Είναι από εκείνα τα γεγονότα που σε όλον τον κόσμο όλοι θυμούνται πού ακριβώς ήταν τη στιγμή που το πληροφορήθηκαν, τη στιγμή που το άκουσαν, τη στιγμή που το είδαν:

Στην πόλη που ήταν και παραμένει το σύμβολο της αμερικανικής ισχύος, την πόλη του διαρκούς «αμερικανικού αιώνα» που ανέτειλε κάποια στιγμή στον 20ο αιώνα (οριστικά μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου), την πόλη που εκπροσωπούσε τη μόνη πια υπερδύναμη, δύο επιβατικά αεροπλάνα μετατρέπονται σε όπλα μαζικής καταστροφής στη μεγαλύτερη επίθεση σε αμερικανικό έδαφος μετά την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ το 1941. Και αμέσως μετά η πληροφορία για ένα άλλο αεροπλάνο στο Πεντάγωνο και ένα τέταρτο που έπεσε σε ένα χωράφι, ως αποτέλεσμα, όπως πληροφορηθήκαμε αργότερα, της προσπάθειας των επιβατών να αποτρέψουν τους αεροπειρατές από το πραγματοποιήσουν την απειλή τους. Ο κόσμος θα συγκλονιστεί από τις εικόνες των ανθρώπων που έπεφταν από τους φλεγόμενους Δίδυμους Πύργους, τα τηλεφωνήματα αγωνία των εγκλωβισμένων, τα αποχαιρετιστήρια μηνύματα όταν συνειδητοποιούσαν ότι δεν υπήρχε διέξοδος, τον ηρωισμό των πυροσβεστών, που αρκετοί βρήκαν το θάνατο εγκλωβισμένοι, την αγωνία των διασωστών για επιζώντες.

Βλέποντας την εικόνα στην τηλεόραση ή μαθαίνοντας την είδηση άλλοι σάστισαν, άλλοι τρόμαξαν, άλλοι αισθάνθηκαν φρίκη, κάποιοι πανηγύρισαν, μα όλοι ήξεραν ότι ο κόσμος γύριζε σελίδα.

Ποιοι οργάνωσαν τις επιθέσεις;

Σε πείσμα του πλήθους των θεωριών συνωμοσίας που κυκλοφόρησαν έχουμε πια μια αρκετά σαφή εικόνα του πώς φτάσαμε στις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, δηλαδή του πώς τις οργάνωσε η Αλ-Κάιντα ή άνθρωποι που συνδέονταν με αυτό το τρομοκρατικό δίκτυο (αρχικά ο Μπιν Λάντεν θα αρνηθεί ότι έχει σχέση με τις επιθέσεις και μόνο αργότερα

Η Αλ-Κάιντα η οργάνωση που δημιούργησε ο Οσάμα Μπιν Λάντεν δεν ήρθε από το πουθενά. Προέκυψε μέσα από εξελίξεις στον ευρύτερο χώρο του «πολιτικού Ισλάμ» και μια ολόκληρη ιστορία διαπάλης διαφορετικών ρευμάτων στον ευρύτερο μουσουλμανικό χώρο.

Παρότι συχνά παρουσιάζεται το αίτημα της «παγκόσμιας τζιχάντ» κατά των «σύγχρονων σταυροφόρων», η βασική ιδεολογία της Αλ-Κάιντα, ως ένα κατάλοιπο μιας προνεωτερικής ιδεολογίας (σε αυτό συντελεί και ο τρόπος που επικεντρώνουν σε μια επιστροφή στην αρχέτυπη «ούμα», την κοινότητα των πιστών), η ιδεολογία της παγκόσμιας τζιχάντ ταιριάζει περισσότερο στην ύστερη νεωτερικότητα.

Και δεν θα είχε αυτή την απήχηση εάν δεν είχε υπάρξει η προηγούμενη σημαντική υποχώρηση άλλων «συνεκτικών» ιδεολογιών που είχαν απήχηση στον ευρύτερο μουσουλμανικό κόσμο.

Από τη μια την κρίση του Αραβικού Εθνικισμού που στο αποκορύφωμά του είχε καταφέρει να κερδίσει την ηγεμονία απέναντι στην «Μουσουλμανική Αδελφότητα», αλλά δεν μπόρεσε να αντέξει αυτό που φάνηκε ως ο συμβιβασμός, ο αυταρχισμός και συχνά η ενδημική διαφθορά των καθεστώτων που τον εκπροσώπησαν.

