Το φετινό καλοκαίρι ίσως αποδειχτεί «χρυσοφόρο» για τη χώρα και τη Θεσσαλία. Για την Ελλάδα η επάνοδος μετά από δύο χρόνια «στέρησης» λόγω της πανδημίας, του τουρισμού, αποτελεί «μάνα εξ ουρανού» στην «άνυδρη» από οικονομικούς πόρους δημοσιονομική πραγματικότητα, αφού τα επιδόματα αποστέρησαν το «μαξιλαράκι ασφαλείας».
Για τη Θεσσαλία τα σιτηρά μοιάζουν «χρυσάφι» καθώς η καλλιέργειά τους εξελίσσεται ικανοποιητικά σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρώπη ιδίως τη Δυτική όπου επικρατεί ξηρασία πριν από τα αλώνια. Και το σιτάρι φέτος δεν αποκλείεται να ξεκινήσει με τιμές ακόμη και στα 50 λεπτά στα αλώνια. Την ίδια ώρα το βαμβάκι που υποχώρησε και φέτος στο θεσσαλικό κάμπο, λόγω του κόστους νερού υπόσχεται τιμές ακόμη και πάνω από 1 ευρώ το κιλό. Από τις κύριες δηλαδή καλλιέργειες η τοπική οικονομία προσδοκά αύξηση εσόδων της τάξης του 50% σε σχέση με πέρυσι. Ωστόσο για το θεσσαλικό κάμπο τα πράγματα δεν είναι τόσο ρόδινα όσο δείχνουν τη φετινή συγκυριακή- λόγω πολέμου στην Ουκρανία- χρoνιά. Οι φυσικοί της πόροι εξαντλούνται, το έδαφος της υπογονιμοποιείται και διαβρώνεται χρόνο με το χρόνο και συντελείται μία αργόσυρτη «οικοκτονία» στο μεγάλο αυτό σιτοβολώνα της χώρας, παρόμοια με εκείνη που συνέβη στη χερσόνησο της Γιουκατάν στην κεντρική Αμερική πριν από 1000 χρόνια, όταν είχαμε 150 χρόνια ξηρασίας που εξαφάνισαν τις φυτείες καλαμποκιού και μαζί τον πολιτισμό των Μάγιας…
Η αδράνεια που επέδειξαν επί σειρά ετών κυβερνήσεις, τοπικές κοινωνίες και αιρετοί στη Θεσσαλία, είναι παροιμιώδης σε ότι αφορά τη συντήρηση ενός οικολογικού εγκλήματος διαρκείας που συντελείται και υποτάσσεται στη λογική εύκολων και ανέξοδων συνθημάτων. Στο θεσσαλικό κάμπο τα τελευταία χρόνια εξελίσσεται ένα αργόσυρτο περιβαλλοντικό έγκλημα, που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην ερημοποίησή της.
Το πρόβλημα είναι πολύ σύνθετο και ανατροφοδοτούμενο και το συνειδητοποιούμε κάθε καλοκαίρι. Όσο περισσότερο εγκαταλείπονται υδρόφιλες καλλιέργειες (εαρινές) για χάρη χειμερινών σιτηρών και εν γένει ξερικών, τόσο διαφοροποιείται το μικροκλίμα και χάνεται η γονιμότητα το εδάφους, αφού ήδη έχουμε εκμεταλλευτεί ληστρικά τον υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα, καθώς έχουμε έλλειμμα 3 δις κυβικών μέτρων νερού στη θεσσαλική πεδιάδα.
Με μεγάλη ευκολία οι ιθύνοντες, παρασυρμένοι από μια λογική εμπεδωμένη, δυστυχώς, και σε τεχνοκράτες από την Αθήνα και τις Βρυξέλλες , επισημαίνουν ότι για την επερχόμενη με ταχείς ρυθμούς ερημοποίηση του θεσσαλικού κάμπου υπεύθυνο είναι το βαμβάκι, του οποίου ωστόσο η καλλιέργεια όπου το κόστος του νερού είναι υπερβολικό τείνει να εξαφανιστεί.
Πρόκειται λοιπόν για καλλιέργεια η οποία όμως υποχώρησε δραματικά υπέρ των σιτηρών τα τελευταία χρόνια ιδιαίτερα στην ανατολική Θεσσαλία που έχει και το μεγαλύτερο πρόβλημα λειψυδρίας. Όλοι αυτοί, βέβαια, αγνοούν μια βασική αρχή της επιστήμης της οικολογίας: το φαινόμενο της θετικής ανάδρασης ή της ανατροφοδότησης ενός οικοσυστήματος που έχει διαταραχθεί από το ίδιο το αίτιο της διαταραχής.
