Μαύρες μνήμες ξυπνούν για τους κατοίκους της Μεταμόρφωσης και του Βλοχού, δύο κοινοτήτων που βυθίστηκαν στα λασπόνερα της φονικής πλημμύρας του «Ντάνιελ».
Οι ημερομηνίες 6 και 7 Σεπτεμβρίου 2023 θα μείνουν χαραγμένες για πάντα στη μνήμη των ανθρώπων της περιοχής, όπως επίσης στην τοπική ιστορία ως μία από τις μελανότερες σελίδες της. Δύο χρόνια μετά, πολλά σπίτια παραμένουν διαλειμμένα μέσα στις λάσπες, γειτονιές εγκαταλελειμμένες. Κάποιοι κάτοικοι επέστρεψαν στα χωριά, άλλοι με τη θέλησή τους, άλλοι αναγκαστικά, προσπαθώντας με επισκευές να ξαναστήσουν ως ένα βαθμό τα σπίτια τους και σηκωθούν στα πόδια τους.
Toυ Κώστα Παλαιού
Όμως ο φόβος και η ανασφάλεια κυριαρχούν. Κάθε φορά που συννεφιάζει, η ανησυχία επιστρέφει… Ο φακός του «Νέου Αγώνα» βρέθηκε ξανά σε Μεταμόρφωση και Βλοχό, λίγο πριν τη συμπλήρωση δύο ετών από την καταστροφή, για να αποτυπώσει την κατάσταση και να ακούσει τους ανθρώπους που ζουν με τον φόβο και την αβεβαιότητα. «Έρχεται φθινόπωρο. Τι θα γίνει αν έχουμε νέο καιρικό φαινόμενο; Τα αναχώματα δεν έχουν αποκατασταθεί», λένε κάτοικοι μιλώντας στην εφημερίδα.
• Μετεγκατάσταση, ενοίκια, αναχώματα οι εκκρεμότητες που «καίνε» τους κατοίκους
• Ο φακός του «Νέου Αγώνα» στις δύο κοινότητες που βυθίστηκαν κάτω από τα λασπόνερα πριν δύο χρόνια από τον «Ντάνιελ»
Το ψυχολογικό τραύμα είναι βαθύ και μόνιμο, είναι η «αθέατη» επίπτωση της πλημμύρας. Στη Μεταμόρφωση, περισσότεροι από 25 κάτοικοι έφυγαν από τη ζωή την τελευταία διετία, κάτω από το ασήκωτο ψυχολογικό βάρος της κατάστασης και του ξεριζωμού. Μεταμόρφωση
Οι κάτοικοι της Μεταμόρφωσης θέτουν δύο αιτήματα ως ύψιστη προτεραιότητα:
-Να προχωρήσει με ταχείς ρυθμούς η μετεγκατάσταση.
-Να στηρίξει η Πολιτεία γενναία και χωρίς γραφειοκρατικές αγκυλώσεις την καθημερινότητά τους, τόσο με την επιδότηση ενοικίου (και τη συνέχισή της έως την ολοκλήρωση της μετεγκατάστασης) όσο και με τις αποκαταστάσεις στα σπίτια τους.
Δύο χρόνια μετά τον «Ντάνιελ» οι πληγές παραμένουν ανοιχτές στη Μεταμόρφωση. Σε πολλά σπίτια ο χρόνος «πάγωσε» το βράδυ της πλημμύρας. Κόσμος γύρισε αναγκαστικά, κυρίως λόγω των καλλιεργειών.
Η κ. Βάνα Ντάντου και ο κ. Απόστολος Τσιούκας μιλούν για τις προσπάθειες που κάνουν οι κάτοικοι να σταθούν ξανά στα πόδια τους και τις εφιαλτικές μνήμες που ξυπνούν τις ημέρες αυτές.
Η κ. Βάνα Ντάντου, την οποία είχαμε συναντήσει και πέρυσι τέτοιες ημέρες, δηλώνει:
«Κάναμε κάποιες εργασίες μόνο σε ένα μέρος του σπιτιού, απλώς για να μπορούμε να μένουμε το καλοκαίρι, την περίοδο των αγροτικών εργασιών. Τα ποσά που δόθηκαν για τις επισκευές δεν επαρκούν, ενώ υπάρχουν οικογένειες που δεν έχουν λάβει ακόμη τίποτα λόγω προβλημάτων με την επικαρπία.