Από την άλλη, την βαθιά κρίση του μαρξιστικής έμπνευσης και συχνά κομμουνιστικού ορίζοντα αντιιμπεριαλισμού που είχε σημαντική απήχηση και είχε τροφοδοτήσει μεγάλα κινήματα, ενώ είχε και την υποστήριξη της ΕΣΣΔ.

Προσθέστε σε όλα αυτά τον καταλύτη που είχε αποτελέσει η νικηφόρα επανάσταση στο Ιράν και η εγκαθίδρυση της Ισλαμικής Δημοκρατίας. Αλλά και συνυπολογίστε την κρίση του Παλαιστινιακού Κινήματος στη μετά το Όσλο εποχή, που σήμαινε ότι δεν μπορούσε να παίξει το ρόλο πολιτικού και ηθικού σημείου αναφοράς (παρότι το ίδιο το Παλαιστινιακό παρέμεινε ένα θέμα που συγκινούσε και συγκινεί βαθιά τον ευρύτερο αραβικό και μουσουλμανικό χώρο)

Είναι σε αυτό το πλαίσιο που μπορούμε να αντιληφθούμε γιατί ήδη από τη δεκαετία του 1990 διαμορφώνονται τα ρεύματα που αναζητούν μια εκδοχή «παγκόσμιας τζιχάντ» και διαμορφώνεται πρόσφορο έδαφος για οργανώσεις όπως η Αλ-Κάιντα.

Άθελά τους οι ΗΠΑ στηρίζοντας σε σημαντικό βαθμό τα δίκτυα ισλαμιστών μαχητών στο Αφγανιστάν στον πόλεμο κατά της ΕΣΣΔ θα συνεισφέρουν σημαντικά στο να διαμορφωθεί μια γενιά που είχε δώσει τη δική της μάχη «κατά των απίστων», είχε εμπειρία, είχε αρχίσει να σχηματίζει ιδεολογία και είχε δίκτυα επικοινωνίας. Το αντιλήφθηκαν οι Ευρωπαίοι λίγα χρόνια αργότερα όταν είδαν τμήματα αυτών των δικτύων να εμφανίζονται για να πολεμήσουν στη Βοσνία.

Ποιοι υποστήριζαν αυτές τις οργανώσεις

Την ίδια στιγμή αυτές οι οργανώσεις μπορούσαν να έχουν διάφορες μορφές υποστήριξης Εύποροι επιχειρηματίες συχνά έδιναν σημαντικά ποσά, κυρίως γιατί θεωρούσαν ότι με αυτόν τον τρόπο εκπληρώνουν και ένα καθήκον σαν καλοί μουσουλμάνοι, ενώ διάφορες μυστικές υπηρεσίες, ξεκινώντας από αυτές της Σαουδικής Αραβίας, ενδιαφέρονταν να έχουν σχέσεις με κάτι που μπορούσε να είναι ταυτόχρονα μοχλός πίεσης, διαπραγματευτικό χαρτί, αλλά και αντίβαρο απέναντι στη δράση του Ιράν (που διεκδικούσε να είναι η πιο αποτελεσματική εκδοχή πολιτικού Ισλάμ)

Άλλωστε, αυτή η εκδοχή «παγκόσμιας τζιχάντ» θεολογικά τροφοδοτήθηκε από τις πιο συντηρητικές (και θεοκρατικές) εκδοχές που αναπτύσσονταν στο πλαίσιο του Σουνιτικού Ισλάμ και κυρίως αυτό που περιγράφουμε συνήθως ως σαλαφισμό. Ο συνδυασμός ανάμεσα στην ουτοπία του μελλοντικού χαλιφάτου και τον βαθύ πατριαρχικό κοινωνικό συντηρητισμό, επέτρεπε σε αυτά τα ρεύματα να γίνονται ιδιαίτερα αποδεκτά από τα αυταρχικά καθεστώτα, ιδίως του Περσικού Κόλπου.

