Το ότι έρχεται παγκόσμιος πληθωρισμός, ως αποτέλεσμα της πανδημίας, το επισημαίνουν πλέον όλοι οι οικονομικοί αναλυτές. Τα κράτη συσσώρευσαν χρέη και πρέπει να «τυπωθεί χρήμα» και να κυκλοφορήσει για να τα απομειώσει. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως οι παραγωγικές χώρες, θα ανακάμψουν ταχύτατα, γιατί το χρήμα θα χάσει την αξία του, ενώ θα
αποκτήσουν αξία προϊόντα και commodities (πρώτες ύλες, αγροτικά προϊόντα, τρόφιμα, χρυσός κλπ).
Η Ελλάδα δυστυχώς δεν συμπεριλαμβάνεται στις παραγωγικές χώρες, αφού εξακολουθεί να έχει ένα μεγάλο έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο εισαγωγώνεξαγωγών. Η λογική λέει ότι χαμένοι θα είναι και οι δημόσιοι υπάλληλοι και συνταξιούχοι, αφού κανείς δεν πιστεύει ότι θα υπάρξει αυτόματη τιμαριθμική προσαρμογή στους μισθούς.
Ερχόμαστε στη Θεσσαλία που εξαιτίας του υψηλού κόστους άρδευσης, λόγω της έλλειψης
μεγάλων επιφανειακών συλλογικών αρδευτικών δικτύων (βλέπε μεταφορά νερού από Αχελώο) εγκαταλείπει κάθε χρόνο δυναμικές ποτιστικές καλλιέργειες και επιστρέφει σε ξερικές με χειμερινά σιτηρά σκληρό ή μαλακό σιτάρι και κριθάρι.
Αυτό συνεπάγεται μία απώλεια τζίρου ανά στρέμμα περί τα 150 με 180 ευρώ. Για την τοπική οικονομία της Θεσσαλίας, το μέγεθος είναι τεράστιο, αν σκεφτεί κανείς πως από τα 2,1 εκατομμύρια στρέμματα βαμβακιού στη δεκαετία του ‘90 και τα 300.000 καλαμποκιού πέσαμε στα μόλις 800.000 στρέμματα βαμβάκι (τα 450.000 από αυτά στο Ν. Καρδίτσας) και 80.000 καλαμπόκι, ενώ εκμηδενιστηκε σχεδόν ακόμη μία δυναμική καλλιέργεια αυτή των τεύτλων.
Χάθηκαν δηλαδή 1,5 εκατομμύριο στρέμματα από εαρινές ποτιστικές καλλιέργειες, στο θεσσαλικό κάμπο τα τελευταία 20 χρόνια και πέσαμε από τους τζίρους των 220 ευρώ ανά στρέμμα μέσο όρο (για εαρινές αρδευόμενες) στα 60 ευρώ με τα χειμερινά σιτηρά (διαφορά 160 ευρώ περίπου ανά στρέμμα). Αυτό επίσης σημαίνει απώλεια τζίρου ετήσια για την τοπική οικονομία της τάξης των 240 εκατομμυρίων ευρώ (160 ευρώ ανά στρέμμα Χ 1,5 εκατ. στρέμματα).
Μία άλλη παράπλευρη απώλεια την οποία λίγοι έχουν υπολογίσει είναι η μείωση της παραγωγής μελιού. Μόνο το 2005 πρώτη χρονιά εφαρμογής της τότε ΚΑΠ που οδηγούσε σε ραγδαία μείωση της βαμβακοκαλλιέργειας, χάθηκαν 150 τόνοι μελιού από το θεσσαλικό κάμπο (βαμβακόμελο, που παράγεται κυρίως στον κάμπο του Παλαμά). Υπολογίζεται ότι η
συνολική μείωση της παραγωγής μελιού στη Θεσσαλία τα τελευταία χρόνια λόγω της μετατροπής εαρινών καλλιεργειών που έχουν ανθοφορία, όπως το βαμβάκι, σε ξερικά σιτηρά οδηγεί στην ετήσια απώλεια 300 τόνων μελιού (περί τα 6 ευρώ το κιλό, άρα 18 εκατομ. ευρώ ετήσια απώλεια).
Στα παραπάνω θα πρέπει να προσθέσει κανείς και το κόστος της επιπλέον ενέργειας που καταναλώνεται λόγω αυξημένων αναγκών κλιματισμού, το καλοκαίρι, αφού από το υδρόφιλο βαμβάκι και καλαμπόκι πήγαμε στο θερινό ξηροθερμικό τοπίο στον κάμπο με μετατροπή του σε σιτοβολώνα και το οποίο είναι ανυπολόγιστο…
Σε βάθος εικοσαετίας λοιπόν, αν κάνει κανείς την προβολή, χάθηκαν από τη Θεσσαλία περί τα 5 δις ευρώ τζίρος. Αν είχε ολοκληρωθεί ο Αχελώος τότε θα είχαμε αφενός ενσωματώσει αυτά τα 5 δις ευρώ στην τοπική και εθνική οικονομία, ενώ θα είχαμε εξοικονομήσει και περίπου 40-50 εκατομμύρια ευρώ ετησίως από την παραγωγή «πράσινης» ενέργειας από
τα δύο υδροηλεκτρικά εργοστάσια σε Συκιά και Μεσοχώρα, που επίσης σε βάθος 20ετίας δίνουν απώλεια 1 δις ευρώ…
Η ανάλυση αυτή δεν έχει συμπεριλάβει και άλλες οικονομικές – περιβαλλοντικές δυσμενείς επιπτώσεις για τη χώρα και τη θεσσαλική οικονομία.
Αρκούμαστε μόνο σε αυτή την πρώτη αποτίμηση για να γίνει κατανοητό πόσο λάθος είναι ο σχεδιασμός σε μία χώρα που δεν έχει παραγωγικό μοντέλο και δύσκολα θα επιβιώσει στο νέο ανταγωνιστικό περιβάλλον, μετά την πανδημία, αν δεν αλλάξει άμεσα ο τρόπος παραγωγής πολιτικής στη χώρα.
Αν επιμείνουμε στο επικοινωνιακό και το πρόχειρο, χωρίς μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και πέρα από ιδεολογικές αγκυλώσεις, είμαστε καταδικασμένοι να παραμείνουμε μεταπρατική οικονομία, θα χάνουμε κάθε χρόνο τον ανθό της νεολαίας μας που θα ψάχνει ευκαιρίες στο
εξωτερικό και εν γένει θα τρώμε τις σάρκες μας, όντας και φτωχότεροι και γερασμένοι…
Υ.Γ. Με βάση τα παραπάνω στοιχεία είναι προφανές ότι η μελέτη Πισαρίδη και το Ταμείο
Ανάκαμψης θα πρέπει να στοχεύσουν στην άμεση παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Εργοστάσια δεν έχουμε πλέον, μόνο από την κλωστοϋφαντουργία χάθηκαν 350.0000 θέσεις εργασίας, τουλάχιστο ας φτιάξουμε από την αρχή διαλογητήρια-τυποποιητήρια και συσκευαστήρια, παράγοντας φρούτα και λαχανικά που θα τα εξάγουμε. Αυτά βέβαια απαιτούν νερό, άρα η στόχευση πρέπει να είναι προφανής, σε ότι αφορά τον κάμπο της Θεσσαλίας.
Γιάννης Κολλάτος