Στις 18 πιο επιβαρυμένες περιοχές της χώρας, συγκαταλέγεται η Καρδίτσα, σύμφωνα με όσα έκανε γνωστά προχθές υφυπουργός Πολιτικής Προστασίας και Διαχείρισης Κρίσεων, κ. Νίκος Χαρδαλιάς.
Τα στοιχεία που έδωσε χθες στη δημοσιότητα η Περιφέρεια Θεσσαλίας, σε συνεργασία με το εργαστήριο υγιεινής και επιδημιολογίας του τμήματος Ιατρικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, δείχνουν το αυξημένο ιικό φορτίο που υπάρχει στην περιοχή μας.
Πιο συγκεκριμένα, από τις 14 Μαρτίου που ξεκίνησε η πανδημία μέχρι τις 15 Νοεμβρίου στην Π.Ε. Καρδίτσας καταγράφηκαν 747 κρούσματα.
Από τις 16 Νοεμβρίου έως τις 29 Νοεμβρίου, καταγράφηκαν 462 κρούσματα.
Με τα προχθεσινά 16 κρούσματα και τα χθεσινά 26, που ανακοίνωσε ο Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας, ο συνολικός αριθμός μολύνσεων στο Νομό Καρδίτσας από τις αρχές της πανδημίας, φτάνει τα 1.251 κρούσματα.
Κάτω από το 1 ο δείκτης R
Αισιοδοξία πάντως προκαλεί το γεγονός ότι τις τελευταίες ημέρες καταγράφεται πτώση στον δείκτη «R» που αφορά την αναπαραγωγή του κορωνοϊού, στην Π.Ε Καρδίτσας, συγκριτικά με την προηγούμενη μελέτη που είχε δημοσιεύσει η Περιφέρεια και το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.
Συγκεκριμένα, το «R» στην Π.Ε Καρδίτσας ισούται με 0,72 από 1,10 που ήταν στην προηγούμενη μελέτη.
Συνολικά στη Θεσσαλία το «R» ισούται με 0,73 ενώ σε ότι αφορά τους Νομούς, τον υψηλότερο δείκτη έχει η Λάρισα με 0,79. Ακολουθούν τα Τρίκαλα με 0,75, η Καρδίτσα με 0,72 και η Μαγνησία με 0,69.
Σε ότι αφορά την κατανομή των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων, το 14ήμερο από 16 έως 29 Νοεμβρίου, ο Δήμος Καρδίτσας «παραμένει» στο κόκκινο. Μαζί με τη Λάρισα, τον Τύρναβο, την Αγιά και το Βόλο, αποτελούν τους Δήμους της Περιφέρειας με το υψηλότερο επίπεδο κρουσμάτων, στο οποίο η κατανομή κινείται από 377 έως 664 (κρούσματα) ανά 100.000 κατοίκους.
Για τον υπόλοιπο Νομό, οι Δήμοι Σοφάδων, Παλαμά και Μουζακίου βρίσκονται στο τρίτο υψηλότερο επίπεδο κρουσμάτων με «πορτοκαλί» χρώμα (133-209/ 100.000 κατοίκους). Οι Δήμοι. Αργιθέας και Λίμνης Πλαστήρα βρίσκονται στο πέμπτο και χαμηλότερο επίπεδο κατανομής κρουσμάτων (0-59).
O δείκτης R
Nα σημειώσουμε ότι οι επιδημιολόγοι χρησιμοποιούν τον δείκτη R για δεκαετίες ως μονάδα μέτρησης της ικανότητας μια νόσου να διαδοθεί στους ανθρώπους. Πρόκειται για το μέσο όρο των νέων κρουσμάτων που προκύπτουν από έναν ήδη ασθενή. Εάν ο δείκτης R είναι άνω της μονάδας,
υπάρχει εκθετική αύξηση της νόσου, ενώ όσο πιο μεγάλο είναι το νούμερο, τόσο μεγαλύτερη είναι και η έξαρση των κρουσμάτων. Ενας δείκτης R κατώτερος της μονάδας σημαίνει ότι η επιδημία υποχωρεί και, εάν παραμείνει χαμηλός, τελικά θα εκλείψει.