ΤΟΥ ΘΕΟΔΟΣΗ ΚΑΤΣΑΡΑ

Η Ελλάδα αποχαιρέτησε χθες ένα κομμάτι από την καρδιά και την ψυχή της! Ο MΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ έφυγε όπως το έγραψε στο ποίημά του, για “ενα ταξίδι μεγάλο δίχως πηγαιμό, δίχως γυρισμό”. Εφυγε όχι απλά πλήρης ημερών, αλλά πλήρης παραστάσεων και συγκινήσεων της ζωής!

Πλήρης γιατί “ρούφηξε” τα πάντα στο διάβα του και ο,τι σπουδαίο είχε μέσα του δεν δίστασε ούτε μία στιγμή να το κοινωνήσει και να το μοιραστεί! Το έδωσε απλόχερα στον κόσμο, δίχως προαπαιτούμενα και δεν κράτησε τίποτα κατ’ αποκλειστικότητα…

Γράφονται και λέγονται ήδη πολλά για τη διαδρομή του. Λεξιπλάστες περιγράφουν όμορφα και συγκινητικά την οντότητά του. Την καλλιτεχνική, την ανθρώπινη, την πολιτική. Μουσικοί και τραγουδιστές που ερμήνευσαν τις αθάνατες συνθέσεις του, ποιητές που είδαν τα λόγια τους να ταξιδεύουν με τις νότες του, μιλάνε γι’ αυτόν.

Το συγκλονιστικότερο όλων είναι ότι όλοι οι καθημερινοί Ελληνες όπου κι αν βρίσκονται στη γη, αυθόρμητα με την είδηση της “φυγής” του, θα τους έλθει στο νου, στην καρδιά και στα χείλη μια μελωδία, κάποιος στίχος…

«ΕΝΑ τραγούδι του Τσιτσάνη που κλαίει κάπου μακριά” που τραγουδούσε κι ο Στέλιος Καζαντζίδης στο “Σαββατόβραδο” του Τάσου Λειβαδίτη. Εκεί που “μοσχοβολούν οι γειτονιές” θα είναι πάντα ο Μίκης…

Φάρος όταν πέφτει το σκοτάδι, συντροφιά στη μοναξιά, παρηγοριά στον πόνο, χαρά στη χαρά, δύναμη στην διεκδίκηση του δίκιου, αυτοπροσδιορισμός, ίχνος ανεξίτηλο και χίλια δυο άλλα που συνθέτουν τον κόσμο των ανθρώπων όπου ανήκει.

“Έφερε τους μεγάλους ποιητές κοντά στο λαό” είπαν πολλοί.

Ισχύει ασφαλώς. Το έκανε, όμως, μ’ ενα μοναδικό τρόπο καταργώντας τις διαχωριστικές γραμμές που κατηγοριοποιούν την μουσική, την τέχνη, άρα και γενικότερα τους ανθρώπους!

Οι μελωδίες του “βροντοφωνάζουν” ότι η μουσική δεν έχει σύνορα και είναι μία! Αυτή που θα μιλήσει στην ψυχή, θα την γαληνέψει, θα τη σκιρτήσει ή θα την “ανάψει” και θα νικήσει τον ίδιο τον πανδαμάτορα χρόνο.

“Απεχθάνομαι την αλαζονική βεβαιότητα αυτών που ξέρουν σε ποιο σημείο πρέπει να χειροκροτήσουν ένα κονσέρτο” έγραφε δεικτικά ο Γάλλος ποιητής Λακρουά κατακερευνώνοντας το “επιτηδευμένο”, το “ελιτίστικο” το “ψεύτικο”, το “δήθεν”.

Έτσι όπως “έπλεκε” τις νότες ο Θεοδωράκης δεν υπήρχε τίποτα απ’ όλα αυτά διότι ήταν απέραντα αυθεντική η μουσική του. Λάβα από… ηφαίστειο!! Οσο εύκολα μπορούσε να σε απογειώσει με το συμφωνικό “Κάντο Χενεράλ” να σε ξεσηκώσει με το “Είμαστε δυο είμαστε τρεις”, να σε θωρακίσει με τη “Ρωμιοσύνη” να σε συνεπάρει με το “Δρόμοι Παλιοί”, να σε κάνει να δακρύσεις με τη “Δραπετσώνα” άλλο τόσο όμορφα μπορούσε να γίνει οικουμενικός χορεύοντας συρτάκι με τον Αντονι Κουίν στο “Ζορμπά”!

Ναι, με το Μίκη φεύγει μαζί κι ένα κομμάτι από την ψυχή και την καρδιά της Ελλάδας! Ωστόσο θα μένει πάντα ζωντανός! Γιατί απλούστατα πέραν όλων των άλλων είναι πλέον κτήμα του καθημερινού λαϊκού Ελληνα!

Είναι η ίδια η φωνή του στους αγώνες που έδωσε, δίνει και θα συνεχίσει να δίνει. Εκεί θα εμφανίζεται πάντα ο Μίκης ανεβοκατεβάζοντας με μπρίο τη μπαγκέτα του μαέστρου και θα ενορχηστρώνει τους καημούς του…

παραΣΠΟΝΤ(ί)ΕΣ

Ο Μανώλης Χιώτης “επιβλήθηκε” με την ασύλληπτη δεξιοτεχνία του στο μπουζούκι από τον Μίκη Θεοδωράκη σε έργα που θεωρούνταν έντεχνα. Στον “Επιτάφιο” του Γιάννη Ρίτσου και στις τρείς εκτελέσεις που εκδόθηκε το αριστούργημα αυτό, μπουζούκι παίζει ο Χιώτης που στην αρχή μάλιστα τα υπόλοιπα μέλη της ορχήστρας το θεωρούσαν αδιανόητο να συμμετέχει ενας λαϊκός μουσουργός! Μετά κατάλαβαν πόσο “άουτ” υπήρξαν!!!  Ο Χιώτης, το 1970 και όταν ο Μίκης κρατούνταν από τη χούντα στις φυλακές του Ωρωπού, δεν δίστασε να συγκεντρώσει μια παρέα, να περάσουν τα συρματοπλέγματα και να κάνουν καντάδα τραγουδώντας το “Σε πότισα ροδόσταμο”. Συνελήφθησαν οδηγήθηκαν στο κρατητήριο κι έφαγαν και ξύλο από τα “Ορκ” του καθεστώτος. Την επόμενη ημέρα ο Μανώλης Χιώτης έφυγε από τη ζωή!