Ένα ανησυχητικό φαινόμενο πλήττει τις ακτές της Τουρκίας απειλώντας με οικολογική καταστροφή τη θαλάσσια ζωή της περιοχής. Η βιολόγος, ωκεανογράφος, ερευνήτρια Καλλιόπη Πάγκου, Διευθύντρια Ερευνών στο Ινστιτούτο Ωκεανογραφίας του ΕΛΚΕΘΕ (Ελληνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών) εξηγεί πού οφείλεται το φαινόμενο και πόσο πρέπει να απασχολεί την Ελλάδα.
Η επέκταση της «θαλάσσιας βλέννας» που έχει δημιουργηθεί στη Θάλασσα του Μαρμαρά, νότια της Κωνσταντινούπολης, έχει σημάνει συναγερμό στην Τουρκία, αφού αποτελεί απειλή για τη θαλάσσια ζωή, αλλά και την αλιευτική βιομηχανία.
Αν και δεν πρόκειται για πρωτόγνωρο φαινόμενο, η εμφάνισή του σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί καλό οιωνό:
«Δεν μπορώ να πω ότι πρόκειται για ένα συνηθισμένο φαινόμενο με την έννοια της συχνότητας εμφάνισης, είναι ωστόσο γνωστό», λέει η κα Καλλιόπη Πάγκου στο CNN Greece, η οποία μας βοηθά να κατανοήσουμε στο φαινόμενο και την επίδρασή του στη θαλάσσιο οικοσύστημα της Τουρκίας αλλά, ενδεχομένως, και της Ελλάδας.
Τι συνέβη στη Θάλασσα του Μαρμαρά
Στη θάλασσα υπάρχει μια κατηγορία οργανισμών που είναι εξαιρετικά σημαντική για τη ζωή της θάλασσας, καθώς αποτελεί τη βάση της τροφικής αλυσίδας.
Αυτό είναι το φυτοπλαγκτόν.
Πρόκειται για μικροσκοπικά μονοκύτταρα φήκη, καλοί οργανισμοί, διότι από αυτούς τρέφονται τα μικρά ζωάκια που τα λέμε ζωοπλαγκτόν, τα μικρά ψαράκια κλπ.
Αυτά αιωρούνται μέσα στο νερό.
Υπάρχουν περιοχές, ωστόσο, όπου μπορεί να υπάρχουν κάποια προβλήματα, κυρίως ανθρωπογενή, π.χ. απόρριψη μεγάλων ποσοτήτων ανεπεξέργαστων ναυτικών λυμάτων, είσοδος γλυκών νερών από ποτάμια που μεταφέρουν γεωργικά απόβλητα, δηλαδή κάποια ρύπανση που εκβάλλει μέσα στη θάλασσα.
Αυτά λειτουργούν ως «θρεπτικά υλικά», που είναι ανόργανα ή οργανικά άλατα φωσφόρου – αζώτου, δηλαδή οργανική ύλη και αποτελεί την τροφή του φυτοπλαγκτού.
Μέσω αυτών, το φυτοπλαγκτόν αναπτύσσεται πάρα πολύ και αρχίζει τότε μια πολύ σημαντική διαταραχή του οικοσυστήματος που ονομάζεται «ευτροφισμός».
«Μέσω του ευτροφισμού αναπτύσσεται πολύ ο πληθυσμός τους, γι’ αυτό κάποιες φορές, ειδικά στη Βόρεια Ευρώπη, βλέπουμε θάλασσες που πρασινίζουν, είναι θαμπές και όχι διαυγείς. Τέτοια φαινόμενα είχαν παρατηρηθεί στο παρελθόν στον Σαρωνικό και το Κερατσίνι, ωστόσο μετά τη λειτουργία του Κέντρου Επεξεργασίας Λυμάτων της Ψυττάλειας αυτό καθάρισε καθώς πλέον η έκχυση των λυμάτων γίνεται με οργανωμένο τρόπο», υπογραμμίζει η κα Πάγκου.
«Αυτό που συνέβη στη θάλασσα του Μαρμαρά είναι κάτι πολύ πιο ακραίο: Ένας συγκεκριμένος φυτοπλαγκτονικός οργανισμός, κατά πάσα πιθανότητα, αναπτύχθηκε υπερβολικά παρακάμπτοντας όλους τους άλλους οργανισμούς. Αυτός ο οργανισμός έχει τη δυνατότητα να παράγει αυτήν την βλέννα, εκκρίνοντάς την από τα κύτταρά του. Αυτοί είναι συνήθως πολυσακχαρίτες, που μοιάζουν σαν ζελές, σαν αφρός. Ενώ λοιπόν ο ευτροφισμός μπορεί να δέχεται χρόνια αστικά λύματα, κάποια στιγμή, αν π.χ. ευνοήσουν οι καιρικές συνθήκες, μπορεί να ευνοήσει ένα μόνο είδος. Και είτε να αλλάξει το χρώμα του νερού, να γίνει δηλαδή κόκκινο ή καφέ, ή να δημιουργήσει αφρούς, βλέννες κλπ. Κάποιοι μάλιστα από αυτούς τους οργανισμούς παράγουν και τοξίνες, που επηρεάζουν και τον άνθρωπο», επισημαίνει η βιολόγος.
