Τις δυσμενείς επιπτώσεις της ακρίβειας στα εισοδήματα και τις καταθέσεις των Καρδιτσιωτών μαρτυρούν τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για το πρώτο εξάμηνο του 2022.
Ως και τον Ιούνιο, οι καταθέσεις των των Καρδιτσιωτών είχαν μειωθεί κατά 55 εκατομμύρια ευρώ, σε σύγκριση με το β’ εξάμηνο του 2021 σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος.
Πιο αναλυτικά, τα υπόλοιπα των καταθέσεων στο Ν. Καρδίτσας, το α’ εξάμηνο του 2022 διαμορφώθηκαν στα 1,04 δις ευρώ, ενώ το προηγούμενο εξάμηνο είχε κλείσει με καταθέσεις ύψους 1,10 δις ευρώ. Αισθητά μειωμένος και ο αριθμός των τραπεζικών λογαριασμών : από 298.256 τον Δεκέμβριο του 2021, έπεσαν στους 268.979.
Οι καταθέσεις στο Ν. Καρδίτσας επέστρεψαν στα επίπεδα του β’ εξαμήνου του 2020, ενώ μειώνονται για πρώτη φορά μετά από 8 εξάμηνα, δηλαδή μετά από 4 έτη- εκ των οποίων τα τρία εντός της πανδημίας με το “πάγωμα” της κοινωνικής και οικονομικής ζωής για μεγάλα διαστήματα.
Απώλειες εμφανίζει και ο Νομός Τρικάλων με τις καταθέσεις στο β’ εξάμηνο του 2022 να διαμορφώνονται στα 1,31 δις ευρώ, από 1,37 δις στο β’ εξάμηνο του 2021. Ανοδικά κινήθηκαν στους Νομούς Λάρισας (3,39 δις από 3,25 δις ευρώ) και Μαγνησίας (2,75 δις από από 2,16 δις ευρώ).
Συνολικά στη Θεσσαλία οι καταθέσεις ανήλθαν σε 8,51 δις ευρώ από 7,89 δις ευρώ το προηγούμενο εξάμηνο, με το Ν. Καρδίτσας πάντως να έχει το χαμηλότερο ποσό σε σύγκριση με τους υπόλοιπους Θεσσαλικούς Νομούς.
Στη χώρα
Καταθέσεις, ύψους 189 δισ. ευρώ, «μετρούν» στα τέλη του α’ εξαμήνου του 2022 οι συστημικές τράπεζες, με το 72% να αφορά σε χρήματα ιδιωτών και το 28% σε επιχειρήσεων.
Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα οικονομικά αποτελέσματα των «4»:
Οι καταθέσεις πελατών της Τράπεζας Πειραιώς διαμορφώθηκαν στα τέλη του περασμένου Ιουνίου σε 55,8 δισ. ευρώ, καταγράφοντας αύξηση κατά 600 εκατ. ευρώ σε σχέση με τα τέλη του Δεκεμβρίου του 2021. Όσον αφορά στο μείγμα, το 69% του επίμαχου ποσού προέρχεται από πελάτες λιανικής και το 31% από επιχειρήσεις. Συνολικά, οι καταθέσεις του Ομίλου «αγγίζουν» τα 56,1 δισ. ευρώ, αυξημένες κατά 9% σε ετήσια βάση (51,2 δισ. ευρώ) και κατά 2% σε τριμηνιαία βάση (54,9 δισ. ευρώ).
Αναλυτικότερα στην έντυπη έκδοση του Νέου Αγώνα