Η μακραίωνη ιστορία της Ελλάδος βρίθει από έριδες, εφιάλτες, εγκληματίες, κινηματίες και σωτήρες. Πάντα ο εκλεκτός ή ο εκλεγμένος, ο νόμιμος ή ο παράνομος υπονομεύεται από κάποιον άλλο και η διαμάχη για τη νομή της εξουσίας δεν έχει τέλος. Ο Καποδίστριας δολοφονήθηκε, ο Κολοκοτρώνης φυλακίστηκε, ο Νικηταράς ο τουρκοφάγος φυλακίστηκε και εγκαταλείφθηκε (του έδωσαν όμως ‘’άδεια επαιτείας’’) και το δικό μας αστέρι, ο Μαύρος Καβαλάρης, ο Καρά – Πιπέρ, κυνηγήθηκε από τους αντιπάλους του κατ’ επανάληψη και μάλιστα το έτος 1926 επικηρύχτηκε από τον δικτάκτορα Πάγκαλο με το ποσό των 500.000 δραχμών. Επικηρύχθηκε δηλαδή ένας άνθρωπος που για την Πατρίδα είχε στο σώμα του 27 σπαθιές και 9 σημάδια από βλήματα των εχθρών μας. Ένας άνθρωπος λιτός, που η φράση του ‘’η Ελλάδα πεινάει και εμένα θα με βάλετε τηλέφωνο’’ στοιχειώνει εμάς τους μεταγενέστερους. Επίσης κοιμόταν σε ράντζο, αλλά ήταν και φιλάνθρωπος. Πρόσφερε το μισθό του διακριτικά σε απόρους και ορφανά παιδιά. Τα εγκώμια για τον λαμπερό πατριώτη μας είναι πολλά και τα γνωρίζουν όλοι οι Έλληνες και ειδικά οι Καρδιτσιώτες και περαιτέρω παράθεσή τους κρίνεται μη απαραίτητη.
Συνδέοντας την επικήρυξη κατά του Νικολάου Πλαστήρα από το καθεστώς του Θεοδώρου Πάγκαλου, σκιαγραφούμε σε αδρές γραμμές την πολιτική κατάσταση της εποχής. Εκείνη η περίοδος, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, ήταν έντονης κυβερνητικής αστάθειας. Ο Θ. Πάγκαλος αποφάσισε να βάλει τη δική του σφραγίδα στα πολιτικά πράγματα της χώρας. Έλαβε μέρος στις εκλογές στις 16 Δεκεμβρίου 1923 και εξελέγη βουλευτής Θεσσαλονίκης με το Δημοκρατικό Κόμμα του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, το οποίο ανέλαβε την εξουσία στις 12 Μαρτίου 1924. Ο Θεόδωρος Πάγκαλος έγινε Υπουργός ‘’Εννόμου Τάξεως’’ και μετά δύο μήνες ανέλαβε το Υπουργείο Στρατιωτικών. Παραιτήθηκε στις 26 Ιουλίου όταν την πρωθυπουργία ανέλαβε ο Θεμιστοκλής Σοφούλης , τον οποίο διαδέχθηκε ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος στις 27 Οκτωβρίου 1924.
Στις 25 Ιουνίου 1925 ο Θεόδωρος Πάγκαλος ηγήθηκε στρατιωτικού πραξικοπήματος και ανέτρεψε την κυβέρνηση Μιχαλακόπουλου, με το επιχείρημα ότι η χώρα πήγαινε από το κακό στο χειρότερο, εξ αιτίας της πολιτικής αστάθειας. Από την πρώτη στιγμή δεν έκρυψε τις προθέσεις του. ‘’Είμεθα κατάστασις. Δι’ ημάς δεν υπάρχει Βενιζελισμός και Κωνσταντινισμός, διότι δεν υπάρχουν πλέον τα εκπροσωπούντα τα δύο ταύτα κόμματα, πρόσωπα. Ο μεν Βενιζέλος απέθανε πολιτικώς, ο δε Κωνσταντίνος φυσιολογικώς. Κατόρθωσε να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή και σχημάτισε επιτροπή για τον καταρτισμό νέου Συντάγματος. Το νέο Σύνταγμα ψηφίστηκε στις 10 Σεπτεμβρίου 1925, αλλά δημοσιεύτηκε ουσιωδώς τροποποιημένο από τον ίδιο στις 29 Σεπτεμβρίου 1925. Την ίδια ημέρα διέλυσε τη Βουλή, επειδή ‘’είχε εκπέσει στη συνείδηση του έθνους’’, όπως δήλωσε.
Σχεδόν αμέσως άρχισαν οι διώξεις όσων αμφισβητούσαν την εξουσία του. Η δικτατορία Πάγκαλου επιδόθηκε σε άγριες διώξεις πολιτικών προσώπων και δημοσιογράφων, καθώς και των κομμουνιστών. Ο τύπος τέθηκε υπό αυστηρό καθεστώς λογοκρισίας και αρκετοί δημοσιογράφοι οδηγήθηκαν στη φυλακή. Ψηφίστηκαν μια σειρά από καταπιεστικούς νόμους , με χαρακτηριστική τη διάταξη που προέβλεπε ότι το μήκος της φούστας των γυναικών δεν επιτρεπόταν να ξεπερνά τους 30 πόντους από το έδαφος. Ο στρατηγός μπορεί να ήταν ένας άριστος και καταρτισμένος αξιωματικός και ικανότατος επιτελής, αλλά υπήρξε ακραίος και οξύς στις ενέργειές του, παρασυρόμενος από την έντονη ιδιοσυγκρασία του.
