Όταν η πολιτική μας ελίτ ανακαλύπτει ξαφνικά τον αγροτικό τομέα, έρχεται πείνα!

Όταν απελευθερώθηκε η Θεσσαλία το 1881 από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αυτό για το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, αποτελούσε μία εξέλιξη οικονομικής επιβίωσης, καθώς αποκτούσε έναν από τους μεγαλύτερους σιτοβολώνες της Μεσογείου. Από τότε πέρασαν 140 και πλέον χρόνια και άλλαξαν πολλά στην παγκόσμια και την ελληνική γεωργία, τις ξερικές καλλιέργειες σιτηρών αντικατέστησαν αρδευόμενες δυναμικές εκτοξεύοντας το τζίρο της πρωτογενούς παραγωγής, μέχρι που φτάσαμε στον πόλεμο στην Ουκρανία που μας επέστρεψε στα θεμελιώδη, στην Ελλάδα και στην Ευρώπη.

Ζητούμενο πλέον είναι η σιτάρκεια. Ο Γουόρεν Μπάφετ έλεγε πως αν δεις το μπακάλη της γειτονιάς να μιλά για μετοχές στο χρηματιστήριο, τότε ήρθε η ώρα να πουλήσεις, γιατί βρίσκεται σε εξέλιξη μια νέα «φούσκα». Παραφράζοντας τη φράση του αυτή θα λέγαμε πως αν δεις την πολιτική ελίτ της Αθήνας να ασχολείται με τον πρωτογενή τομέα, ξαφνικά και να μιλά για σιτάρκεια, τότε έρχεται πείνα και φτώχεια.

Δυστυχώς το πολιτικό μας προσωπικό απέχει πόρρω από τα «θέλω» της κοινωνίας, της αγοράς και της πραγματικής οικονομίας. Είπε προχθές ο πρωθυπουργός στο υπουργικό συμβούλιο ότι θα υποκαταστήσουμε όσο είναι δυνατό το εισαγόμενο φυσικό αέριο από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) και υδροηλεκτρικά. Λες και τα υδροηλεκτρικά δεν είναι ΑΠΕ, λες και δεν βασίζονται στον αέναο «κύκλο του νερού».

Αυτή η δήθεν αθώα άγνοια υποκρύπτει όμως έλλειψη γνώσεων που μπορεί να αποβούν καθοριστικές στη χάραξη πολιτικής σε αυτή την κρίσιμη περίοδο για τη χώρα και τον πλανήτη. Έτσι ίσως να εξηγείται και η στροφή 180 μοιρών στα έργα του Αχελώου τον περασμένο Σεπτέμβρη από την κυβέρνηση, έργων τόσο σημαντικών αυτή την περίοδο για την παραγωγή ενέργειας και τροφίμων στη χώρα.

Αναφέρθηκε χθες σε συνέντευξή του ο αρχηγός της Αξιωματικής αντιπολίτευσης και πρώην πρωθυπουργός κ. Τσίπρας στο μαλακό σιτάρι στο οποίο έχουμε έλλειψη και εισάγουμε, ενώ έριξε την ιδέα να ξανα- καλλιεργήσουμε μαλακό σιτάρι… για να μην μας λείψει το αλεύρι… Μέχρι εδώ δεν υπάρχει κάτι το μεμπτό. Ο κ. Τσίπρας όμως πρόσθεσε, ότι για να το πετύχουμε πρέπει να αντικαταστήσουμε τα βαμβάκια από το μαλακό σιτάρι και εδώ φαίνεται η άγνοια του ιδίου, αλλά και αυτών που τον συμβούλεψαν. Να επεκτείνουμε δηλαδή μια μη αρδευόμενη καλλιέργεια όπως το μαλακό σιτάρι σε βάρος μιας αρδευόμενης καλλιέργειας με προϊόν κατά 90-95% εξαγώγιμο που έχει εξελιχθεί σε εθνικό προϊόν και μας δίνει προστιθέμενη αξία στην πρωτογενή παραγωγή και τη δευτερογενή μεταποίηση, γιατί είναι προφανές ότι στα πολιτικά στέκια πέριξ της πλατείας Κολωνακίου ή των Εξαρχείων «για όλα φταίει το βαμβάκι».

Άλλωστε κάπως έτσι χτίστηκε και ο μύθος τι να τον κάνουμε τον Αχελώο, για να αρδεύουμε βαμβάκια… Έτσι εξηγείται γιατί βγήκαν εκτός ΕΣΕΚ (του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα) τόσο επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ όσο και στη συνέχεια επί κυβέρνησης ΝΔ, τα υδροηλεκτρικά έργα της Συκιάς και της Μεσοχώρας επί του Αχελώου. Τα έργα του Αχελώου σήμερα όμως που ο Πούτιν απειλεί να κλείσει τη στρόφιγγα του φυσικού αερίου και να σταματήσει τις εξαγωγές αγροτικών προϊόντων σε «μη φιλικές χώρες» προβάλλουν ως λύση για το ενεργειακό – διατροφικό πρόβλημα της χώρας.

