Τα παραδοσιακά ελληνικά πανηγύρια, η αγροτική παραγωγή και η τεχνολογία συνυπάρχουν αρμονικά σε ένα πολυαισθητηριακό έργο τέχνης στη φετινή εθνική συμμετοχή στη Διεθνή Καλλιτεχνική Έκθεση Μπιενάλε της Βενετίας.

Η έκθεση, η οποία θεωρείται η αρχαιότερη και μία από τις σπουδαιότερες περιοδικές εκθέσεις σύγχρονης τέχνης στον κόσμο, θα πραγματοποιηθεί από τις 20 Απριλίου έως και τις 24 Νοεμβρίου 2024.

Ο υφυπουργός Πολιτισμού, αρμόδιος για θέματα σύγχρονου πολιτισμού, Χρίστος Δήμας, δήλωσε στο Αθηναϊκό- Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων: «Φέτος συμπληρώνονται 90 χρόνια από την πρώτη παρουσία της Ελλάδας στη Μπιενάλε της Βενετίας και έχουμε μια εξαιρετική εθνική ομάδα που προβάλλει τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό, συνδέοντας τις ελληνικές παραδόσεις, τα τοπικά πανηγύρια, με την αγροτική ανάπτυξη και την τεχνολογία. Συγχαρητήρια σε όλη την εθνική ομάδα, τον επίτροπο, το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ), τον επιμελητή, τους καλλιτέχνες και τους χορηγούς που όλοι μαζί συνεργάζονται όχι μόνο για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, αλλά για τη διάκριση της χώρας μας στη μεγαλύτερη εικαστική έκθεση του κόσμου».

Το υπουργείο Πολιτισμού, αφού απηύθυνε ανοικτή πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος σε επιμελητές και καλλιτέχνες, συγκρότησε άμισθη επταμελή γνωμοδοτική επιτροπή, με εκπροσώπους από πανεπιστημιακά ιδρύματα, μουσεία και συλλογικούς φορείς των εικαστικών τεχνών.

Με απόφαση του υφυπουργού Πολιτισμού, Χρίστου Δήμα, και έπειτα από τη σχετική συμβολή της επταμελούς γνωμοδοτικής επιτροπής, η εικαστική πρόταση που επιλέχθηκε για να εκπροσωπήσει την ελληνική συμμετοχή στην Έκθεση είναι το «Ξηρόμερο/Dryland», το οποίο διακρίθηκε μεταξύ 12 υποψηφιοτήτων.

Το «Ξηρόμερο/Dryland» που θα εκπροσωπήσει την Ελλάδα στην Διεθνή Έκθεση Τέχνης – La Biennale di Venezia, είναι ένα διαμεσικό συλλογικό έργο σε σύλληψη των Θανάση Δεληγιάννη και Γιάννη Μιχαλόπουλου με συνδημιουργούς την Έλια Καλογιάννη, τον Γιώργο Κυβερνήτη, τον Κώστα Χαϊκάλη και τον Φώτη Σαγώνα. Επιμελητής της ελληνικής συμμετοχής είναι ο Πάνος Γιαννικόπουλος.

Αποτελείται από ένα αγροτικό μηχάνημα άρδευσης, το οποίο συντονίζει σε πραγματικό χρόνο τον ήχο, την κινούμενη εικόνα, και το φωτιστικό περιβάλλον της εγκατάστασης. Η ελληνική εκπροσώπηση εξετάζει την εμπειρία ενός πανηγυριού, παρακολουθώντας μια διαδρομή από την πλατεία του χωριού έως τις παρυφές του γεωργικού τοπίου που το περιβάλλει.

Συγκεκριμένα, αντλεί έμπνευση από τα πανηγύρια της ηπειρωτικής Ελλάδας, της Θεσσαλίας και της περιοχής του Ξηρομέρου στην Δυτική Ελλάδα, που δανείζει τον τίτλο στο έργο.

Οι καλλιτέχνες/ιδες αναφέρονται στο νερό ως πρίσμα -ένα μέσο να βλέπουμε και να σκεφτόμαστε -εστιάζοντας στην έλλειψή ή το πλεόνασμα, την ανάγκη ή τη σπατάλη του, καθώς και τις κοινωνικές συνδηλώσεις του. Η εξάντληση των πόρων συνδέεται με τη φυσική και οικονομική εξάντληση. Το έργο διερευνά τις πολιτικές δυνατότητες του ήχου και της μουσικής, την επίδραση της τεχνολογίας στα αγροτικά τοπία και την πολιτιστική ποικιλομορφία.

Ο εορτασμός του πανηγυριού μεταφέρει πληροφορίες και νόημα ως τελετουργία και ψυχαγωγία. Συνδέεται με τις γεωργικές εργασίες, παράγεται από -αλλά και παράγει- την εσωτερική χρονικότητα της κοινότητας με το πότισμα και τις αγροτικές ευθύνες. Βοηθά την κάθε κοινότητα να δημιουργήσει την εικόνα του εαυτού της. Ταυτόχρονα, όμως, αντίθετες έννοιες συνυφαίνονται: οι θεατές μετατρέπονται σε συμμετέχοντες, από τη σκηνή βρισκόμαστε εκτός σκηνής, από την επιτελεστική δράση στην καθημερινή δραστηριότητα.

Η υλοποίηση του έργου και η έκθεσή του στην Βενετία έχει ως κύριο χρηματοδότη το υπουργείο Πολιτισμού και ως Εθνικό Επίτροπο υπεύθυνο για την οργάνωση, παραγωγή, και προώθηση του έργου το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης.