Όταν επαναλαμβάνονται οι καταστροφές αλλά αρνούμαστε να βελτιωθούμε

Του Δημήτρη Γιαννακόπουλου

Τόσο στο θέμα των πλημμυρών στη Θεσσαλία, όσο και στις πυρκαγιές που «χτύπησαν» τελευταία χρόνια την Εύβοια, την Μαγνησία, την Ρόδο και τώρα την Αττική, είναι πως η επανάληψη των καταστροφών δεν μας κάνει σοφότερους, αποτελεσματικότερους, αλλά τουναντίον αντιμετωπίζουμε τις ίδιες παθογένειες που μας καταδιώκουν, ενώ η δικαιολογία της κλιματικής αλλαγής ως κύρια αιτία καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος των συζητήσεων.

Το είχαμε αναφέρει πολλάκις στις πλημμυρικές καταστροφές, ότι εφόσον γνωρίζουμε την απουσία έργων και υποδομών για την επιθυμητή θωράκιση, είναι κρίσιμο εξ αρχής να λάβουμε υπόψιν την γνώση των ντόπιων, όσων δηλαδή βιώνουν την απώλεια και ξέρουν από πρώτο χέρι που μειονεκτεί μια τοποθεσία και ποια σημεία είναι ευάλωτα στο πέρασμα των καιρών.

Συνδυασμός λοιπόν των βιωμάτων και της εμπειρίας με την επιδιωκόμενη (;) επιστήμη, στην οποία αμφιβάλλουμε αν της επιτρέπεται να δρα όπως θα έπρεπε. Αντιθέτως ίσως τα επιτρεπτά όρια από πλευράς κρατικού προϋπολογισμού ή ευρωπαϊκών κονδυλίων αναγκάζουν εμάς τους ίδιους να «μικραίνουμε» την εικόνα ως προς τις αναγκαίες παρεμβάσεις που χρειάζεται να γίνουν σε έναν πληγωμένο τόπο. Από την άλλη, πρόκειται για θέμα προτεραιότητας: κατά πόσο είμαστε έτοιμοι ως κράτος να αφήσουμε στην άκρη την κλιματική αλλαγή ως τη μόνη απάντηση για όλα τα δεινά, και να ασχοληθούμε με τον
επαναπροσδιορισμό αξιών, να προκρίνουμε λύσεις που θα αποσκοπούν στην προνοητικότητα.

Στο θέμα των πυρκαγιών, διερωτόμαστε σε ποιο βαθμό γνωρίζουμε τα ίδια μας τα δάση.
Έχουμε τη γνώση των μονοπατιών, των ειδικών περασμάτων, από τα οποία μέσω δασικών χαρτών θα κινηθούν πυροσβεστικά οχήματα και προσωπικό για την κατάσβεση μιας φωτιάς; Κατά πόσο είναι εξοικειωμένοι οι δασονόμοι που προστατεύουν τα δάση και τα οικοσυστήματα με βάση τις ιδιαιτερότητες κάθε περιοχής; Διότι προαπαιτούμενη η ακαδημαϊκή και κάθε λογής γνώση, αλλά αν δεν συνδυάζεται με τον επιτόπιο έλεγχο σε μια περιοχή, πως θα ανταποκριθεί συνολικά η αρμόδια ομάδα στην περίπτωση ενός χείριστου
συμβάντος;

Σκεφτόμαστε και φοβόμαστε εύλογα ως απλοί πολίτες

Πρόκειται για ερωτήσεις που πηγάζουν από τη γενικευμένη ανασφάλεια που προκαλούν οι καταστροφές. Ακούμε καύσωνα και τον υψηλό κίνδυνο πυρκαγιάς, και αντί να έχουμε την ανάλογη εμπιστοσύνη στο έργο των υπεύθυνων δυνάμεων, θεωρούμε ότι η καταστροφή είναι ορατό σενάριο, μια σκέψη που δυστυχώς τη συνηθίσαμε. Ενημερωνόμαστε για έντονες βροχοπτώσεις και αμέσως το μυαλό μας τρέχει στην πιθανότητα απώλειας των περιουσιών και των χωραφιών μας.