Ερευνητές στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης μοιάζουν να έχουν καταλήξει στο είδος του μικροοργανισμού που έπληξε τις ακτές του Μαρμαρά, ωστόσο τα τελικά αποτελέσματα της έρευνάς τους δεν έχουν ακόμη δημοσιευτεί.
«Αυτή η βλέννη, αν είναι το είδος που θεωρούμε ότι κατά πάσα πιθανότητα είναι, δεν παράγει τοξίνη, αλλά προκαλεί άλλου είδους προβλήματα», τονίζει η ωκεανογράφος – ερευνήτρια, και συνεχίζει:
«Η συγκεκριμένη καταναλώνει το οξυγόνο. Κι αυτό γιατί αυτή η βλέννη κάποια στιγμή σπάει σε κομμάτια και πέφτει κάτω στον βυθό. Εκεί με την αποδόμησή της καταναλώνεται το οξυγόνο και δημιουργείται πρόβλημα στα φυτά και τα ζωάκια που ζουν στο βυθό, καθώς αυτά δεν έχουν πλέον οξυγόνο. Πρόκειται δηλαδή για μια πολύ μεγάλη διαταραχή».
Οι ερευνητές φοβούνται ότι το φαινόμενο θα προκαλέσει αλυσιδωτές, άγνωστης έκτασης, αντιδράσεις στο θαλάσσιο οικοσύστημα. Όσον αφορά στον άνθρωπο «πιθανά, σε ευαίσθητα άτομα, αν την αγγίξουν να δημιουργήσει κάποιες αλλεργικές, δερματολογικές αντιδράσεις, έναν κνησμό. Ο άνθρωπος δεν πρέπει να κάνει μπάνιο κοντά σε τέτοιες περιοχές, γιατί δεν ξέρουμε τι έχει κολλήσει πάνω σε αυτήν την βλέννη. Δηλαδή, δεν είναι αυτή η ίδια που είναι τοξική, αλλά δεν ξέρουμε τι μπορεί να έχει κολλήσει επάνω της. Και σε κάθε περίπτωση δεν είναι ευχάριστο να κολυμπάς μέσα σε μία βλέννη», επισημαίνει η κα. Πάγκου, υπογραμμίζοντας; «Το μεγάλο πρόβλημα είναι της διαταραχής του οικοσυστήματος μέσω της κατανάλωσης του οξυγόνου, όπου δεν μπορούν να κολυμπήσουν τα ψάρια καθώς ασφυκτιούν».
Ένα τέτοιο φαινόμενο είχε εντοπιστεί στις ιχθυοκαλλιέργειες στις ακτές της Σουηδίας/Νορβηγίας στη δεκαετία 1980-90 καταστρέφοντας σε μεγάλη έκταση και τις παραλίες και τις καλλιέργειες.
Πώς επηρεάζει την Ελλάδα;
Το ανησυχητικό φαινόμενο μετράει ήδη δύο μήνες. Όπως αποκαλύπτει η Διευθύντρια Ερευνών του Ινστιτούτου Ωκεανογραφίας, ήταν τον περασμένο Απρίλιο, είχε εμφανιστεί μάλιστα κατά μήκος των ακτών του Βορείου Αιγαίου. Τότε ερευνητές από το Ινστιτούτο Αλλεργικών Ερευνών στην Καβάλα (ΙΝΑΛΕ) δέχτηκαν παράπονα από ψαράδες ότι σχίζονται τα δίχτυα τους, καθώς τα δίχτυα μαζεύουν αυτή τη βλέννη, η οποία έχει πολύ μεγάλο βάρος.
«Οι συνάδελφοι στο Βόρειο Αιγαίο δεν μπόρεσαν να προσδιορίσουν το ακριβές είδος γιατί όπως ερχόταν εξασθενημένο κόλλησαν επάνω του και άλλα είδη φυτοπλαγκτόν. Ήδη όσον αφορά το Βόρειο Αιγαίο αυτά έχουν πια διαλυθεί, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί κάποια στιγμή να ξαναεμφανιστεί», επισημαίνει η βιολόγος, τονίζοντας ότι ο κίνδυνος δεν έχει παρέλθει.
