«Τις πταίει»

Του ΓΙΑΝΝΗ ΚΟΛΛΑΤΟΥ

«Τις πταίει». Με τον τίτλο αυτό δημοσίευε το 1868 άρθρο στην εφημερίδα «Καιροί» ο Χαρίλαος Τρικούπης με το οποίο ζητούσε από το βασιλιά Γεώργιο Α’ να ισχύει στη Βουλή η «αρχή της δεδηλωμένης».

Τις πταίει λοιπόν και φτάσαμε στη μεγαλύτερη σιδηροδρομική τραγωδία της χώρας; Τις πταίει και πολλές από τις υποδομές στο σιδηροδρομικό δίκτυο της χώρας παραμένουν από την εποχή του Τρικούπη, παρά τον πακτωλό των ευρωπαϊκών κονδυλίων που εισέρρευσαν για το σκοπό αυτό στη χώρα;

Κακοδιοίκηση, μίζες, διαφθορά υψηλόβαθμων πολιτικών και υπηρεσιακών παραγόντων, αλλά και μεσαίων στελεχών, ακόμη και κατώτερων που φέρεται να συναλλάσσονταν με τα «πιράνχας» του χαλκού, διαφθαρμένη συνδικαλιστική ηγεσία, αδιαφάνεια στις εμπορευματικές μεταφορές, είναι η απάντηση σύμφωνα με δημοσιεύματα που είδαν το φως τις τελευταίες ημέρες μετά την τραγωδία που βύθισε σε πένθος όλη τη χώρα και κυρίως τη Θεσσαλία και την Καρδίτσα που θρήνησε πάνδημα δύο νέα παιδιά της.

Τον Τάσο και τον Βάϊο. Ήταν μια συγκυρία σα να ευθυγραμμίζονταν οι πλανήτες, μία στο εκατομμύριο, αφού ακόμη και χωρίς τηλεδιοίκηση κατέπεσαν και οι 4 δικλείδες ασφαλείας, που απέμεναν, σύμφωνα με τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Θάνο Ζηλιασκόπουλο.

Η κρατική-διακομματική διαφθορά «πάγωσε» την τηλεδιοίκηση, η οποία κατά γενική ομολογία εμπειρογνωμόνων αν λειτουργούσε θα είχε αποφευχθεί το μοιραίο. Η «μαφία του χαλκού» φρόντισε ώστε να μην λειτουργεί το μοιραίο βράδυ της Τρίτης 28 Φλεβάρη, η γραμμή ανόδου από Παλαιοφάρσαλα προς Λάρισα, γεγονός που έφερε έναν εφησυχασμό στο μηχανοδηγό του μοιραίου intercity, ώστε να συνεχίσει να ανεβαίνει από Λάρισα προς Θεσσαλονίκη από τη γραμμή καθόδου, χωρίς να είναι «υποψιασμένος».

Η κομματική-συνδικαλιστική «ανορθογραφία» έφερε την τοποθέτηση ενός άπειρου σταθμάρχη στο κρίσιμο πόστο, την κρίσιμη ώρα, αλλά και τους έμπειρους να έχουν πάρει έξι ρεπό(!) την κρίσιμη μέρα, από τον επιθεωρητή που φρόντισε μέσα από τον κομματικό-συνδικαλιστικό δίαυλο της «κλαδικής» να πάρει αναρρωτική την επόμενη ημέρα θέλοντας να καλύψει τα ίχνη του. Συνέβησαν λοιπόν «όλες οι στραβές» για να φτάσουμε στο μοιραίο λες και η φύση συνωμότησε για να αναδείξει όλες τις παραπάνω κακοδαιμονίες αυτού του τόπου.

Οι διάλογοι μεταξύ των σταθμαρχών, λίγη ώρα μετά τη σύγκρουση των τρένων, είναι χαρακτηριστικοί του επιπέδου και της επάρκειας ανθρώπων που στελεχώνουν τον ΟΣΕ, αλλά και τον δημόσιο τομέα γενικότερα.

