Έκανε Πρωτοχρονιά στο Κίεβο και σχεδίαζε το γάμο με τη σύντροφό του. Τελικά βρέθηκε επί 17 ημέρες στη δίνη του πολέμου στην Ουκρανία και χρειάστηκε να κάνει 8ήμερο ταξίδι για να επιστρέψει στην Ελλάδα και στην Καρδίτσα.
Ο λόγος για τον 63χρονο Βασίλη Μπούκη, γεννημένο στην Τασκένδη που κατοικεί στην Ελλάδα εδώ και 40 χρόνια, τα περισσότερα από τα οποία στην Καρδίτσα. Ο κ. Μπούκης περιέγραψε στο «Νέο Αγώνα» τις ταραχώδες ημέρες που βίωσε στην Ουκρανία και την… Οδύσσεια που πέρασε για να επιστρέψει στην Καρδίτσα.
Ο κ. Μπούκης βρίσκονταν στην Ουκρανία από τον περασμένο Δεκέμβριο, όπου ζει και εργάζεται η σύντροφός του. «Περάσαμε όμορφα την πρωτοχρονιά στο Κίεβο. Είχαμε σκοπό να καθίσουμε εκεί και το καλοκαίρι να έρθουμε Ελλάδα. Σχεδιάζαμε να παντρευτούμε» σημείωσε ο ίδιος.
Συνέχισε λέγοντας ότι η σύντροφός του διέθετε δύο σπίτια, ένα στο Κίεβο το οποίο την εξυπηρετούσε και για την εργασία της και ένα στην Κωμόπολη Ντύμερ μεταξύ Κιέβου και Τσερνόμπιλ στο οποίο διέμεναν.
Η έναρξη του πολέμου βρήκε τον κ. Μπούκη στο σπίτι στο Ντύμερ και τη σύντροφό του εγκλωβισμένη στο Κίεβο, απ’ όπου αδυνατούσε να φύγει. Μάλιστα μετά τις πρώτες ημέρες άρχισαν να καταγράφονται σημαντικά προβλήματα στις τηλεφωνικές συνδέσεις, με αποτέλεσμα να αδυνατούν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους.
Μετά την πρώτη εβδομάδα του πολέμου, στην περιοχή του Ντύμερ άρχισαν να φθάνουν τα πρώτα άρματα, με τις πολεμικές συγκρούσεις να δυναμώνουν και να σημειώνονται βομβαρδισμοί εκατέρωθεν από τις Ρωσικές και Ουκρανικές δυνάμεις.
«Δεν μπορούσες να βγεις από το σπίτι. Είχαν περάσει περίπου 17 ημέρες. Έξω από το σπίτι περνά κάποια στιγμή ειδικό όχημα για τη μεταφορά άμαχου πληθυσμού σε ασφαλέστερο σημείο. Δεν μπήκα σε εκείνο το όχημα, το οποίο μάλιστα απ’ ότι πληροφορηθήκαμε στην περιοχή, αργότερα χτυπήθηκε από πυρά και σκοτώθηκαν όλοι όσοι βρίσκονταν μέσα. Τη μεθεπόμενη ημέρα περνάει νέο όχημα. Κλείδωσα το σπίτι άφησα τα κλειδιά στο γείτονα και έφυγα» περιέγραψε ο κ. Μπούκης και συνέχισε: «Φθάνουμε σε μια γκρεμισμένη γέφυρα και προσπαθούσαμε να περάσουμε απέναντι σπρώχνοντας πλωτά μέσα στα νερά. Πέφτει μια πρώτη ρουκέτα και μας δίνουν εντολή να ξαπλώσουμε κάτω. Ακολουθεί και δεύτερη ρουκέτα που έσκασε στα 20 μέτρα από εκεί που βρισκόμασταν. Παίρνουμε εντολή να φύγουμε πίσω. Πίσω να πάω που; Πήρα το σάκο μου και αποφάσισα να συνεχίσω με τα πόδια. Με ακολούθησε ακόμη ένας και μια γυναίκα με δύο παιδιά».
Στη συνέχεια, τους περίμεναν μικρά λεωφορεία τα οποία τους πήγαν προς το Κιέβο και συγκεκριμένα στο σιδηροδρομικό σταθμό. «Εκεί βρήκα σήμα και επικοινώνησα μετά από 17 ημέρες μέσω βιντεοκλήσης με τη σύντροφό μου. Με το τρένο κινούμασταν χωρίς φώτα το βράδυ ώστε να μην γίνει στόχος. Φθάσαμε στο Λβιβ όπου τεράστια ουρά αμάχων περίμενε να φύγει με λεωφορεία για την Πολωνία» ανέφερε. Συνέχισε λέγοντας ότι βρήκε την ευκαιρία να παρακάμψει την ουρά και να «χωθεί στη… ζούλα» σε λεωφορείο όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο ίδιος.
«Φθάνουμε στα σύνορα όπου περπατήσαμε για να περάσουμε στην Πολωνία. Εκεί μας υποδέχθηκαν οι Πολωνοί παρέχοντάς μας φαγητό και άλλα αγαθά. Στη συνέχεια λεωφορεία μας μετέφεραν μέσα στην Πολωνία όπου εκεί μας έδωσαν βραχιόλι με ειδικό αριθμό με βάση τον οποίο θα κινούμασταν μέχρι τον τελικό μας προορισμό» συνέχισε.
Για τον ίδιο που ήθελε να επιστρέψει Ελλάδα, η διαδρομή ήταν με λεωφορείο μέσω Αυστρίας. Μάλιστα επειδή δεν υπήρχε δρομολόγιο για Ελλάδα, ήρθε σε συνεννόηση με φίλο του που κατοικεί στη Βουλγαρία και τελικά πήρε εισιτήριο για τη Σόφια της Βουλγαρίας. Από εκεί και ύστερα επέστρεψε στην Ελλάδα.
«Μεγάλη ταραχή»
To ταξίδι κράτησε 8 ημέρες και ο ίδιος στέκεται στη μεγάλη ταραχή που είχε όλο το αυτό διάστημα. «Άλλο να το βλέπεις σε έργο και άλλο να το ζεις. Δεν μπορούσες να κοιμάσαι το βράδυ από τους βομβαρδισμούς. Κοιμόσουν με ανοιχτά τα μάτια έτριζε το σπίτι από τους βομβαρδισμούς» τόνισε και εύχεται να μην ζήσουμε πόλεμο στην Ελλάδα. Σε ότι αφορά τη σύντροφό του, έχει φύγει από το Κίεβο και μένει προς το παρόν σε άλλη πόλη 500 χιλιόμετρα δυτικότερα, ενώ περιμένει να ανοίξουν νέοι ανθρωπιστικοί διάδρομοι για να φύγει και να έρθει και αυτή στην Ελλάδα».