Ιδιαίτερα προβληματισμένοι δηλώνουν συγγενείς θυμάτων της σιδηροδρομικής τραγωδίας των Τεμπών, με φόντο την ανακοίνωση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, η οποία χθες, Κυριακή, διέψευσε τις πληροφορίες που έκαναν λόγο για εντοπισμό ανθρωπίνων μελών στα βαγόνια των αμαξοστοιχιών στα Τέμπη.
Υπενθυμίζεται ότι με αφορμή σχετικά δημοσιεύματα, ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου κι εκπρόσωπος Τύπου της Εισαγγελίας του ανωτάτου δικαστηρίου Κωνσταντίνος Τζαβέλλας, διευκρίνισε χθες Κυριακή ότι έως τώρα «έχουν ανευρεθεί αρκετά μικρά υπολείμματα οστών και βιολογικού υλικού (λίπος), τα οποία έχουν αποσταλεί στη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών για έλεγχο DNA και ταυτοποίηση».
Η ανακοίνωση της Εισαγγελίας
«Σύμφωνα με πληροφορίες οι οποίες παρασχέθηκαν στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου από την αρμόδια Εισαγγελία Εφετών Λάρισας και τον αρμόδιο Εφέτη Ανακριτή Λάρισας, ο οποίος διεξάγει την κυρία ανάκριση για την υπόθεση των Τεμπών, δεν ανταποκρίνονται στη πραγματικότητα και διαψεύδονται όσα διατυπώθηκαν στα ΜΜΕ από τρίτους, ότι ανευρέθησαν ανθρώπινα μέλη στα εναπομείναντα βαγόνια των αμαξοστοιχιών και διευκρινίζεται ότι κατά τις πολυήμερες και ενδελεχείς σχετικές έρευνες, μέχρι σήμερα 19/11/2023, έχουν ανευρεθεί αρκετά μικρά υπολείμματα οστών και βιολογικού υλικού (λίπος), τα οποία έχουν αποσταλεί στη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών για έλεγχο DNA και ταυτοποίηση. Οι έρευνες συνεχίζονται».
Η ανακοίνωση συγγενών των θυμάτων
Από την πλευρά τους, πληγέντες του δυστυχήματος σε ανακοίνωσή τους σημειώνουν ότι «χαιρετίζουμε την όψιμη ευαισθητοποίηση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου σε ότι αφορά την Τραγωδία των Τεμπών, η οποία μετά από 9 μήνες εξέδωσε επιτέλους κάποια ανακοίνωση για την υπόθεση, δυστυχώς όμως η αφορμή και το περιεχόμενο της μας προκαλεί ιδιαίτερο προβληματισμό».
Οι πληγέντες επισημαίνουν ότι «στην ιστοσελίδα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου αναφέρεται ότι ο Εισαγγελικός θεσμός κατά την αφετηρία της νομοθετικής του καθιέρωσης, στο τότε νεοσύστατο ελληνικό κράτος δεν είχε την σημερινή του θεσμική διάσταση και αξία, καθώς αρχικά ο εισαγγελέας ήταν “διαπεπιστευμένος” της κυβέρνησης “παρά τοις Δικαστηρίοις” και χρησίμευε ως σύνδεσμος μεταξύ αυτής και των δικαστηρίων. Ομολογούμε ότι μελετώντας την ανακοίνωση και προσπαθώντας να αντιληφθούμε τα κίνητρα της όψιμης αυτής ευαισθησίας, η οποία μάλιστα δημοσιοποιήθηκε μέσα στην αργία του Σαββατοκύριακου, δεν μπορούμε παρά να αναστοχαστούμε την πεποίθηση μας ότι έπαψε ο Εισαγγελέας να αποτελεί “…όργανο δια του οποίου η κυβέρνηση διαβιβάζει στα δικαστήρια τις επιθυμίες και απόψεις της και εποπτεύει και ελέγχει την απονομή της δικαιοσύνης….”».
