Η αδράνεια που επέδειξαν επί σειρά ετών κυβερνήσεις, τοπικές κοινωνίες και αιρετοί στη Θεσσαλία, είναι παροιμιώδης σε ότι αφορά τη συντήρηση ενός οικολογικού εγκλήματος διαρκείας που συντελείται και υποτάσσεται στη λογική εύκολων και ανέξοδων συνθημάτων.
Στο θεσσαλικό κάμπο τα τελευταία χρόνια εξελίσσεται ένα αργόσυρτο περιβαλλοντικό έγκλημα, που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην ερημοποίησή της.
Γράφαμε σε παλιότερο σημείωμά μας για την «οικοκτονία ενός σιτοβολώνα», αλλά το πρόβλημα είναι πολύ πιο σύνθετο και ανατροφοδοτούμενο και το συνειδητοποιούμε κάθε καλοκαίρι.
Όσο περισσότερο εγκαταλείπονται υδρόφιλες καλλιέργειες (εαρινές) για χάρη χειμερινών σιτηρών και εν γένει ξερικών, τόσο διαφοροποιείται το μικροκλίμα και χάνεται η γονιμότητα το εδάφους, αφού ήδη έχουμε εκμεταλλευτεί ληστρικά τον υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα, καθώς έχουμε έλλειμμα 3 δις κυβικών μέτρων νερού στη θεσσαλική πεδιάδα
Με μεγάλη ευκολία οι ιθύνοντες, παρασυρμένοι από μια λογική εμπεδωμένη, δυστυχώς, και σε τεχνοκράτες από την Αθήνα και τις Βρυξέλλες , επισημαίνουν ότι για την επερχόμενη με ταχείς ρυθμούς ερημοποίηση του θεσσαλικού κάμπου υπεύθυνο είναι το βαμβάκι, του οποίου ωστόσο η καλλιέργεια όπου το κόστος του νερού είναι υπερβολικό τείνει να εξαφανιστεί.
Όλοι αυτοί, βέβαια, που καταφεύγουν σε επικοινωνιακά συνθήματα για να καλύψουν το μέγεθος της αδράνειας της πολιτικής ελίτ του τόπου αγνοούν μια βασική αρχή της επιστήμης της οικολογίας: το φαινόμενο της θετικής ανάδρασης ή της ανατροφοδότησης ενός οικοσυστήματος που έχει διαταραχθεί από το ίδιο το αίτιο της διαταραχής. Το γεγονός της δίμηνης ανομβρίας το χειμώνα και των ασυνήθιστα υψηλών θερμοκρασιών που παρατηρήθηκαν φέτος το Μάη στη Θεσσαλία (ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις ελάχιστες θερμοκρασίες 24ώρου) οφείλονται, πέρα από την παγκόσμια υπερθέρμανση, και σε παράγοντες και δεδομένα τοπικού χαρακτήρα τα οποία επιτείνουν το φαινόμενο.
Η αλλαγή από το υδρόφιλο και πράσινο βαμβάκι στο «ξηροθερμικό» τις καλοκαιρινές περιόδους σιτάρι έχει επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό το μικροκλίμα του κάμπου, σε τέτοιο βαθμό ώστε πλέον οι νύχτες εκεί από δροσερές που ήταν τα προηγούμενα χρόνια, όταν ποτιζόταν ο «λευκός χρυσός», να έχουν γίνει πλέον ανυπόφορες. Το γεγονός ότι στη Θεσσαλία το βαμβάκι και οι άλλες εαρινές καλλιέργειες καταλαμβάνουν πλέον σχεδόν τη μισή έκταση από ότι προ δεκαπενταετίας και τα σιτηρά τη διπλάσια έχει ως συνέπεια να καίγονται πολύ περισσότερες σιτοκαλαμιές τους θερινούς μήνες από ασυνείδητους αγρότες τους καλοκαιρινούς μήνες, κάτι που συνιστά οικολογικό έγκλημα.