Υπάρχουν μεγάλες εκκρεμότητες με την επιδότηση ενοικίου». Στέκεται στο ψυχολογικό κομμάτι υπογραμμίζοντας: «Δύο χρόνια έχω να κοιμηθώ. Απελπίζομαι. Οι αναμνήσεις έχουν τελειώσει. Πάνω από 20-25 συγχωριανοί έφυγαν από τη ζωή γιατί δεν άντεξαν την ψυχολογική πίεση και τον ξεριζωμό».
Ο κ. Γιώργος Κοντογιάννης, τον οποίο συναντήσαμε έξω από το καφενείο, περιγράφει γλαφυρά:
«Κόσμος γύρισε αναγκαστικά στο χωριό, κυρίως λόγω των καλλιεργειών. Όμως, μόλις χειμωνιάσει, θα φύγουν πάλι. Δεν υπάρχει θέρμανση, δεν νιώθουμε ασφάλεια. Οι περισσότεροι έκαναν απλώς ένα βάψιμο, έβαλαν ένα κρεβάτι κι ένα ψυγείο για το καλοκαίρι. Το χωριό μας έχει πλημμυρίσει τρεις φορές και κινδύνεψε άλλες τόσες. Νιώθουμε ανασφάλεια και το συζητάμε συνεχώς.
Συννεφιάζει στον Όλυμπο κι εδώ τρέμουμε γιατί τα αναχώματα είναι μαλακά. Το ψυχολογικό κομμάτι είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα – άνθρωποι πέθαναν μετά την πλημμύρα». Επιπλέον, συνεχίζει, υπάρχουν μεγάλες εκκρεμότητες με την επιδότηση ενοικίου. Είμαστε διάσπαρτοι, άλλοι σε ορεινά χωριά, άλλοι στην Καρδίτσα, στη Λάρισα ή αλλού. «Τα ενοίκια έχουν εκτοξευθεί και ζητούν 400-500 ευρώ ακόμη και στον Παλαμά. Πρέπει να ξεκινήσει άμεσα η μετεγκατάσταση» τονίζει.
Ο κ. Απόστολος Τσιούκας θυμάται τον εφιάλτη:
«Με την οικογένεια και τη μητέρα μου ήμασταν εγκλωβισμένοι στο κοινοτικό κτίριο μαζί με άλλους 60 συγχωριανούς. Ξυπνούν οι μνήμες. Γύρω-γύρω νερό, καμία βοήθεια, χωρίς τηλέφωνο. Δύο μερόνυχτα τα πιο άσχημα της ζωής μου. Ο κόσμος έχει συμμαζέψει ό,τι μπορούσε, γιατί υπάρχουν οι καλλιέργειες.
Ειδικά οι μεγαλύτεροι δεν μπορούν να μείνουν εύκολα σε διαμέρισμα». Υπογραμμίζει ότι κάθε φορά που συννεφιάζει οι κάτοικοι κοιτούν τον ουρανό με φόβο. «Κάνουμε συνεχώς χαρτιά για την επιδότηση ενοικίου, αλλά δεν ξέρουμε τι θα πάρουμε και πότε. Ελπίζουμε να προχωρήσει χωρίς καθυστερήσεις η μετεγκατάσταση, ώστε να αποκτήσουμε ξανά ασφάλεια και να μπορέσουμε να επενδύσουμε στις ζωές και στα νοικοκυριά μας» σημειώνει.
• «Κάθε φορά που συννεφιάζει, κοιτάμε τον ουρανό με φόβο»
• Το ψυχολογικό τραύμα αποτελεί την αθέατη επίπτωση της πλημμύρας
• Να τρέξει το θέμα της μετεγκατάσταση ζητούν στη Μεταμόρφωση, απαντήσεις για το μέλλον του χωριού θέλουν στο Βλοχό
Κατεστραμμένα σπίτια, αποθήκες και καταστήματα, δύο χρόνια μετά, μαρτυρούν το χτύπημα της πλημμύρας και στο Βλοχό
Σε ένα σπίτι μια μεγάλη μπάλα από άχυρο παραμένει καρφωμένη στη στέγη.