Οι πληγέντες υπογραμμίζουν ότι «θέλουμε να συνεχίσουμε να πιστεύουμε ότι η εισαγγελία είναι δικαστική αρχή ανεξάρτητη και έχει ως αποστολή την τήρηση της νομιμότητας, τη διαφύλαξη των κανόνων της δημόσιας τάξης και την προστασία του πολίτη από την βία και την αυθαιρεσία όχι μόνον των εκ του πράγματος ισχυρών συνανθρώπων του αλλά και της κρατικής εξουσίας. Περιμένουμε όμως από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου να τοποθετηθεί και στα παρακάτω με αφορμή την ως άνω ανακοίνωση, προκειμένου να μας εμπεδωθεί η βεβαιότητα ότι η παραπάνω θεσμική μεταβολή του ρόλου του Εισαγγελέα δεν είναι μόνο τυπική αλλά απόλυτα ουσιαστική».
Θέτουν, δε, τα παρακάτω ερωτήματα:
- «Ποια η διαφορά μεταξύ του εάν ευρέθησαν ολόκληρα μέλη σωμάτων ανθρώπινων σορών ή τμήματα τους (ένας αστράγαλος, τμήμα γνάθου ή δόντια με ρίζα δεν αποτελούν τμήματα-μέλη του ανθρώπινου σώματος); Δεν αποτελεί κύριο ζήτημα γιατί δεν βρέθηκαν νωρίτερα τόσο αυτά όσο και το “μαύρο-πορτοκαλί κουτί” της μιας μηχανής και ποιος ευθύνεται γι’ αυτό, ενώ μάλιστα εξ αρχής είχε ανακοινωθεί ότι υπήρχε μια τουλάχιστον αγνοούμενη;»
- «Πώς, πότε και γιατί μεταφέρθηκαν τα ανθρώπινα λείψανα, μαζί, ενδεχομένως, με το σύνολο των καταλοίπων της σύγκρουσης, στο σημείο που γίνεται σήμερα, ετεροχρονισμένα και με ιδιαίτερα μεγάλη καθυστέρηση, η σχετική έρευνα, ενώ μάλιστα σύμφωνα με το αριθ. πρωτ. 86/31.5.2023 έγγραφο του Εφέτη Ανακριτή αποδεδειγμένα βρέθηκε στο χώρο αυτό λείψανο και συγκεκριμένα “υπόλειμμα-τμήματος οστού και ιστού” τρεις μήνες μετά το τραγικό συμβάν;»
- «Από ποιον μεταφέρθηκαν την δεύτερη ημέρα μετά την μαζική δολοφονία συντρίμμια και ανθρώπινα λείψανα, με μορφή άμορφη μάζας, μαζί με φυσικό έδαφος, από το σημείο του τραγικού συμβάντος σε χώρο που ανήκει στον υπόλογο για το έγκλημα ΟΣΕ και γιατί δεν υπάρχει κανένα σχετικό στοιχείο, στην σχηματισθείσα δικογραφία;»
- «Δεν είναι αντίθετο με τις επιταγές των άρθρων 239 και 251 ΚΠΔ να επεμβαίνει οποιοσδήποτε τρίτος, πλην των Δικαστικών Λειτουργών που έχουν αναλάβει το έργο της Ανάκρισης, στον τόπο του εγκλήματος και να τον αλλοιώνει πλήρως με τον ως άνω τρόπο, πριν καν ξεκινήσει ο εντοπισμός και συλλογή κρίσιμων αποδεικτικών στοιχείων;»
- «Ποια η δικονομική αξία των πειστηρίων, ιδίως για τα διερευνώμενα αίτια και τους πιθανούς ενόχους της έκρηξης και της φωτιάς, μετά την ως άνω αναρμόδια, παράνομη και εντελώς αυθαίρετη παρέμβαση σε έργο που ανήκει αποκλειστικά στην Δικαιοσύνη, αγνώστου αριθμού τρίτων, των οποίων οι ενέργειες και τα κίνητρα δεν έχουν ακόμη διαπιστωθεί;»
