Ανάγκη χάραξης εθνικής στρατηγικής την επόμενη μέρα της πανδημίας

O κόσμος αλλάζει δραματικά την επόμενη ημέρα της πανδημίας. Κλασσικές έννοιες, αναλύσεις και μοτίβα καταρρίπτονται, το κρυπτονόμισμα παίρνει τη θέση του κλασσικού χρήματος, διαδικτυακές εργασίες αναδεικνύονται και την ίδια ώρα αναδύονται παραδοσιακές οικονομικές πρακτικές όπως για παράδειγμα η παραγωγή τροφίμων. Σε αυτές τις προκλήσεις η χώρα μας για μία ακόμη φορά παρακολουθεί ασθμαίνουσα και οι πολιτικές και οικονομικές της ελίτ, αδυνατούν να συνεννοηθούν και να χαράξουν μια νέα εθνική στρατηγική.

Το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια (ΕΣΕΚ) για παράδειγμα έρχεται να εξοβελίσει την παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας, σε μια εποχή που το νερό διαπραγματεύεται πλέον χρηματιστηριακά και οι «αποθήκες νερού» αναμένεται να αποτελέσουν τις «χρυσές εφεδρείες» για τα προνοητικά κράτη. Η προσοχή όλων έχει στραφεί στην παραγωγή «πράσινης ενέργειας» (τι σημαίνει αυτό χωρά πολύ συζήτηση) και την απολιγνιτοποίηση της χώρας.

Γνωρίζουμε ότι η απολιγνιτοποίηση σημαίνει ακόμη μεγαλύτερη ενεργειακή εξάρτηση από άλλες χώρες καθώς οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) είναι στοχαστικές (τη νύχτα δεν λειτουργούν τα φωτοβολταϊκά πάρκα και όταν δεν φυσά δεν λειτουργούν τα αιολικά) και θα απαιτηθούν φορτία αιχμής, που παλιότερα μας τα έδινε ο λιγνίτης , ενώ τώρα θα μας τα δίνει το εισαγόμενο φυσικό αέριο.

Φυσικά και οι επενδύσεις σε Φ/Β και αιολικά γίνονται με εισαγόμενα πάνελ από Κίνα και Γερμανία το ίδιο και οι ανεμογεννήτριες. Ακόμη και για την παραγωγή ενέργειας από βιομάζα, ή την παραγωγή βιοαερίου, η τεχνολογία είναι πρωτίστως Γερμανική, ενώ και η χρηματοδότηση πολλές φορές των επενδυτικών σχημάτων γίνεται από Γερμανικές τράπεζες.

Την ίδια ώρα η δέσμευση γης υψηλής παραγωγικότητας είναι σφάλμα εθνικής στρατηγικής, που η χώρα θα το πληρώσει στο μέλλον. Ωστόσο στην κυβέρνηση επικρατεί η άποψη ότι η χώρα έχει ανάγκη από ένα επενδυτικό σοκ για να ανακάμψει, κυρίως από ξένα κεφάλαια και ξένες επενδύσεις. Μη λησμονούμε άλλωστε ότι μπορεί τύποις να βγήκαμε το 2018 από τα μνημόνια, αλλά νωρίτερα με το τρίτο μνημόνιο είχαμε υπογράψει ότι μέχρι το 2060, θα υπάρχει έλεγχος της οικονομίας από τις Βρυξέλλες και μέχρι να αποπληρωθεί το 75% των δανείων, θα καθορίζουν εν πολλοίς την οικονομική μας πολιτική.

Συνεπώς μέχρι το 2060 θα βρισκόμαστε σε ένα διαρκές μνημόνιο και κάθε τρεις μήνες θα δίνουμε εξετάσεις για την επίτευξη οικονομικών στόχων, στους δανειστές μας, άρα οι «βαθμοί ελευθερίας» στη χάραξη εθνικής οικονομικής πολιτικής παραμένουν περιορισμένοι. Και όλα αυτά ενώ άλλες χώρες υψώνουν τείχη προστατευτισμού, ή επιστρέφουν στο μερκαντελισμό και την ανάγκη μεγιστοποίησης των εξαγωγών (κλασσικά παραδείγματα Κίνα, Κορέα και Γερμανία).

Επομένως η κλασσική πολιτική ανάλυση πλέον δεν αποδίδει σε μία περίοδο μάλιστα που επιστρέφουν οι εθνικισμοί και επιχειρείται ένας νέου τύπου οικονομικός προστατευτισμός.

Η πρόσφατη κρίση, για παράδειγμα, ανέδειξε την ανάγκη ενός ισχυρού και αποτελεσματικού δημόσιου τομέα, στην υγεία και όχι μόνο, καταρρίπτοντας τον μύθο του «κακού κράτους». Κατέστησε δε ακόμη πιο σαφή τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον κόσμο του πλούτου και στη συντριπτική πλειοψηφία των κοινωνιών, καθώς το χάσμα μεγάλωσε περαιτέρω – αναδεικνύοντας αντικειμενικά το αίτημα της αναδιανομής υπέρ των «κάτω».

Ξεκαθάρισε, επίσης, ότι για τις πανδημίες και την κλιματική αλλαγή δεν είναι αμέτοχοι οι άνθρωποι και ο τρόπος που έχουν οργανωθεί οι κοινωνίες – κάτι που σημαίνει πως εάν δεν αλλάξει αυτό, η επόμενη και ακόμη μεγαλύτερη καταστροφή είναι αναπόφευκτη. Κατέστησε επίσης σαφές ότι σε εποχές που η «διαχείριση» των παραδοσιακών δυνάμεων και διαμεσολαβητών έχει αποτύχει, απαιτείται τόλμη, τομές και ανατροπές. Όσο, λοιπόν, δεν συγκροτούνται πλειοψηφίες πάνω σε αυτά τα πραγματικά και επιτακτικά προβλήματα και ζητήματα της εποχής μας και όσο δεν υπάρχει ένα «αφήγημα» με αρχή, μέση και τέλος που να τα ερμηνεύει και να τα εκφράζει συνολικά, τόσο θα συγκροτούνται στρεβλές πλειοψηφίες, με καμβά τους εθνικισμούς και το μίσος.

Και φυσικά για την Ελλάδα τα πράγματα είναι απλά: Η παραγωγή τροφίμων, θα πρέπει να προηγείται της παραγωγής «πράσινης» ενέργειας για να εξάγεται σε χώρες που εξακολουθούν να χρησιμοποιούν το λιγνίτη, όπως η Γερμανία για να μην μειωθεί η βιομηχανική της παραγωγή. Για τη χώρα μας είναι συνταγή επιβίωσης τώρα ειδικά που μπαίνουμε σε νέο ανοδικό κύκλο στα αγροτικά προϊόντα και επιχειρούμε νέο άνοιγμα στον τουρισμό.

Γιάννης Κολλάτος