Εκεί, όμως, όπου υπάρχει η μεγάλη σύγχυση και ως συνέπεια κατασυκοφαντείται η καλλιέργεια είναι στο πόσο υδροβόρο και υδροχαρές φυτό είναι το βαμβάκι. Ενα στρέμμα απαιτεί κατά μέσον όρο ετησίως 350-400 κ.μ. νερού, ενώ ένα στρέμμα καλαμπόκι πάνω από 600. Εξίσου υδροβόρος με το καλαμπόκι είναι και η καλλιέργεια τεύτλων και βιομηχανικής τομάτας. Τα σιτηρά που αντικατέστησαν βαμβάκι στη Θεσσαλία εφέτος ποτίστηκαν κατά κόρον τους ανοιξιάτικους μήνες για να έχουν μεγαλύτερες αποδόσεις. Όταν στις πόλεις συζητούν πλέον για πράσινες ζώνες και γκαζόν επάνω στις ταράτσες και στους ακάλυπτους χώρους, προκειμένου να επηρεάσουμε το μικροκλίμα και να κατεβάσουμε τη θερμοκρασία, έχει αναλογιστεί κανείς πόσο πιο υδροβόρο είναι το γκαζόν από το βαμβάκι, το οποίο αποτελεί ένα φυσικό σύστημα κλιματισμού, ένα «air condition» που κατεβάζει κατά 3 βαθμούς τη θερμοκρασία, ιδιαίτερα τις νύχτες;
Οι παλαιότεροι θυμούνται ότι όταν ο Θεσσαλικός κάμπος, όπως αποτυπώνεται στους πίνακες του Γιολδάση, ήταν μόνο σιτοβολώνας είχαμε ακραίες θερμοκρασίες που ξεπερνούσαν συχνά τους 45 βαθμούς Κελσίου. Είναι προφανές ότι η βαμβακοκαλλιέργεια ανέτρεψε δραματικά αυτά τα δεδομένα τα τελευταία 25 χρόνια.
Η ερημοποίηση της θεσσαλικής πεδιάδας και η υφαλμύρωση των υπόγειων υδάτων στο ανατολικό της τμήμα είναι φαινόμενα μη αναστρέψιμα και θα είχαν επέλθει ταχύτερα αν το βαμβάκι είχε αντικατασταθεί από το καλαμπόκι που έχει ακόμη μεγαλύτερες απαιτήσεις σε νερό.
Ο τόπος αυτός για να παραμείνει γόνιμος και ζωντανός χρειάζεται ένα σχέδιο σωτηρίας και ορθολογικής διαχείρισης των υδάτινων πόρων του… Χρειάζεται και τον Αχελώο, αλλά και τα μεσαία φράγματα στη Σκοπιά, στο Μουζάκι, στη Πύλη, στο Αγιονέρι κ.α.
Έργα που θα αργήσει να τα δει ο θεσσαλικός κάμπος γιατί αργούν να ωριμάσουν και δεν δίνουν πολιτικά οφέλη σε αυτόν που τα σχεδιάζει σε βάθος μιας κυβερνητικής θητείας. Δυστυχώς χάνουμε τον πιο εύφορο κάμπο της χώρας που θα μπορούσε να βγάλει την εθνική μας οικονομία από την εσωστρέφεια και την ευάλωτη «μονοκαλλιέργεια» του τουρισμού και μένουμε αδρανείς.
Τα καλοκαίρια στην πεδινή Θεσσαλία θα είναι εφιαλτικά τα προσεχή χρόνια, μέχρι να χάσει η επόμενη γενιά το γόνιμο κάμπο της…
Υ.Γ. Οι πολέμιοι του Αχελώου έλεγαν επί δεκαετίες ότι για όλα φταίει το βαμβάκι και για την υπεράντληση του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα αγνοώντας πως όσο αδρανούσαν να κατασκευάσου επιφανειακά συλλογικά αρδευτικά δίκτυα, τόσο οδηγούσαν στο στύψιμο των ελλιπών υδάτινων πόρων της.
Έτσι έχτισαν καριέρες πολιτικές βασιζόμενοι στην άγνοια. Και όμως αν η Θεσσαλία είχε διασφαλίσει επιφανειακά νερά θα κάλυπτε τις ανάγκες σε ζωοτροφές, άρα και σε κρέας που η χώρα εισάγει κατά 80% από τις χώρες της Ευρώπης. Μας πρόσφεραν βαμβάκι για τα τούρκικα κλωστήρια και σκληρό σιτάρι για τις ιταλικές βιομηχανίες ζυμαρικών, αλλά η Θεσσαλία δεν προοριζόταν για αυτό αλλά για να παράγει τρόφιμα που τόσο ανάγκη τα έχει η χώρα για να ξεφύγει από το φαύλο κύκλο της μεταπρατικής οικονομίας…
Του Γιάννη Κολλάτου