Του Γιάννη Κολλάτου

Την ίδια στιγμή που το ελληνικό βαμβάκι αρχίζει δειλά-δειλά την αντεπίθεση στις διεθνείς αγορές, με την απόκτηση ευρωπαϊκού σήματος, ως απόρροια της προσπάθειας της Διεπαγγελματικής, οι οιωνοί δεν δείχνουν ευοίωνοι τουλάχιστο για το άμεσο μέλλον του. Οι φετινές χαμηλές τιμές προδιαγράφουν μία μείωση της καλλιέργειας για την επόμενη περίοδο της τάξης του 20 με 25%, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των εταιρειών πολλαπλασιαστικού υλικού που ήδη έχουν βάλει ένα φρένο στα σπορόκεντρα.

Είναι γεγονός πως σε περιοχές της Ανατολικής Θεσσαλίας που το κόστος άρδευσης είναι υψηλό, η καλλιέργειά του έχει καταστεί οριακή και ούτε καν το δέλεαρ της σχετικά υψηλής συνδεδεμένης δεν μπορεί να κεντρίσει το ενδιαφέρον των παραγωγών,…Με ένα μέσο κοστολόγιο των 250 ευρώ το στρέμμα, θα απαιτούνταν τιμές πάνω από τα 50 λεπτά ώστε η καλλιέργεια να είναι συμφέρουσα, με δεδομένο ότι φέτος θα έχουμε μία μείωση της ειδικής ενισχυσης κατά 10 ευρώ το στρέμμα…

Κι εδώ είναι όλη η ουσία της υπόθεσης καθώς σε περιοχές στον Έβρο και την Ορεστιάδα καλλιεργούν ξερικά βαμβάκια, μόνο για τη συνδεδεμένη εις βάρος των Θεσσαλών βαμβακοπαραγωγών που κάνουν όλες τις καλλιεργητικές φροντίδες, ενώ με ευκολία παρακάμπτονται οι ελεγκτικοί μηχανισμοί, καθώς γίνεται αγοραπωλησία από τους μεσίτες και μεταφορά κιλών από την υπόλοιπη χώρα προκειμένου να καλύπτονται οι δηλώσεις με το απαιτούμενο πλαφόν.

Το ελληνικό βαμβάκι ωστόσο έχει μέλλον γιατί αργά ή γρήγορα θα λάβει την προστιθέμενη αξία που του αναλογεί, από το γεγονός ότι δεν εμπεριέχει παιδική εργασία στη διαδικασία συλλογής και μεταποίησής του, ενώ είναι το μοναδικό παγκοσμίως μη γενετικά τροποποιημένο καθώς  σε συνεργασία με το Κέντρο Ποιοτικού Ελέγχου και Ταξινόμησης της Καρδίτσας, γίνεται μία σοβαρή προσπάθεια για την τυποποίησή του και τυποποίησή του. Έπειτα από μία μακρά περίοδο όπου η προσοχή όλων ήταν στραμμένη αντί της ποιότητας στην ποσότητα που έφευγε κυρίως για τα τουρκικά κλωστήρια, έγινε αντιληπτό από τους εμπλεκόμενους (αγρότες και εκκοκκιστές) πως πρέπει να γίνουμε χώρα παραγωγής premium αντί low cost προϊόντος, αν θέλουμε να έχει μέλλον ο κλάδος. Αυτό όμως απαιτεί συνεννόηση άρση της καχυποψίας μεταξύ των δύο μερών (αγροτών και βιομηχάνων) και κατά παρόμοιο τρόπο αυτό πρέπει να γίνει και στο άλλο σημαντικό προϊόν της Θεσσαλίας τη φέτα.

Ήδη προς την κατεύθυνση της συνεννόησης και της διανομής της προστιθεμένης αξίας έγινε μία κίνηση από τη γαλακτοβιομηχανία ΟΛΥΜΠΟΣ και το Μιχάλη Σαράντη με το δείπνο που παρέθεσε στους κτηνοτρόφους στα Τρίκαλα. Από τη φέτα και τη διατήρηση της ποιότητάς της μπορούν όλοι να βγουν κερδισμένοι ήταν το συμπερασμό της κουβέντας. Φυσικά όλα τα παραπάνω πρέπει να θεσμοθετηθούν με την καθιέρωση και λευτουργία της Διεπαγγελματικής της φέτας.

Κάτι παρόμοιο πρέπει να συμβεί και με το ελληνικό βαμβάκι. Οι εκκοκκιστές να κατανοήσουν ότι χωρίς ικανοποιημένους παραγωγούς δεν θα υπάρχει πρώτη ύλη σε λίγα χρόνια και οι αγρότες ότι πρέπει να περάσουν σε συλλογικά σχήματα και να προχωρήσουν στη συμβολαιακή γεωργία, ώστε να διευκολύνουν τους εκκοκκιστές στις προπωλήσεις και να λαμβάνουν και οι ίδιοι μερίδιο από την υπεραξία στις διεθνείς αγορές…

Αν δεν συνεννοηθούμε ως χώρα και δεν κατανοήσουμε ότι» ο εχθρός είναι εκτός των τειχών», τώρα μάλιστα που επιστρέφει ο προστατευτισμός σε μεγάλες αγορές όπως οι ΗΠΑ, η Κίνα και η Ρωσία, τότε όλοι θα βγούμε χαμένοι στο δύσκολο παιχνίδι της επιβίωσης.

Υ.Γ. Το βαμβάκι και η φέτα, αποτελούν τις δύο εκφάνσεις του αποκαλούμενου «λευκού χρυσού» για την τοπική οικονομία της Θεσσαλίας, τόσο από πλευράς οικονομικών μεγεθών, όσο κυρίως απασχόλησης