Και φυσικά κανένας δεν έχει το πολιτικό θάρρος και να τα γκρεμίσει αφού δεν τα θέλει, ώστε τουλάχιστο να αποκατασταθεί το περιβάλλον στην περιοχή και να εξηγήσει μετά στους πολίτες γιατί σπαταλήθηκαν πάνω από 1,2 δις ευρώ από εθνικούς πόρους για έργα που δεν τα θέλουμε ή δεν τα θεωρούμε χρήσιμα, αφού είναι προτιμότερο να κάνουμε εισαγωγή ενέργειας και τροφίμων.

Άλλωστε εισαγωγέων κράτος είμαστε πάντα και αυτοί – οι εισαγωγείς – διακινούσαν το «μαύρο πολιτικό χρήμα» από τον εμφύλιο και μετά στη χώρα. Και αν με τις ΑΠΕ εννοούμε να δεσμεύσουμε ακόμη μεγαλύτερη έκταση από παραγωγικές γαίες π.χ. στη Θεσσαλία που αντί να παράγουν τρόφιμα, θα γίνονται πάρκα φωτοβολταϊκών (Φ/Β) για μεγάλους εγχώριους «ενεργειακούς παίχτες» και πολυεθνικές, τότε όντως το πράγμα γίνεται πολύ επικίνδυνο για την επιβίωσή μας.

Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά και ο πρόεδρος του Επιμελητηρίου Λάρισας Σωτήρης Γιαννακόπουλος στο «Μαγκαζίνο της Θεσσαλίας» σχολιάζοντας το γεγονός ότι στα Φάρσαλα όπου τα χωράφια είναι μεγάλα και μονοκόμματα και δεν υπάρχει κατάτμηση γης, όπως για παράδειγμα στην Καρδίτσα, θα δει κανείς στη ΡΑΕ να έχουν δεσμευτεί τεράστιες εκτάσεις τα τελευταία δύο χρόνια από μεγάλες πολυεθνικές και ομίλους ενεργειακούς.

«Δεν μπορεί για παράδειγμα η Γερμανία να δεσμεύει την Ευρώπη για να διατηρήσει τα στερεά καύσιμα στην παραγωγή ενέργειας και πέρα από το 2040 και να χρησιμοποιεί το θεσσαλικό κάμπο ως «πλυντήριο» στο χρηματιστήριο των ρύπων δεσμεύοντας τεράστιες εκτάσεις για πάρκα ΑΠΕ, όταν αυτές θα έπρεπε να παράγουν τρόφιμα για τη χώρα και να κάνουμε και εξαγωγές και όχι να εισάγουμε το 85% των τροφίμων στην Ελλάδα! Υπάρχουν πλαγιές και χέρσες εκτάσεις για τη δημιουργία φωτοβολταϊκών, είναι ολέθριο λάθος να δεσμεύονται γόνιμα χωράφια » σημείωσε.

Θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι ενεργειακή και διατροφική κρίση είναι ένα νόμισμα με δύο όψεις. Όλα έχουν να κάνουν με τις ενεργειακές θερμίδες. Το ενεργειακό νόμισμα είναι το ίδιο και για τον ανθρώπινο οργανισμό που απαιτεί θερμίδες για να διατηρηθεί εν ζωή και για την παραγωγή ενέργειας για την παραγωγή τροφίμων και αγαθών, τις μετακινήσεις, τη θέρμανση και τον κλιματισμό. Και η χώρα , η Θεσσαλία διαθέτουν έναν αστείρευτο πλούτο για την παραγωγή ενέργειας, που είναι η βιομάζα από τις γεωργικές καλλιέργειες και την κτηνοτροφία που παραμένει ανεκμετάλλευτη και φυσικά τον πλούτο των χειμέριων νερών που χάνονται στη θάλασσα, ή πολλές φορές προκαλούν καταστροφές με τις πλημμύρες. Τα φράγματα στη Συκιά, τη Μεσοχώρα πάνω στον Αχελώο , το Πευκόφυτο, το Μουζάκι και τη Σκοπιά Φαρσάλων μπορούν να παρέχουν πάνω από το 5% στο ενεργειακό μείγμα της χώρας και κυρίως να συμβάλλουν στην παραγωγή τροφίμων και τη διατήρηση της οικολογικής ισορροπίας.

Αυτό τον πλούτο οφείλαμε να τον αξιοποιήσουμε χθες, ας το πράξουμε τουλάχιστο αύριο, γιατί δεν έχουμε και πολλές επιλογές, γιατί όλα δείχνουν πως η ενεργειακή και διατροφική κρίση θα παραμείνουν για πολλά χρόνια στον πλανήτη …

Γιάννης Κολλάτος