Σκεφτόμαστε και αναρωτιόμαστε ως απλοί, μέσοι πολίτες με τον ίδιο κατά βάση φόβο, χωρίς προφανώς να είμαστε σε θέση να κουνάμε με σοβαρό ύφος το δάχτυλο σε έναν πυροσβέστη που μοχθεί και λιώνει το πρόσωπό του στις πύρινες φλόγες. Επικροτούμε τις ομάδες διάσωσης που ενήργησαν οργανωμένα στις καταστροφικές πλημμύρες στο Νομό μας, όπως φυσικά θαυμάζουμε την επιμονή των εθελοντών και τη συνεργασία μεταξύ τους για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Είναι άλλωστε οι εικόνες που μάς πρόσφεραν μια ελάχιστη νότα αισιοδοξίας, ένα αποκούμπι σε καιρούς χαλεπούς, που έως και σήμερα τίποτε δεν μοιάζει δεδομένο.

Ως πότε θα στηριζόμαστε (μόνο) στις εικόνες αλληλοϋποστήριξης και ηρωισμού;

Όμως, δεν γνωρίζουμε μέχρι πότε η θέληση των ανθρώπων και η αλληλοβοήθεια θα αποτελούν μια σύντομη παρηγοριά για όλους, όσο το έργο επαναλαμβάνεται με τις ίδιας κλίμακας ζημιές και τις ολόιδιες συζητήσεις σχετικά με το εάν ήμασταν ξανά προετοιμασμένοι ή όχι. Για να βελτιωθούμε όπως αρχικά σημειώνουμε στην αρχική μας σκέψη, για να δείξουμε σημάδια προόδου, πιθανόν πρέπει να αφήσουμε στην άκρη τις δικαιολογίες, τις ίδιες επαναλαμβανόμενες φράσεις που επισκιάζουν ένα γεγονός, που ενεργοποιούνται ως αυτόματος «μηχανισμός» στον απόηχο μιας καταστροφής.

Θα ήταν προτιμότερο να μιλούσαμε για άμεσες επεμβάσεις, για το συνδυασμό τεχνικών και μεθόδων, για τη λειτουργικότητα υποδομών που θα συγκρατούν σε άλλες περιπτώσεις το νερό. Θα ήταν έντιμο αν σεβόμασταν την αξία της ανθρώπινης ζωής, να αναφερόμαστε στις απώλειες σπιτιών με επίγνωση της απώλειας, διότι η γωνιά του καθενός και οι
αναμνήσεις του δεν αναπληρώνονται με αποζημιώσεις και σπίτια – κυβάκια ίδιου σχετικά μοτίβου. Δεν πρόκειται μόνο για την απλόχερη αποζημίωση όποτε κι αν δοθεί, αλλά για το θρήνο της απώλειας περιουσιών, για την οποία η κυβέρνηση και κάθε εξουσία οφείλουν να γνωρίζουν τις συνέπειες στη ψυχοσύνθεση ενός πυρόπληκτου ή ενός πλημμυροπαθούς, ότι δεν αναπληρώνονται με μια απλή αίτηση και συγκέντρωση αποδεικτικών.

Πώς λοιπόν, να αφήσουμε πίσω ό,τι μας απασχολεί και τούτο το καλοκαίρι; Όσο κι αν συνηθίσαμε στο άκουσμα μιας καταστροφής, των ίδιων μετέπειτα δικαιολογιών. Θα ήταν ο επίλογος μιας δυσάρεστης κατάστασης εάν παύσουμε να ενδιαφερόμαστε, παραμένοντας σε μια συλλογική ύπνωση που ολοένα και περισσότερο παίρνει ανησυχητικές διαστάσεις.