Βλοχός
Στον Βλοχό, τα συναισθήματα που μας περιέγραψαν κάτοικοι τους οποίους συναντήσαμε συνοψίζονται στις εξής λέξεις: θλίψη, απόγνωση, αβεβαιότητα.
Ζητούν δύο πράγματα:
– ξεκάθαρες απαντήσεις επιτέλους για το μέλλον του χωριού. Να βρεθεί στο Βλοχό κυβερνητικό κλιμάκιο ώστε να δεσμευτεί επ’ αυτού για να ξέρουν και οι κάτοικοι τί θα πράξουν με τα σπίτια και το μέλλον τους.
– στήριξη και καταβολή της επιδότησης ενοικίου.
Στις εγκαταλελειμμένες γειτονιές υπάρχουν σπίτια στα οποία έχουν επιστρέψει κάτοικοι κάνοντας όσες όσες εργασίες επισκευής μπορούσαν.
Στην πλατεία του χωριού συναντήσαμε κατοίκους, οι οποίοι περιέγραψαν την κατάσταση που επικρατεί, την αγωνία τους καθώς και τί ζητούν από την πολιτεία
Ο κ. Σωτήρης Γιώτας μας λέει:
«Δεν μπορεί να επιστρέψει το χωριό στην κατάσταση που ήταν πριν την πλημμύρα. Σε ότι αφορά το μέλλον του χωριού, αν θα γίνει μετεγκατάσταση και με ποιο τρόπο ή όχι, η Πολιτεία είναι απούσα. Ανυπαρξία. Κανένα κυβερνητικό κλιμάκιο δεν ήρθε, καμία ενημέρωση από τους πολιτικούς μας εκπροσώπους. Υπάρχει αγωνία».
Επισημαίνει επίσης τον φόβο που επικρατεί ενόψει χειμώνα. «Στην ουσία, τα αναχώματα απλώς μπαλώθηκαν, δεν είναι όπως πριν. Κανείς δεν μπορεί να αισθάνεται ασφαλής. Μας έλεγαν ότι ο “Ιανός” ήταν φαινόμενο χιλιετίας κι ήρθε ο “Ντάνιελ”, τρεις φορές χειρότερος. Όλα είναι ρευστά».
Δίπλα του ο κ. Παναγιώτης Γιώτας συμπληρώνει:
«Έχουν περάσει οκτώ μήνες από την ενημερωτική σύσκεψη στον Παλαμά, όπου από την εταιρεία (κατ’ ανάθεση του Υπουργείου) παρουσιάστηκαν τρία σενάρια για το μέλλον του χωριού. Από τότε τίποτα. Καμία ενημέρωση. Δεν ξέρουμε αν θα μείνουμε εδώ ή θα μετεγκατασταθούμε. Με δικά μου χρήματα ξανάφτιαξα το σπίτι, και δεν θα πάρω ούτε το 1/4 των εξόδων ως αποζημίωση. Και τι σημασία έχει;
Δεν έχουμε απάντηση για το μέλλον. Παράλληλα, η επιδότηση ενοικίου καθυστερεί μήνες. Η Πολιτεία πρέπει να σκύψει πάνω από τα προβλήματα και να βοηθήσει». Άλλος κάτοικος του χωριού μεταφέρει την αγωνία ενόψει χειμώνα: «Δεν ξέρουμε αν θα αντέξουν τα αναχώματα, αν φουσκώσει το ποτάμι. Έριξαν μόνο λίγο χαλίκι, ενώ σε ένα ανάχωμα προς Παλαμά έπεσε λίγο χώμα. Τίποτα ουσιαστικό».
Ένα μεγάλο πλακάτ με φωτογραφία του πάνω στη βάρκα κατά τη διάρκεια των δραματικών εκείνων ημερών, στέκει στον εξωτερικό χώρο του κοινοτικού κτιρίου.
Ο ήρωας βαρκάρης της Μεταμόρφωσης που έφυγε από τη ζωή, αλλά μένει ζωντανός στις μνήμες
ΚΩΣΤΑΣ ΤΑΣΙΟΠΟΥΛΟΣ
Δύο χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τη φονική πλημμύρα του «Ντάνιελ» που βύθισε
τη Μεταμόρφωση κάτω από τα λασπόνερα και στέρησε τη ζωή σε δυο χωριανούς.
Μέσα στην εικόνα της καταστροφής και της απελπισίας, αναδύθηκε μια μορφή που έγινε το στήριγμα όλων, ο Κώστας Τασιόπουλος. «Αν δεν ήταν ο βαρκάρης ο Τασιόπουλος, άλλοι 18-20 χωριανοί θα είχα πνιγεί. Έσωσε πολύ κόσμο», ανέφερε ο κ. Γιώργος Κοντογιάννης κατά την επίσκεψή του «Νέου Αγώνα» στο χωριό.
Ο Κώστας Τασιόπουλος, ο ηρωικός βαρκάρης της Μεταμόρφωσης, με ένα σιδερένιο βαρκάκι 40ετίας, εξοπλισμένος με θάρρος και μεγαλείο ψυχής, είχε σώσει εγκλωβισμένους συγχωριανούς του κατά τη διάρκεια της πλημμύρας.
Λίγες ημέρες πριν φύγει από τη ζωή τον περασμένο Σεπτέμβριο, ο φακός του «Νέου Αγώνα» είχε συναντήσει τον Κώστα Τασιόπουλο στο καφενείο του χωριού.
Όμως, ο άνθρωπος που έγινε σύμβολο της επιβίωσης, έσβησε ξαφνικά σε ηλικία 82 ετών τον περασμένο Σεπτέμβρη, λίγες μόλις ημέρες μετά την πρώτη θλιβερή επέτειο της πλημμύρας. Σήμερα, ένα μεγάλο πλακάτ με φωτογραφία του πάνω στη βάρκα κατά τη διάρκεια των δραματικών εκείνων ημερών, στέκει στον εξωτερικό χώρο του κοινοτικού κτιρίου.
Να θυμίσουμε ότι κατά τη διάρκεια της χρονιάς με πρόταση του τοπικού συμβουλίου, λήφθηκε η απόφαση να δοθεί το όνομά του στην πλατεία και να κατασκευαστεί προτομή προς τιμήν του. Λίγες ημέρες πριν φύγει από τη ζωή, ο φακός του «Νέου Αγώνα» είχε συναντήσει τον Κώστα Τασιόπουλο στο καφενείο του χωριού.
Με απλότητα και σεμνότητα, είχε δηλώσει στην εφημερίδα: «Όταν ήρθε ο Πρόεδρος του χωριού να με πάρει του είπα να μην φοβάται για μένα γιατί έχω τη βάρκα μου. Το νερό άρχισε να έρχεται από τις 3 τα ξημερώματα. Όταν κατά τις 5.30 σταμάτησε η βροχή πήρα τη βάρκα μου και άρχισα να κινούμαι μέσα στο χωριό και όπου έβρισκα κόσμο τον έπαιρνα. Συνολικά μετέφερα στο κοινοτικό γραφείο 18 άτομα. Εκεί μείναμε το βράδυ και το πρωί της επομένης με τη βάρκα μου μετέφερα λίγα – λίγα περί- που 30 άτομα πάνω στο ανάχωμα. Από εκεί μας πήραν με τα ελικόπτερα και μας μετέφεραν στην Καρδίτσα».
«Αν δεν ήταν ο βαρκάρης, άλλοι 18-20 χωριανοί θα είχα πνιγεί» είπε στον «Ν.Α» ο κ. Γιώργος Κοντογιάννης (δεξιά). Δίπλα του (αριστερά) ο κ. Στέφανος Κουζούνης. Έζησε και την πλημμύρα του 1994 και ήταν ένας από τους βαρκάρηδες της εποχής εκείνης.
Η μαρτυρία του, λίγες μέρες πριν το τέλος, είναι η παρακαταθήκη ενός απλού ανθρώπου που με ένα μικρό βαρκάκι αλλά έχοντας τεράστια ψυχή, έδειξε ότι η αλληλεγγύη αποτελεί σωσίβιο ζωής.