«Αυτά τα φαινόμενα δεν γνωρίζουν σύνορα, αναπτύσσονται εκεί που μπορούν. Πρόκειται γι’ αυτό που εμείς λέμε ‘φυτοπλαγκτονικό μπλουμ’. Σήμερα η βλέννη έχει καλύψει τις ακτές του Μαρμαρά. Αν υπάρχει στον Μαρμαρά κάτι, πολλές φορές ανάλογα με το πώς κινούνται οι άνεμοι και τα θαλάσσια ρεύματα, έρχεται προς το Βόρειο Αιγαίο. Συνήθως διαλύεται γρήγορα και δεν είναι τόσο σημαντικό. Αν όμως συνεχίζει να υπάρχει στη θάλασσα του Μαρμαρά, ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες δεν αποκλείεται να ξαναβγεί. Αυτή τη στιγμή ξέρουμε ότι δεν παρατηρείται», λέει.
Μετρώντας ήδη τριάντα χρόνια στην έρευνα ανάλογων φαινομένων, η κα Πάγκου θυμάται ότι στη χώρα μας αντίστοιχο φαινόμενο είχε παρατηρηθεί και πριν 40 περίπου χρόνια.
«Στην Ελλάδα είδαμε αντίστοιχη βλέννη το 1983-84 κατά μήκος των ακτών του Βορείου Αιγαίου και στη συνέχεια λίγο προς τα κάτω. Πιθανά και τότε να είχε δημιουργηθεί κάτι στον Κόλπο του Μαρμαρά, χωρίς ωστόσο να αποκλείεται να ήταν ένα δικό μας φαινόμενο. Τότε η τεχνολογία δεν ήταν τόσο ανεπτυγμένη ώστε με δορυφορικές φωτογραφίες να γνωρίζουμε με βεβαιότητα τι είχε συμβεί. Έκτοτε το έχουμε ξαναδεί, σε μικρότερη έκταση».
Σύμφωνα με την βιολόγο τέτοια φαινόμενα στην Ελλάδα είναι μικρότερης έκτασης, γιατί βοηθάει πολύ το θαλάσσιο περιβάλλον της χώρας, καθώς δεν έχουμε τόσο μεγάλους κλειστούς κόλπους, ενώ λειτουργούν πλέον και πολλοί βιολογικοί καθαρισμοί.
Ποιος ο ρόλος της κλιματικής αλλαγής;
Η εμφάνιση του φαινομένου τον περασμένο Απρίλιο συνέπεσε με μια απότομη αύξηση της θερμοκρασίας στην περιοχή. Η κα Πάγκου ωστόσο, παρότι δεν αρνείται τη συμβολή της κλιματικής αλλαγής, θεωρεί ότι τον μεγαλύτερο ρόλο παίζει ο άνθρωπος:
«Χωρίς αμφιβολία, υπάρχει σχέση με την κλιματική αλλαγή, με την έννοια της αύξησης της θερμοκρασίας του νερού, αλλά συνήθως αυτά τα ‘μπλουμ’, οφείλονται στην ανθρωπογενή επίδραση που έχει σχέση με τα απόβλητα. Η κλιματική αλλαγή μπορεί να συμβάλει και ως προς τη συχνότερη εμφάνιση, για παράδειγμα, του φαινομένου, αλλά αυτό μένει να το δούμε».
Πόσο εύκολο είναι να αντιμετωπιστεί;
Η Διευθύντρια Ερευνών του ΕΛΚΕΘΕ δεν είναι ιδιαίτερα αισιόδοξοι αναφορικά με το πώς μπορεί να συγκρατηθεί το φαινόμενο, μετά την εμφάνισή του, επισημαίνοντας κυρίως την αξία της πρόληψης:
«Δεν νομίζω ότι μπορούν να γίνουν πολλά πράγματα σε αυτή τη φάση. Η έκτασή του είναι πολύ μεγάλη. Μην ξεχνάμε ότι αυτοί οι οργανισμοί είναι μικροσκοπικοί. Αυτό που μπορούν να συλλέξουν είναι η βλέννα, τους οργανισμούς δεν μπορούν να τους συλλέξουν, και μάλλον δεν πρέπει να επεμβαίνουμε κιόλας σε τέτοια έκταση γιατί μιλάμε για οργανισμούς που υπάρχουν φυσικά μέσα στο περιβάλλον».
«Το θέμα είναι ότι αυτό πρέπει να το λύνουμε στην πηγή. Όταν είναι στη θάλασσα και προκαλεί τα φαινόμενα, αυτά που μπορούμε να κάνουμε είναι πολύ λίγα. Πρέπει να προλαβαίνουμε. Να επεξεργαζόμαστε τα λύματα, να μην χρησιμοποιούμε απεριόριστες ποσότητες λιπασμάτων», καταλήγει η κ. Πάγκου υπογραμμίζοντας πως:
«Όλα στη θάλασσα καταλήγουν».