Μια μέρα που δεν θα ξεχάσει ποτέ, όσο ζει, ένας κάτοικος του χωριού Άβαντας του Έβρου το οποίο περικύκλωσε η πύρινη λαίλαπα με τις προσπάθειες των πυροσβεστών και των πολιτών να είναι κάτι παραπάνω από υπεράνθρωπες για να κρατηθεί το χωριό και να μην γίνει στάχτη.
Σε δημοσίευση του στα κοινωνικά δίκτυα, ο κάτοικος τονίζει ότι στο χωριό κάηκαν μόνο κάποια εγκαταλελειμμένα σπίτια και όχι τα υπόλοιπα και σώθηκε την τελευταία στιγμή ενώ επισημαίνει ότι είδε την αδιαφορία του δήμου σε όλο της το μεγαλείο.
Ολόκληρη η ανάρτησή του:
«Πίσω από τις κάμερες δόθηκε η μάχη.
«Δε θα σας πω τί άκουσα (…με πιάνει αναγούλα). Θα σας πω τί είδα (…νιώθω περηφάνεια για το πρώτο σκέλος και θυμό κι ευθύνη για το δεύτερο σκέλος)», αναφέρει σε ανάρτησή του στα social media.
Είδα 70χρονο άντρα μέσα στα αίματα και με ξεσκισμένα ρούχα, να γκρεμίζει με το αλυσοπρίονό του ένα δάσος από 30μετρα πεύκα από το χάραμα μέχρι και τη νύχτα, ασταμάτητα, για να σώσει το χωριό… και το έσωσε!
Δεν είδα κανέναν από το Δήμο να στέλνει έστω έναν(!) να βοηθήσει. Έστω ένα γκρέιντερ να ανοίξει δρόμο για να σύρει αυτούς τους κορμούς, ενώ υπήρχαν παντού δημόσιες εκκλήσεις γι’ αυτό κι αλλεπάλληλα τηλέφωνα από χωριανούς.
Είδα τελικά έναν φορτωτή να εμφανίζεται το σούρουπο (1 ώρα ακριβώς πριν το ολοκαύτωμα της περιοχής) κι ενώ προσπαθούσαμε να το κατευθύνουμε προς το χώρο αυτό (επιτέλους, έστω και την ώρα που βλέπαμε τις φλόγες στο κατώφλι!), ξαφνικά έρχεται ένα πιτσιρίκι-αγγελιοφόρος και του λέει: Εντολή του (….) ο φορτωτής να μην ανοίξει τη ζώνη εκεί και να σπρώξει τους κορμούς, αλλά να φύγει και να πάει αμέσως αλλού! (Είναι αυτά τα γ@@@@α τα ρουσφέτια που καυχιούνται ότι μπορούν και καταστρέφουν ανθρώπους κι επιχειρήσεις, προς όφελος των “δικών” τους! Ναι, την ώρα που καιγόμασταν!). Φυσικά ο φορτωτής έμεινε εκεί και… σώθηκε το χωριό!
Δεν είδα από εκείνη τη μέρα ξανά, αυτόν που έδωσε την εντολή… Είδα πυροσβέστη να έχει χάσει την αίσθηση του χρόνου και του φόβου, της πείνας, της δίψας και της εξάντλησης, να δουλεύει επί 5 μέρες με τα ίδια ρούχα μέρα-νύχτα non-stop, εντός κι εκτός υπηρεσίας, με μουντζουρωμένα μούτρα και χέρια, με το πυροσβεστικό όχημα, αλλά με το Ι.Χ. του φορτωμένο με δεξαμενή νερού, αντλίες κι αυτοσχέδιες μάνικες, ενώ η οικογένειά του έκλαιγαν από το φόβο, ακούγοντας τις καμπάνες και τις σειρήνες ανά 10′ να χτυπάνε.
Δεν είδα κανέναν υπεύθυνο-ανεύθυνο να απαντάει ή να βοηθάει 10 οχήματα της Πυροσβεστική υπηρεσίας, που ήρθαν από άλλα μέρη της Ελλάδας και γυρνούσαν μέσα στο χωριό, ρωτώντας να μάθουν από πού μπορούν να γεμίσουν ξανά τις δεξαμενές τους για να σβήσουν τη φωτιά που έκαιγε τα σπίτια! Είδα τρακτέρ να οργώνουν ακατάπαυστα στρέμματα, δημιουργώντας αυτοσχέδιες αντιπυρικές ζώνες κι άλλα με ζεμένες τις δεξαμενές και τα ραντιστικά να σβήνουν ότι προλαβαίνουν. Δεν είδα ούτε μία υδροφόρα του Δήμου… (μία είπε ότι έστειλε ο Σίμος από το Δήμο Νεάπολης-Συκεών και τον ευχαριστούμε!).
Είδα γυναικόπαιδα να κλαίνε, φορτωμένα στα αυτοκίνητα με λιγοστά είδη πρώτης ανάγκης και φάρμακα, να είναι με το πόδι στο γκάζι για να φύγουν να σωθούν..Δεν είδα κανέναν εκπρόσωπο της Πολ.Προστασίας του Δήμου, σε κεντρικά σημεία των οικισμών, να προειδοποιεί έγκαιρα και να μπορεί να κατευθύνει τον “άμαχο πληθυσμό” που είχε εγκλωβιστεί στους καπνούς, προς ασφαλείς προορισμούς! Δηλώναν άγνοια…».