Του Γιάννη Κολλάτου

Κομβική θα είναι η φετινή χρονιά για το ελληνικό βαμβάκι. Η συγκομιδή του αναμένεται να ξεκινήσει σε δύο εβδομάδες, ωστόσο ουδείς μπορεί να πει με βεβαιότητα,, αν θα είναι η φετινή χρονιά ανάκαμψης και χαμόγελων για τους παραγωγούς, που έκαναν υπομονή και επέμειναν σε μία καλλιέργεια με αυξημένο κόστος παραγωγής σε σχέση πχ με το σιτάρι, ή αν θα είναι το «κύκνειο άσμα» του, καθώς οι προσδοκίες είναι αυξημένες…

Ενώ λοιπόν στις αρχές του καλοκαιριού καλλιεργήθηκαν προσδοκίες στις τάξεις των παραγωγών πως η τιμή του σύσπορου μπορεί να φτάσει και στα 60λεπτά το κιλό (σε σχέση με πέρυσι που κινήθηκε στα 48 με 50 λεπτά) τις τελευταίες ημέρες υπάρχει απότομη προσγείωση και οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για 55 λεπτά και «βλέπουμε», ανάλογα με το πώς θα κινηθεί και η παγκόσμια οικονομία. Η ανάκαμψη του δολαρίου έναντι του ευρώ είναι ένα θετικό σημάδι, αλλά τα σύννεφα της αστάθειας στην παγκόσμια οικονομία λόγω του εμπορικού πολέμου που κήρυξε ο Ντόναλντ Τραμπ πυκνώνουν…

Ο προβληματισμός προέρχεται από τη γειτονική Τουρκία και την αστάθεια που επικρατεί στην οικονομία της. Τα Τουρκικά κλωστήρια παραδοσιακά την τελευταία 10ετία απορροφούν μέχρι και το 80% του ελληνικού εκκοκκισμένου βαμβακιού, αλλά φέτος αυτό δύσκολα θα συμβεί λόγω της υποτίμησης της Τουρκικής λίρας.

Μία άλλη παράμετρος είναι το γεγονός ότι φέτος αυξήθηκε η εγχώρια καλλιέργεια στην Τουρκία με αποτέλεσμα να αναμένεται μία παραγωγή 1.000.000 τόνων εκκοκκισμένου στη γειτονική χώρα (που αντιστοιχεί σε 3,5 εκατ. Τόνους σύσπορου). Βέβαια τα Τουρκικά κλωστήρια απορροφούν ετησίως περί τους 1,6 εκατομμύρια τόνους εκκοκκισμένου, άρα εισαγωγές θα γίνουν. Η εκτίμηση των Ελλήνων εκκοκκιστών ωστόσο είναι πως η Τουρκική αγορά θα αρχίσει να κινείται μετά την άνοιξη του 2019, ενώ παραδοσιακά τα τελευταία χρόνια αγόραζαν ελληνικό βαμβάκι από τα μέσα Οκτωβρίου και μετά και μέχρι τέλη Δεκεμβρίου…

Αυτό σημαίνει πως απαιτείται υπομονή αλλά και ρευστότητα στις ελληνικές εταιρείες μεταποίησης του προϊόντος, για να αποθηκεύσουν το προϊόν και να περιμένουν.. Την ίδια στιγμή και ενώ τα μηνύματα από την ICAC είναι ενθαρρυντικά καθώς έχουμε μείωση των παγκόσμιων αποθεμάτων, υπάρχει και μία αναταραχή στις αναδυόμενες αγορές (Ασίας, Βραζιλίας, Αργεντινής κλπ) η οποία υποδηλώνει πως θα υπάρξει μείωση της κατανάλωσης βαμβακερών..

Από την άλλη οι Έλληνες εκκοκκιστές έχουν κάνει τα «κουμάντα» τους και σταδιακά τα τελευταία χρόνια οδηγούνται σε απεξάρτηση από τα Τουρκικά κλωστήρια στρεφόμενοι σε αγορές της Άπω Ανατολής (κυρίως Βιετνάμ και Μπαγκλαντές) αλλά και αυτές οι αγορές θέλουν το χρόνο τους για να λειτουργήσου, αφού προμηθεύονται κυρίως Αμερικανικό και Αυστραλιανό βαμβάκι, άρα απαιτείται προσαρμογή και της εγχώριας παραγωγής στα δικά τους ποιοτικά στάνταρ.

Από την άλλη δειλά-δειλά και η Ευρώπη αναμένεται να ανακάμψει στο χώρο της κλωστοϋφαντουργίας μετά τις δραματικές ανακατατάξεις της τελευταίας 20τίας, καθώς με έμφαση στην ποιότητα, αλλά και τον μηχανολογικό εκσυγχρονισμό (από εντάσεως εργασίας τα σύγχρονα κλωστήρια μετατρέπονται σε εντάσεως κεφαλαίου και τεχνολογίας) αρχίζουν πάλι να λειτουργούν εργοστάσια στην Κεντρική και Νότια Ευρώπη.

Η ανάκαμψη της κλωστοϋφαντουργίας και η απεξάρτηση της Ευρώπης από χώρες του τρίτου κόσμου, όπου αυτή εγκαταστάθηκε τα τελευταία 20 χρόνια, αποτελεί μεγάλο στοίχημα για την Ε.Ε. που πλέον δίνει έμφαση σε ποιοτικά κριτήρια όπως το βαμβάκι να είναι μη Γενετικά τροποποιημένο (No GMO cotton)να καλλιεργείται με σεβασμό στο περιβάλλον, να μην εμπεριέχει η καλλιέργεια και η επεξεργασία του παιδική εργασία κλπ.

Όλα τα παραπάνω κριτήρια τα πληροί το ελληνικό βαμβάκι, αλλά η λειτουργία νέων κλωστηρίων στη χώρα απαιτεί κεφάλια και επενδύσεις που προς στο παρόν με την υπάρχουσα κατάσταση στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, είναι δυσεύρετα, άρα το δικό μας στοίχημα σε πρώτη φάση είναι να κερδίσουμε με την ποιότητα της πρώτης ύλης τις ευρωπαϊκές αγορές…

Το ενδεχόμενο για παράδειγμα οι 30 εκατομμύρια τουρίστες που επισκέπτονται πλέον κάθε χρόνο την Ελλάδα να αγοράσουν ένα ελληνικό t-shirt και μία πετσέτα για το μπάνιο τους όπου θα αναγράφεται πως προέρχεται από ελληνικό βαμβάκι μη γενετικά τροποποιημένο, σημαίνει πολλά και για την εγχώρια κλωστοϋφαντουργία (που έμεινε με 2-3 κλωστήρια, όταν μέχρι το 1996 απασχολούσε πάνω από 300.000 εργαζόμενους) αλλά και για τον τουρισμό και φυσικά για την ίδια την αγροτική οικονομία…

Στην κατεύθυνση αυτή θα πρέπει να βοηθήσει και η ελληνική πολιτεία η οποία προς το παρόν βάζει μόνο εμπόδια, αυξάνοντας δραματικά το κόστος ενέργειας και τη φορολογία των βαμβακοπαραγωγών και μη υποβοηθώντας με συλλογικά έργα άρδευσης στη μείωση του κόστους του νερού, που για την Ανατολική Θεσσαλία ειδικά είναι απαγορευτικό…