στο περιοδικό «Maxmag», όμως η απώλεια του ανθρώπου που διείσδυσε επιδραστικά στην τέχνη του σουρεαλισμού, μάς πηγαίνει ξανά πίσω στο μουσικό «ντύσιμο» του Twin Peaks και μάς φέρνει απέναντι σε μια νέα, πιο ώριμη εξερεύνησή του.

Καλωσήρθατε λοιπόν, (ξανά για πολλοστή φορά) στον ύποπτο κόσμο του Twin Peaks. Σε μία απόμακρη, επαρχιακή πόλη της Αμερικής, περικυκλωμένη από πανύψηλα βουνά και απέραντο, πυκνό δάσος. Ερχόμαστε πάλι πίσω για να εξερευνήσουμε τη μουσική που ενίσχυσε ακόμη πιο πολύ τη μυστηριακή ατμόσφαιρα και το «άνοιγμα» των ονείρων (ή των εφιαλτών) του David Lynch που συστήνονταν μπροστά στην οθόνη μας.

Το Twin Peaks, πέρα το ότι εισήγαγε το σεναριακό στοιχείο του μυστηρίου, ως μετέπειτα επιρροή για τις σειρές Lost, X- Files, True Detective, The Sopranos κ.α., ξεχώριζε στη μουσική επένδυση που ήταν εναρμονισμένη με την εικαστική σκηνοθετική ματιά του Lynch. Από το soundtrack στην εισαγωγή κάθε επεισοδίου, έως τα τραγούδια από τις μουσικές μπάντες που έπαιζαν επί σκηνής στο μπαρ – στέκι της πόλης, στο «Roadhouse Bang Bang Bar», λίγο πριν τον επίλογο κάθε σύντομης ιστορίας.

Ας ανατρέξουμε στα χαρακτηριστικά soundtracks της σειράς που παρατείνουν το αίσθημα του φόβου, το άλυτο μυστήριο, αλλά και τα μυστικά που παραμονεύουν ανάμεσά μας όσο κυλά η πλοκή γύρω από τη δολοφονία της νεαρής Laura Palmer. Ο Ντέιβιντ Λιντς φρόντισε ο ίδιος για τη μουσική που θα συνόδευε την ιστορία όσο θα εκτυλίσσεται στη μικρή οθόνη. Συνέβαλε ακόμη και στη σύνθεση κάποιων τραγουδιών, στη μελωδία τους, που ακούσαμε για πρώτη φορά στο Twin Peaks, καθώς εκτός από κινηματογραφιστής ήταν εξίσου μουσικός και εικαστικός.

Το ομιχλώδες τοπίο στα δάση, οι αιφνιδιαστικοί και τρομακτικοί ήχοι διατηρούν το σκοτεινό ύφος της πλοκής, το ασαφές και απροσάρμοστο σενάριο που δε στοχεύουν σε ξεκάθαρες, τελικές απαντήσεις στα ερωτήματα των τηλεθεατών. Στη σύνθεση των μελωδιών είναι πολύτιμη η συνεισφορά του Angelo Badalamenti. Τραγούδια όπως το Fire walk with me, Voice of Love, Falling, Accident στοιχειοθετούν ένα απόκοσμο σκηνικό, γεννώντας το αίσθημα της απειλής, του ανατρεπτικού ανά πάσα στιγμή.

Οι νέοι, η δράση και οι επιλογές τους στην επίλυση της τραγικής δολοφονίας, αποτελούν κυρίαρχο στοιχείο της σειράς, γι’ αυτό οι χαρακτήρες ως κύριοι πρωταγωνιστές αποδίδονται με τα ανάλογα τραγούδια. Κορυφαία από αυτά είναι το Just you, Audrey’s Dance, Dance of the Dream Man, Into the Night, που κρύβουν τη γοητεία, τη νεανικότητα της εποχής του 90′, ενώ το είδος jazz διακρίνεται κυρίως στα κομμάτια.

Η αισθητική του μπλε και κόκκινου χρώματος στο Bang Bang Bar

Ένα μεμονωμένο υποκεφάλαιο σχεδόν σε κάθε τέλος επεισοδίου της σειράς, λαμβάνει χώρα στην καλλιτεχνική σκηνή του ιστορικό Roadhouse Bang Bang Bar. Το στέκι όπου έβρισκαν καταφύγιο οι σκέψεις τόσο των καλών χαρακτήρων της σειράς, όσο κι εκείνων που μέχρι τέλους ψέλλιζαν μια υπόνοια γύρω από τη δολοφονία που σημάδεψε μια μικρή, κλειστή κοινωνία. Η μουσική του Twin Peaks διαθέτει το δικό της «σπίτι».

Στο Bang bang bar γνώριζε κανείς τα μουσικά κομμάτια της σειράς, με τη σκηνή του μαγαζιού να φέρνει έντονα στο νου την ταινία Blue Velvet, καθώς η αντίθεση μεταξύ κόκκινου και μπλε χρώματος ακολουθούν τους φανταστικούς κόσμους του David Lynch. Μερικά ενδεικτικά είναι το Shadow από τους Chromatics, το American Dream του Muddy Magnolias, το Trouble των Snake Eyes, το A Violent yet Flammable World κ.λ.π. Ανήκουν μάλιστα στο πειραματικό ή ηλεκτρονικό ροκ.

Η κραυγή της Laura Palmer

Εν κατακλείδι όπως είχε πει ο David Lynch δημοσίως, αναφερθείς στο σκοτάδι ως κύριο γνώρισμα της φιλμογραφίας του, «είμαστε όλοι διαφορετικοί στην επιφάνεια, και ένας στον πυρήνα, ενότητα». Σημείωσε ότι πρέπει ο θεατής να βιώσει ως εμπειρία πως υποφέρει κάποιος, και όχι απλά να το δει, ότι υποφέρει ή πεθαίνει. «Δεν πρέπει να πεθάνεις για να κάνεις μια σκηνή θανάτου. Απλά πρέπει να το καταλάβεις με τον δικό σου τρόπο, αλλά η κατανόηση είναι το θέμα. Κατανοήστε αυτό το βάσανο, αυτόν τον θυμό, αυτόν τον χαρακτήρα», είπε δίνοντας μια εξήγηση για το σκοτάδι που τον είχε γοητεύσει.