Η κλιματική κρίση μας υπενθυμίζει με οδυνηρό τρόπο ότι έρχονται κύκλοι ξηρασίας παρόμοιας με αυτή που τώρα συντελείται και στη δυτική Μεσόγειο, όπου το χειμώνα στέρεψαν τα νερά στις τεχνητές λίμνες και τα φράγματα στην Ιβηρική χερσόνησο. Η αλλαγή από το υδρόφιλο και πράσινο βαμβάκι στο «ξηροθερμικό» τις καλοκαιρινές περιόδους σιτάρι έχει επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό το μικροκλίμα του κάμπου, σε τέτοιο βαθμό ώστε πλέον οι νύχτες εκεί από δροσερές που ήταν τα προηγούμενα χρόνια, όταν ποτιζόταν ο «λευκός χρυσός», να έχουν γίνει πλέον ανυπόφορες.
Το γεγονός ότι στη Θεσσαλία το βαμβάκι και οι άλλες εαρινές καλλιέργειες καταλαμβάνουν πλέον σχεδόν τη μισή έκταση από ότι προ δεκαπενταετίας και τα σιτηρά τη διπλάσια έχει ως συνέπεια να καίγονται πολύ περισσότερες σιτοκαλαμιές τους θερινούς μήνες από ασυνείδητους αγρότες, γεγονός που συνιστά οικολογικό έγκλημα.
Εκεί, όμως, όπου υπάρχει η μεγάλη σύγχυση και ως συνέπεια κατασυκοφαντείται η καλλιέργεια είναι στο πόσο υδροβόρο και υδροχαρές φυτό είναι το βαμβάκι. Ένα στρέμμα απαιτεί κατά μέσον όρο ετησίως 350-400 κ.μ. νερού, ενώ ένα στρέμμα καλαμπόκι πάνω από 600. Εξίσου υδροβόρα με το καλαμπόκι είναι και η καλλιέργεια βιομηχανικής τομάτας, η οποία ωστόσο φέτος λόγω του κόστους άρδευσης που εκτοξεύτηκε από τις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος, μειώθηκε κατά 30% στο θεσσαλικό κάμπο. Τα σιτηρά που αντικατέστησαν βαμβάκι στη Θεσσαλία εφέτος ποτίστηκαν κατά κόρον τους ανοιξιάτικους μήνες για να έχουν μεγαλύτερες αποδόσεις.
Όταν στις πόλεις συζητούν πλέον για πράσινες ζώνες και γκαζόν επάνω στις ταράτσες και στους ακάλυπτους χώρους, προκειμένου να επηρεάσουμε το μικροκλίμα και να κατεβάσουμε τη θερμοκρασία, έχει αναλογιστεί κανείς πόσο πιο υδροβόρο είναι το γκαζόν από το βαμβάκι, το οποίο αποτελεί ένα φυσικό σύστημα κλιματισμού, ένα «air condition» που κατεβάζει κατά 3 βαθμούς τη θερμοκρασία, ιδιαίτερα τις νύχτες; Θυμηθείτε αυτό τον Ιούλιο και τον Αύγουστο όταν λόγω των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας, θα τρέμουμε να ανοίξουμε το κλιματιστικό, όπως συνέβη με τη θέρμανση το χειμώνα, που «πουντιάσαμε».
Οι παλαιότεροι θυμούνται ότι όταν ο Θεσσαλικός κάμπος, όπως αποτυπώνεται στους πίνακες του Γιολδάση, ήταν μόνο σιτοβολώνας είχαμε ακραίες θερμοκρασίες που ξεπερνούσαν συχνά τους 45 βαθμούς Κελσίου. Είναι προφανές ότι η βαμβακοκαλλιέργεια ανέτρεψε δραματικά αυτά τα δεδομένα τα τελευταία 25 χρόνια.
Η ερημοποίηση της θεσσαλικής πεδιάδας και η υφαλμύρωση των υπόγειων υδάτων στο ανατολικό της τμήμα είναι φαινόμενα μη αναστρέψιμα και θα είχαν επέλθει ταχύτερα αν το βαμβάκι είχε αντικατασταθεί από το καλαμπόκι που έχει ακόμη μεγαλύτερες απαιτήσεις σε νερό. Ο τόπος αυτός για να παραμείνει γόνιμος και ζωντανός χρειάζεται ένα σχέδιο σωτηρίας και ορθολογικής διαχείρισης των υδάτινων πόρων του.
Χρειάζεται και τον Αχελώο, αλλά και τα μεσαία φράγματα στη Σκοπιά, στο Μουζάκι, στη Πύλη, στο Αγιονέρι κ.α. Έργα που θα αργήσει να τα δει ο θεσσαλικός κάμπος γιατί αργούν να ωριμάσουν και δεν δίνουν πολιτικά οφέλη σε αυτόν που τα σχεδιάζει σε βάθος μιας κυβερνητικής θητείας. Δυστυχώς χάνουμε τον πιο εύφορο κάμπο της χώρας που θα μπορούσε να βγάλει την εθνική μας οικονομία από την εσωστρέφεια και την ευάλωτη «μονοκαλλιέργεια» του τουρισμού και μένουμε αδρανείς.
Γιάννης Κολλάτος