Μόνο στη δυτική περιοχή της Θεσσαλίας σημειώθηκαν περισσότερες από 1.500 κατολισθήσεις κατά τη διάρκεια των κακοκαιριών «Daniel» και «Elias», με κάποιες μάλιστα να πλήξουν σφόδρα οδικό δίκτυο και οικισμούς, ενώ άλλες να είναι εν δυνάμει επικίνδυνες σε αντίστοιχα επόμενα έντονα καιρικά φαινόμενα.
Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος των κατολισθήσεων αρκεί να σημειωθεί ότι από το 1952 έως το 2021, σύμφωνα με στοιχεία του ΕΑΓΜΕ, ερευνήθηκαν περισσότερα από 8.000 φαινόμενα στη χώρα. Η περιφέρεια της Ελλάδας που επλήγη περισσότερο το 2020 είναι αυτή της Θεσσαλίας, με ποσοστό καταγεγραμμένων κατολισθήσεων 62,82%.
Οπως εξηγεί ο επίκ. καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στο τμήμα Γεωλογίας Γιώργος Παπαθανασίου, «κατά την αυτοψία που πραγματοποιήσαμε διαπιστώσαμε πάρα πολύ έντονα κατολισθητικά φαινόμενα, ενώ μέσα σε χωριά η εικόνα που επικρατεί είναι: πλημμύρες, άδεια σπίτια, απουσία ζώων και μια πάρα πολύ έντονη μυρωδιά ακόμη και τώρα». Ερωτηθείς για το αν υπάρχουν περιοχές που απειλούν οικισμούς, σημείωσε ότι «έχουν γίνει περισσότερες από 1.500 κατολισθήσεις, ενώ κάποιες απειλούν και οικισμούς όπως στην Πύλη Τρικάλων, δεδομένου ότι είναι ακριβώς στο όριο μεταξύ οικισμού και περιβάλλοντος χώρου. Στην Ελάτη επίσης υπάρχουν αντίστοιχα θέματα».
Μπορεί οι κακοκαιρίες να πέρασαν, αλλά το γεγονός ότι άφησαν καταστροφικές ζημιές πίσω τους και με δεδομένο ότι έρχεται ο χειμώνας, πρέπει να υπάρξουν μέτρα και να παρακολουθηθούν ακόμα και οι περιοχές οι οποίες δεν επλήγησαν ιδιαίτερα από κατολισθήσεις. «Οι πληγείσες περιοχές το επόμενο χρονικό διάστημα που θα έχουμε έντονα καιρικά φαινόμενα θεωρούνται θέσεις οι οποίες μπορούν να συνεχίσουν να δίνουν μετακινήσεις. Από την άλλη, υπάρχουν περιοχές που φαίνονται για την ώρα να μην έχουν αστοχήσει, αλλά είναι πολύ πιθανό μια έντονη βροχόπτωση να τις έχει φέρει σε μία οριακή ισορροπία. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι οι περιοχές που φαίνονται σήμερα σταθερές, με κάποια έντονη βροχόπτωση ίσως να δώσουν και εκεί μετακινήσεις», τονίζει.
Οι κατολισθήσεις ωστόσο στη Θεσσαλία δεν έπληξαν μόνο κατοικίες και οδικό δίκτυο. «Στην ευρύτερη περιοχή των ορεινών Τρικάλων υπάρχει μια πάρα πολύ μεγάλη κατολίσθηση από εδαφικό και βραχώδες υλικό, η οποία έχει φράξει ένα ποτάμι και έχει δημιουργήσει ένα φυσικό φράγμα, το οποίο δεν είναι ό,τι καλύτερο αυτή τη στιγμή διότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ποια είναι η αντοχή του φράγματος αυτού και πώς το ποτάμι θα μπορέσει να ξαναβρεί την φυσική του ροή. Εκεί υπάρχει ένας κίνδυνος το ποτάμι να ανέβει, να πλημμυρίσει την ευρύτερη περιοχή και κάποια στιγμή να σπάσει από μόνο του και να ξεχυθεί προς τα κατάντη μέρη. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που παρατηρείται σε τέτοιες περιοχές, απλά πρέπει να έχουμε τον νου μας για το πώς κινείται από εκεί και πέρα ο ποταμός», επισημαίνει.
Εντονα είναι και πάλι -3 χρόνια μετά- τα προβλήματα στον σιδηροδρομικό σταθμό Μαγούλας, που είχε πληγεί και από την κακοκαιρία «Ιανός». Οπως τονίζει ο κ. Παπαθανασίου, «θα πρέπει κάποια στιγμή να αρχίσουμε να σχεδιάζουμε και να διαβάζουμε τη φύση».
Τι έγινε όμως από τον «Ιανό» μέχρι τις κακοκαιρίες του Σεπτεμβρίου; «Το 2020 με τον “Ιανό” ίσως ήταν η πρώτη φορά που μια πάρα πολύ μεγάλη έκταση βρέθηκε αντιμέτωπη με αυτό το φαινόμενο. Σε εκείνη την αυτοψία είδαμε πλημμύρες μικρότερης έκτασης, αλλά η καταστροφή του σιδηροδρομικού δικτύου καθώς και στα ορεινά πάνω από τη λίμνη Πλαστήρα και πάνω από το Μουζάκι ήταν απίστευτη. Το 2021 και το 2022 που ξαναπήγαμε, είδαμε ότι έγιναν προσπάθειες να ανοίξουν οι δρόμοι στα ορεινά και να κατασκευαστούν και πάλι κάποιες γέφυρες, καθώς και ο Πάμισος εγκιβωτίστηκε με στόχο να προστατεύσουν την πόλη. Ο “Daniel”, που ήταν πιο ισχυρός, απέδειξε ότι τα μέτρα που είχαν παρθεί ήταν με συνθήκες όχι για αυτή την ένταση των φαινομένων».
Στο ερώτημα τι πρέπει να αλλάξει έτσι ώστε να μην αντιμετωπίζουμε τέτοια προβλήματα σε αντίστοιχες συνθήκες, απάντησε πως «είναι πάρα πολύ δύσκολο να φτιάξεις γέφυρες και δρόμους που να αντέχουν τέτοια ποσότητα νερού. Επειδή όμως είχε συμβεί το 2020, συνέβη τώρα δύο φορές, θα πρέπει κάποια στιγμή να αρχίσουμε να σχεδιάζουμε όχι με αυτά που γνωρίζαμε πριν 20 χρόνια, αλλά να μπορέσουμε να προβλέψουμε το τι θα γίνει τα επόμενα 50 χρόνια. Θα πρέπει να γίνει ένας σχεδιασμός για να ξέρουμε ποιες περιοχές πρόκειται να πλημμυρίσουν όχι στα χαρτιά, αλλά στην πραγματικότητα, οι κάτοικοι να είναι ενήμεροι και να μη γίνονται τελευταίας στιγμής παρεμβάσεις, και να μελετήσουμε πλέον την επανατακτικότητα της κοινωνίας».
Στην αυτοψία συμμετείχαν οι: Σωτήρης Βαλκανιώτης, Μαρία Ταφτσόγλου, Θέμις Χατζηθεοδοσίου και Caterina Zei.
Πηγή: Ελεύθερος Τύπος