Από τους πρώτους που μπήκαν στο στόχαστρό του ήταν και το παλιό του αφεντικό, ο στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας και άλλοι βέβαια όπως ο Ιωάννης Μεταξάς, ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, ο Γεώργιος Παπανδρέου και κάποιοι διευθυντές εφημερίδων. Λέγεται ότι τους παραπάνω τους συνέλαβε. Όμως σε ΦΕΚ στις 7 Απριλίου του έτους 1926, με αριθμό φύλλου 124 επικηρύττει με συντακτική απόφαση τον Νικόλαο Πλαστήρα – αντιστράτηγο, ως εξής:
Περί επικηρύξεως του φυγόδικου Νικολάου Πλαστήρα αντιστρατήγου.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Έχοντες υπόψη το από 4 Ιανουαρίου έ. έ. Διάγγελμα ημών προς τον Ελληνικόν Λαόν, τον Στρατόν και τον Στόλον και τηρούντες απαρεγκλίτως την κατευθυντηρίαν γραμμήν του προγράμματός μας περί καταπαύσεως των καθεστωτικών ερίδων και αποκαταστάσεως της γαλήνης παρά τω Λαώ.
Επειδή ο Νικόλαος Πλαστήρας, αντιστράτηγος εν αποστρατεία, γεννηθής εν Καρδίτση, εξειλίχθη εκ πολιτικής εμπαθείας εις πραγματικόν ταραξίαν, προσπαθών δια παντός παρανόμου τρόπου να διαταράσση την καθεστηκυίαν τάξιν πραγμάτων, και τούτου ένεκα επιτακτική καθίσταται η σύλληψις και παράδοσις τούτους εις τας αρμοδίας Αρχάς οψέποτε ούτος ήθελεν εισχωρήση εντός του Ελληνικού εδάφους.
Επειδή άλλως τε ούτος κατηγορούμενος δι’ αδίκημα εσχάτης προδοσίας, φυγοδικεί ήδη.
Επικηρύσσομεν τον προμνησθέντα φυγόδικον Νικόλαον Πλαστήραν και ορίζομεν χρηματικήν αμοιβήν, επί μεν τη αποτελεσματική καταδείξει τους μέρους της αποκρύψεως του, δραχμάς διακοσίας χιλιάδας (200.000), επί δε τη συλλήψει τούτου δραχμάς πεντακοσίας χιλιάδας (500.000).
Επιτρέπομεν την πληρωμήν αμφοτέρων των αμοιβών εις το αυτό πρόσωπον ή πρόσωπα, εάν ταύτα ήθελον συντελέση εις τε την υπόδειξιν του κρησφυγέτου και τη σύλληψιν τούτου.
Εν Αθήναις τη 7 Απριλίου 1926. Θεόδωρος Πάγκαλος.
Μετά το πέρας ενός τρίμηνο περίπου, στις 10 Ιουλίου 1926, με το ΦΕΚ 226 ανακαλείται η επικήρυξη ως εξής:
Περί ανακλήσεως της δεκάτης εννάτης Συντακτικής αποφάσεως ‘’περί επικηρύξεως του αντιστρατήγου Νικολάου Πλαστήρα’’
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Έχοντες υπόψη το από 4 Ιανουαρίου έ. έ Διάγγελμα Ημών προς τον Ελληνικόν Λαόν, τον Στρατόν και τον Στόλον και ακολουθούντες απαραιτήτως την κατευθυντηρίαν γραμμήν του προγράμματός μας περί καταπαύσεως των καθεστωτικών ερίδων και αποκαταστάσεως της γαλήνης παρά τω λαώ.
Επειδή οι λόγοι οίτινες ήγαγον Ημάς εις την έκδοσιν της δεκάτης εννάτης Συντακτικής αποφάσεως ‘’περί επικηρύξεως του Αντιστρατήγου Νικολάου Πλαστήρα’’ εξέλιπον, ανακαλούμεν την απόφασιν ταύτην μετά των συνεπειών της.
Εν Αθήναις τη 8 Ιουλίου 1926. Θ. Πάγκαλος.
Είναι αλήθεια πως για τον Νικόλαο Πλαστήρα έχει χυθεί πολύ μελάνι. Η παραπάνω όμως αναφορά ότι από το καθεστώς Πάγκαλου επικηρύχθηκε ο Πλαστήρας ως κοινός ληστής, και μάλιστα με τεράστια για την εποχή αμοιβή (500.000), αποτελεί μια κρυφή πτυχή της ζωής τού μεγάλου αυτού τέκνου του νομού μας. Για τους εν γένει δολοφόνους, κλέπτες, απαγωγείς, ληστές της υπαίθρου εκείνης της εποχής οι αμοιβές της πολιτείας για τη σύλληψή τους ή το θάνατό τους ξεκινούσαν από 2.000 δραχμές, ανέβαιναν στις 5. 000, επίσης στις 10.000, στις 15.000 και σπανίως για επαχθή εγκλήματα ανέβαινε η αμοιβή και στις 25.000 δραχμές.
Του Αποστόλη Στεφανή
Γεωπόνου