- «Γιατί δεν τηρήθηκαν όσα επιβάλει ο νόμος (ενδεικτικά: άρθρα 239 και 251 ΚΠΔ, άρθρο 21 Ν.5014/2023 (Θεσμικό πλαίσιο για τη διερεύνηση αεροπορικών και σιδηροδρομικών ατυχημάτων για την ασφάλεια των μεταφορών), για τη συλλογή και τη διατήρηση των αποδείξεων, καθώς και για την εξασφάλιση των ιχνών του εγκλήματος;»
- «Ο κ. Αγοραστός και γενικά το Συντονιστικό Όργανο Πολιτικής Προστασίας (ΣΟΠΠ), στα πλαίσια υλοποίησης του Ειδικού Σχεδίου Διαχείρισης Ανθρωπίνων Απωλειών (ΣΔΑΑ), όπως έχει ομολογήσει εγγράφως ο Περιφερειάρχης Θεσσαλίας σε εξώδικο του, είναι κατά πάσα πιθανότητα μεταξύ των αυτουργών (αλλά όχι οι μόνοι) της παραπάνω απολύτως αυθαίρετης και παράνομης παρέμβασης στο έργο της Δικαιοσύνης» επισημαίνουν οι πληγέντες της τραγωδίας.
Ωστόσο, όπως προσθέτουν, σύμφωνα με το ΣΔΑΑ «δεν προβλέπεται ούτε νομιμοποιείται ο τρόπος που τελικά έδρασαν οι ανωτέρω». Συμπληρώνουν, δε, ότι «αποδεδειγμένα, αφενός δεν αποδόθηκε το σύνολο των σορών στους οικείους και αφετέρου δεν ολοκληρώθηκε το έργο της συλλογής στοιχείων, ιχνών και πειστηρίων, πριν συντελεστεί η εκ βάθρων αλλοίωση του χώρου του εγκλήματος». «Ποιος λοιπόν και γιατί κινητοποίησε παράνομα όλη αυτή την επιχείρηση βεβήλωσης των ανθρώπινων λειψάνων και συγκάλυψης της αλήθειας;» διερωτώνται.
Οι συγγενείς των θυμάτων καλούν την Εισαγγελία να τοποθετηθεί στα ζητήματα που θέτουν. «Δυστυχώς δεν το έχει πράξει ακόμη γι’ αυτό και δηλώσαμε τον προβληματισμό μας που αφορμή για την πρώτη σχετική ανακοίνωση απετέλεσε το μέγεθος των ευρημάτων από τους ανθρώπινους ιστούς που αφέθηκαν βορά των στοιχείων της φύσεως, απολύτως απροστάτευτα και εκτεθειμένα, μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά στοιχεία, επί μήνες. Μετά την πάροδο 9 μηνών θα ήταν άλλωστε αδύνατο να βρεθούν ολόκληρα ανθρώπινα μέλη και θεωρούμε ούτως ή άλλως άθλο της εξειδικευμένης ομάδας που ανέλαβε το έργο εντοπισμού και συλλογής του βιολογικού υλικού, τα έως σήμερα ευρήματα. Το γεγονός ότι η συγκεκριμένη ομάδα είχε προσφερθεί αφιλοκερδώς να προσφέρει τις πολύτιμες υπηρεσίες της από την πρώτη στιγμή και αγνοήθηκε από τους “υπεύθυνους”, είναι ένα ακόμη από τα ζητήματα που αναμένουμε από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου να τοποθετηθεί και να πράξει κατά καθήκον, ως ο ύπατος εκφραστής του Εισαγγελικού Λειτουργήματος στην χώρα» καταλήγουν στην ανακοίνωσή τους.