Τι έχουμε λοιπόν; Έναν αχθοφόρο που για καλύτερους συνταξιοδοτικούς όρους προήχθη σε σταθμάρχη, ο οποίος ομιλεί περί “τράκας” και μισή ώρα μετά το δυστύχημα δεν έχει πάρει χαμπάρι τι έχει συμβεί. Κάποια κανάλια είχαν φτάσει στον τόπο της τραγωδίας πριν μάθουν για το δυστύχημα οι αρμόδιοι…

Έχουμε επίσης έναν δεύτερο σταθμάρχη, που ενώ έπρεπε να βρίσκεται στον σταθμό, έχει αποχωρήσει νωρίτερα όπως είθισται στο δημόσιο γενικότερα. Θα έχετε ακούσει φαντάζομαι για την ταξική και συναδελφική αλληλεγγύη κάποιοι να χτυπούν τις κάρτες παρουσίας άλλων στο ελληνικό δημόσιο…

Έχουμε επίσης και έναν επιθεωρητή που λίγη ώρα μετά το δυστύχημα, εξασφαλίζει αναρρωτική άδεια για έναν μήνα από πολιτευόμενο γιατρό δημόσιου νοσοκομείου. Έχουμε λοιπόν μια πλήρη περιγραφή του ελληνικού δημοσίου με τρεις προτάσεις. Θέλετε και συνέχεια; Ακολουθεί ένα απεργιακό κύμα του δημόσιου τομέα, δήθεν συμπαράστασης στα θύματα και απαίτησης τιμωρίας των ενόχων, αλλά επί της ουσία συγκάλυψης των παθογενειών και ευθυνών του δημοσίου. Στο τις πταίει λοιπόν, η απάντηση είναι εύκολη, αλλά επώδυνη για όλους μας. Η σιωπηρή μας ανοχή σε όλα αυτά, η απάθειά μας, πρέπει να γίνει δύναμη ανατροπής από τα κάτω, ώστε να γίνουμε κανονική χώρα, όπου θα κυριαρχεί η αξιοκρατία.

Όπως σωστά σημειώνει ο Κώστας Στούπας: «Τα αίτια του τραγικού δυστυχήματος στα Τέμπη αποκαλύπτουν τις χρόνιες παθογένειες του ελληνικού πελατειακού και κομματικού παρακράτους διαχρονικά και διακομματικά.

Η χώρα αυτή, την περασμένη δεκαετία κατά την περίοδο των μνημονίων, είχε να επιλέξει μεταξύ της επανίδρυσης από μηδενική βάση του δημόσιου τομέα ή της φυγής του πλέον δυναμικού και εξειδικευμένου κομματικού του εργατικού δυναμικού στο εξωτερικό.

Επέλεξε το δεύτερο προκειμένου να εξασφαλίσει θέσεις σταθμαρχών σε αχθοφόρους της κομματοκρατίας.»

Τις πταιει λοιπόν αναρωτιόταν ο Τρικούπης 155 χρόνια πριν. Τις πταίει και «αυτό το Ρωμέϊκο μήτε φτιάχνεται μήτε χαλάει», που έλεγε κι ο Μακρυγιάννης.

Ο Βαγγέλης Βλάχος, αδερφός του αδικοχαμένου Βάϊου, μας έδειξε το δρόμο με το παράδειγμα της Αργεντινής, που είναι μεν δύσβατος, αλλά μονόδρομος. Θέλει να μας βάλει στο ρεύμα ανόδου.

Πρέπει η υπόθεση των Τεμπών να γίνει κτήμα όλων των Ελλήνων και όχι μόνο των 57, ή των 350 οικογενειών, αν θέλουμε να επέλθει η «των τοιούτων παθημάτων κάθαρσις» στην τραγωδία, αν θέλουμε να φτιάξουμε ένα κανονικό σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος…