Του Δημήτρη Γιαννακόπουλου
Πάντα με τον ερχομό της Άνοιξης αναπολούμε παλιές, γνώριμες συνήθειες που αρνούμαστε να σβήσουμε από τη μνήμη μας. Μεγαλώνουμε, επιθυμούμε όμως να παραμένουμε προσκολλημένοι σε αναμνήσεις, τις οποίες έχουμε συνδέσει με μακρές φιλίες και οικεία σημεία στην Καρδίτσα, συνεχίζοντας έως και σήμερα να τα αποκαλούμε στέκια.
Είναι φορές όπως η Πασχαλινή περίοδος, που τα επισκεπτόμαστε ξανά με τις αναλλοίωτες από το χρόνο παρέες μας. Τα αναζητάμε για να τηρήσουμε την καθιερωμένη μας συνάντηση και να ξαποστάσουμε από τους γοργούς ρυθμούς της καθημερινότητας, ως μια εναλλακτική πέρα από τη διασκέδαση των μαγαζιών.
Γνωρίζουμε άλλωστε, πως στα στέκια που λιώσαμε τα πρώτα μας τζιν και σορτς, θα «παντρέψουμε» νεότερες εμπειρίες και τις ήδη αμετάβλητες αναμνήσεις μας. Κατά κάποιον τρόπο εξιστορούμε το βίο μας, και παγιώνουμε διάφορα αστεία μεταξύ μας. Για άλλη μια φορά, αν και λίγο πριν τα τριάντα μας, καθόμαστε σε ένα παγκάκι κοντά στον Ι. Ναό των Αγ. Κωνσταντίνου & Ελένης, στις… παρυφές του Παυσιλύπου, στο Αθλητικό πάρκο και σε εκείνο της Ακαδημίας, έξω από ένα Δημοτικό ή Γυμνάσιο που ακόμη «στεγάζουν» τις πρώτες μας φιλίες, δραστηριότητες και μαθήματα ζωής σε τούτον εδώ τον κόσμο.
Διηγώντας κεφάλαια από το «βιβλίο» της νεότητας, έρχονται στο νου μας πρόσωπα και καταστάσεις που σημάδευσαν την παιδική μας ηλικία: δάσκαλοι, παλιοί συμμαθητές, ευτράπελα συμβάντα, τοποθεσίες, εκδρομές και ταξίδια. Όλες αυτές τις στιγμές τις φέρνουμε στο προσκήνιο στα κλασικά μας εκείνα στέκια, στα οποία ανέκαθεν επενδύαμε χρόνο για ατελείωτες, βραδινές κυρίως συζητήσεις.
Εξιστορούμε το χθες, αναλύουμε το σήμερα, και σκηνοθετούμε το αύριο. Από την εποχή των φροντιστηρίων και την εμπειρία των φοιτητικών μας χρόνων και σπουδών, έχουμε πλέον επεκταθεί σε κουβέντες γύρω από τις δουλειές μας, την προσπάθεια να σταθούμε ανεξάρτητοι σε μία κοινωνία επιβαρυμένη δυστυχώς από διαδοχικές κρίσεις. Φυσικά μιλάμε για τα τότε κορίτσια και αγόρια, τις πρώτες μας βόλτες και φλερτ, αλλά και για παρόντα και μελλοντικά πρόσωπα που θα μας συντροφεύουν ίσως για το υπόλοιπο της ζωής. Το παρήγορο είναι πως οι παρέες νέων, οι φιλίες, συνδυάζουν τις βόλτες τους με την εύρεση των δικών τους στεκιών στην πόλη. Μια μπύρα στο χέρι, λίγο κρασί σε ένα μπουκάλι τοποθετημένο στην τσάντα πλάτης, συνοδεύουν τη μεταμεσονύχτια συνάντηση με τον ανοιξιάτικο, ανοιχτό καιρό.
Κάθε νέα γενιά ασφαλώς διαθέτει τους δικούς της «κώδικες» και συνήθειες. Νέο ρεύμα μουσικής που κακοφαίνεται στους μεγαλύτερους, νέες λέξεις που καθιστούν μια καινούργια αργκό, όπως και δραστηριότητες που προκύπτουν όσο οι εποχές μεταβάλλονται διαρκώς. Το στοιχείο όμως, που δεν εγκαταλείπει ποτέ μια νέα γενιά, είναι το απελευθερωτικό της πνεύμα. Εκείνο, το οποίο υιοθετούν και διαμορφώνουν οι νέοι, θεωρώντας το ως κάτι πρωτότυπο και φρέσκο, που έρχεται να ανατρέψει μια παρωχημένη και ξεθωριασμένη νοοτροπία. Όπως δηλαδή σκεφτόταν κάθε νέος στα πρώτα του βήματα, στις αρχικές του ανησυχίες.
Οι ιστορίες της παρέας, οι πρώτες μας βόλτες και στιγμές που βιώσαμε ως παιδιά και έφηβοι, μας περιμένουν πάντα εκεί στα γνώριμα στέκια της πόλης μας. Ακόμη κι αν ο χρόνος δεν επιτρέπει για σύντομες στάσεις σε αυτά τα γνωστά σημεία, περνάμε και τα κοιτάμε φευγαλέα ως εικόνες του παρελθόντος που μας ένωναν τότε, αλλά και τώρα. Σε εκείνα τα μέρη, όπου η εξομολόγηση των εφηβικών μας προβληματισμών γινόταν προς κάποιον φίλο ή φίλους και μοιράζαμε το βάρος τους. Ανησυχίες τότε μικρής σημασίας, στοιχειοθετώντας όνειρα και στόχους, για τα οποία επιδιδόμαστε πλέον ως ενήλικες σε έναν αδιάκοπο αγώνα για την εκπλήρωσή τους.