Να δώσει ένα τέλος στην νοσηρή κατάσταση που επικρατεί στη Θεσσαλία εξαιτίας της χρόνιας στασιμότητα στην εφαρμογή πολιτικών διαχείρισης των υδάτων και στην παραγωγή εξοικονόμησης – ταμίευσης του νερού, με κορυφαία τα εγκαταλελειμμένα του Αχελώου, ζητούν από την κυβέρνηση και το πολιτικό σύστημα με ανακοίνωσή τους 66 εκπρόσωποι του ακαδημαϊκού χώρου, της διανόησης, της πολιτικής, της αυτοδιοίκησης και άλλων κοινωνικών και επιστημονικών οργανώσεων.
Πρόκειται για μια πρωτοβουλία την οποία στηρίζουν πρόσωπα από διαφορετικούς επαγγελματικούς και πολιτικούς χώρους, οι οποίοι αντιλαμβάνονται τους μεγάλους κινδύνους που συνεπάγεται το περιορισμένο ενδιαφέρον και η αναβλητικότητα όλων των κυβερνήσεων στα ζητήματα του υδατικού τομέα. Απαιτούν από το πολιτικό σύστημα να λάβει πλέον οριστικές αποφάσεις για τους όρους με τους οποίους θα πορευτεί η Θεσσαλία.
Απόσπασμα από το κείμενο των 66 εκπροσώπων
Στο κείμενο που υπογράφουν αναφέρουν μεταξύ άλλων: «Α. Όσοι υπογράφουν την παρακάτω ανακοίνωση διακατέχονται από ειλικρινή αγωνία για την ανασυγκρότηση της Θεσσαλίας μετά τις δραματικές καταστροφές του Σεπτεμβρίου, αλλά και από έντονη ανησυχία σχετικά με την θωράκιση της Θεσσαλίας απέναντι στην κλιματική κρίση και την απειλή ακραίων φαινομένων είτε αυτά αφορούν στις έντονες πλημμύρες είτε στην παρατεταμένη ξηρασία.
Παραμένουμε επίσης προβληματισμένοι σχετικά με την διαμόρφωση μιας βιώσιμης μελλοντικής πορείας στην περιοχή και ειδικά σε ό,τι αφορά στον πρωτογενή τομέα της γεωργίας, στην επισιτιστική ασφάλεια, στην διαχείριση των υδάτινων πόρων, στην εντεινόμενη διάβρωση εδαφών και στην απειλή της ερημοποίησης, στην ανάκτηση και προστασία της βιοποικιλότητας, στην σοβαρή υποβάθμιση των υδάτινων οικοσυστημάτων.
Την περίοδο αυτή έκλεισε προσωρινά ένας κύκλος διαβούλευσης και έντονου προβληματισμού σχετικά με κάποια από τα παραπάνω ζητήματα με την εκπόνηση και την διαβούλευση επί της 2ης αναθεώρησης Σχεδίου Διαχείρισης Υδάτων Λεκανών Απορροής Ποταμών (ΣΔΛΑΠ) και εν μέρει του Σχεδίου Διαχείρισης Κινδύνου Πλημμύρας (ΣΔΚΠ). Αναπτύχθηκε διάλογος, όπου διαπιστώθηκε ότι πολλά και σημαντικά ζητήματα στη Θεσσαλίας συνεχίζουν να βρίσκονται σε εκκρεμότητα, ουσιαστικά να «σέρνονται» επί αρκετά χρόνια χωρίς να λαμβάνονται αποφάσεις και να υλοποιούνται οι αναγκαίες πολιτικές και τα αντίστοιχα έργα.
Β. Η γεωργία και κτηνοτροφία αποτελούν βασικούς παράγοντες για την οικονομία στην Θεσσαλία και ταυτόχρονα επηρεάζουν όλες σχεδόν τις παραμέτρους που καθορίζουν μια βιώσιμη πορεία της κοινωνίας για το μέλλον. Δυστυχώς όμως απουσιάζει μια ολοκληρωμένη εθνική πολιτική για τον αγροτοδιατροφικό τομέα προσαρμοσμένη στις συνθήκες της κλιματικής κρίσης.
Στην παρούσα φάση η συζήτηση για την ανθεκτικότητα και την βιωσιμότητα αυτού του τομέα αποκτά κρίσιμη σημασία, με δεδομένη και την περιορισμένη έως σήμερα εφαρμογή των μέτρων και των κατευθύνσεων που προβλέπονται στα εγκεκριμένα ΣΔΛΑΠ (πρόγραμμα εξοικονόμησης νερού, επαρκή και σύγχρονα συστήματα μεταφοράς και διανομής νερού με κλειστούς αγωγούς, νέα σύγχρονα αρδευτικά δίκτυα, αξιοποίηση νέων τεχνολογιών στην γεωργία-κτηνοτροφία, βιώσιμη αξιοποίηση υπόγειου υδάτινου δυναμικού, ταμίευση υδάτων κλπ.). Δυστυχώς συνεχίζεται η ανορθολογική κάλυψη των αναγκών νερού για αρδευόμενες καλλιέργειες χωρίς σεβασμό στα δικαιώματα της φύσης, με υπεραντλήσεις νερού που παραβιάζουν τα οικολογικά όρια των υπόγειων (κυρίως) υδροφορέων, οδηγώντας στην διαρκή υποβάθμιση των οικοσυστημάτων.
Όλα αυτά έχουν σαν αποτέλεσμα, ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα, να επανέρχεται η συζήτηση σχετικά με το είδος καλλιεργειών, με επίκεντρο τις «υδροβόρες καλλιέργειες» καθώς και την έκταση των αρδευόμενων εκτάσεων στο θεσσαλικό κάμπο. Και τα διλήμματα πληθαίνουν δεδομένου ότι μια πιθανή άμεση μείωση των αρδευόμενων καλλιεργειών υπέρ των ξηρικών θα επιφέρει ταυτόχρονη σημαντική μείωση του αγροτικού εισοδήματος, κάτι που σήμερα, από κοινού με την ασφάλεια, αποτελεί καθοριστικό στοιχείο για την παραμονή αυτών των ανθρώπων στον τόπο τους και για την συνέχιση του αγροτικού επαγγέλματος.
Ομοίως, εκφράζονται βάσιμες ανησυχίες μήπως τέτοιες επιλογές θα έχουν αρνητικές επιπτώσεις και στον συνδεόμενο με την γεωργία-κτηνοτροφία δευτερογενή τομέα (βιομηχανίες μεταποίησης, υπηρεσίες, εμπόριο κλπ.). Ήδη το ισχύον από το 2017 εγκεκριμένο ΣΔΛΑΠ καθώς και η υπό διαβούλευση 2ηαναθεώρηση του προβλέπουν την διατήρηση του εύρους των αρδευόμενων καλλιεργειών στα σημερινά επίπεδα (2,5 εκατομμύρια στρ.), προτείνοντας παράλληλα μέτρα, δράσεις και έργα που με βιώσιμο τρόπο θα υποστηρίξουν αυτή την επιλογή. Στην πράξη όμως διαχρονικά οι κυβερνήσεις, με την μη εφαρμογή των μέτρων αυτών και την μη υλοποίηση των προτεινόμενων υδατικών έργων, συντηρούν την άναρχη κατάσταση που προαναφέραμε και την καταστροφική για τα οικοσυστήματα συνεχή παραγωγή υδατικών ελλειμμάτων από μόνιμα υδατικά αποθέματα, με αποκορύφωμα το τερατώδες συσσωρευμένο υδατικό έλλειμμα των περίπου 3 δισεκατομμυρίων κ. μ. νερού !
Στο ΣΔΛΑΠ περιλαμβάνονται συμβατικά τεχνικά έργα διαχείρισης υδάτων, όπως έργα ταμίευσης νερού (τεχνητές «λίμνες») μέσω κατασκευής φραγμάτων, προς εξυπηρέτηση πολλαπλών αναγκών (ύδρευση, άρδευση, βιομηχανία, οικολογικοί σκοποί κλπ.). Κάποια από αυτά μάλιστα λειτουργούν και ως αντιπλημμυρικές υποδομές που αναμένεται να συμβάλλουν στην εξασθένιση πλημμυρών και στον περιορισμό των συνεπειών τους, ενώ σε άλλους ταμιευτήρες η κατασκευή τους συνδυάζεται και με την παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας. Συγκεκριμένα στο ΣΔΛΑΠ περιέχεται η υλοποίηση έργων περιφερειακά του κάμπου εντός της ΛΑΠ Πηνειού, όπως Μουζάκι, Πύλη, Ενιπέας (Σκοπιά Φαρσάλων), Ελασσόνα, Νεοχώρι και άλλα μικρότερα. Όμως, παρά τις επανειλημμένες εγκρίσεις Σχεδίων που περιλαμβάνουν τα παραπάνω έργα, έως σήμερα δεν έχει εκπονηθεί ένα πλάνο εφαρμογής (masterplan), ούτε έχει καθοριστεί κάποιο χρονοδιάγραμμα υλοποίησης τους, με αποτέλεσμα να απομακρύνεται συνεχώς ο χρόνος κατασκευής τους.