Ταυτόχρονα, η λογική της παγκόσμιας Τζιχάντ ενάντια στους Σταυροφόρους (η αναφορά προφανής καθώς συνέδεε τη μνήμη της θηριωδίας των Σταυροφόρων με την παρουσία των Δυτικών στις «Ιερή Γη»), απέφευγε και τον εγκλωβισμό σε κάποιο τοπικό κίνημα που διεκδικούσε την εξουσία σε μια περιοχή αν και μπορούσε να ζητά την αλληλεγγύη τέτοιων κινημάτων (πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα πώς η Αλ-Κάιντα στηρίχτηκε στην αλληλεγγύη των Ταλιμπάν (που πέραν των ισλαμικών αναφορών ήταν κατά βάση ένα εθνικό αφγανικό κίνημα που εκπροσωπούσε τους Παστούν). Με έναν τρόπο ήταν ένα αίτημα πιο ταιριαστό στην εποχή της «παγκοσμιοποίησης» σε αντίθεση με τα προηγούμενα κινήματα του μουσουλμανικού και αραβικού κόσμου που ήταν σε μεγάλο βαθμό αντιαποικιακά, εθνικοαπελευθερωτικά και συχνά με κοινωνικό περιεχόμενο. Και βέβαια έτσι μπορούσαν να αναζητούν υποστήριξη σε ένα πολύ ευρύτερο φάσμα χωρών με μουσουλμανική ταυτότητα από απλώς τον αραβικό κόσμο». Σε αυτό θα συμβάλει και το γεγονός ότι η Αλ-Κάιντα θα λειτουργεί με έναν τρόπο ευέλικτο και αρκετά αποκεντρωμένο.

Εξηγεί επίσης και γιατί μπορούσαν πιο εύκολα να σκέφτονται με όρους ευρύτερων συμβολισμών και επιθέσεων που κυρίως θα λειτουργούσαν με βάση το πλήγμα πραγματικό όσο και συμβολικό στον εχθρό.

Αυτό εξηγεί γιατί κυριαρχούσε στη σκέψη της ηγεσίας της Αλ-Κάιντα η σκέψη για μια επίθεση με χρήση επιβατικών αεροσκαφών. Και προφανώς σε αντίθεση με άλλες μορφές ένοπλης δράσης στη δική τους απλουστευτική και σχηματική σκέψη το ζήτημα των «αμάχων» ή το γεγονός ότι στους Δίδυμους Πύργους δεν βρίσκονταν μόνο χρηματιστές αλλά και κακοπληρωμένες καθαρίστριες μεταναστευτικής καταγωγής, δεν ήταν λόγος για να επιλέξουν μια άλλη τακτική. Ίσως γιατί τους αρκούσε το γεγονός ότι σε διάφορα μέρη του κόσμου, όπου η Δύση παρέμενε ακόμη ο εκπρόσωπος της καταπίεσης και της αποικιοκρατίας, ακόμη και αυτές οι επιθέσεις έγιναν δεκτές με αισθήματα χαράς.

Και βέβαια έχει σημασία και το προφίλ των ανθρώπων που τις στελέχωναν. Συχνά προέρχονται από τη «μεσαία τάξη» στις μουσουλμανικές χώρες, είχαν σημαντικές τεχνικές δεξιότητες, ορισμένοι όπως ο Χαλίντ Σεΐχ Μοχάμεντ, ο άνθρωπος που σχεδίασε την 11η Σεπτεμβρίου είχαν σπουδάσει στην Αμερική, και ουσιαστικά έβρισκαν σε αυτή την εκδοχή ριζοσπαστικού πολιτικού Ισλάμ τη διέξοδο που αναζητούσαν (με το Αφγανιστάν έχει λειτουργήσει προηγουμένως  ως το γεωγραφικό σημείο όπου «κάτι συμβαίνει»).

Οι ΗΠΑ βλέπουν την ευκαιρία να διεκδικήσουν αυτοκρατορικό ρόλο

Οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου ήταν ένα μεγάλο πλήγμα για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Εκτός όλων των άλλων ήταν και μια μεγάλη αποτυχία των υπηρεσιών πληροφοριών τους να μπορέσουν να συνθέσουν τα στοιχεία που είχαν και να κατανοήσουν ότι ήταν σε εξέλιξη το συγκεκριμένο σχέδιο.

Αρκεί να αναλογιστούμε δεν αξιοποιήθηκαν έγκαιρα ούτε καν οι πληροφορίες για τον Μπιν Λάντεν και δεν προχώρησε καν η σχεδιασμένη επιχείρηση για σύλληψή του τον Ιούλιο του 1998,

Όμως, την ίδια στιγμή ένα κομμάτι του αμερικανικού πολιτικού και στρατιωτικού κατεστημένου είδε την επίθεση ως «χρυσή ευκαιρία» για να επανακατοχυρωθεί η αμερικανική πρωτοκαθεδρία και να γίνει σαφές ότι ο πλανήτης έχει μόνο μία υπερδύναμη.

Για να είμαστε δίκαιοι αυτό ήταν ένα μοτίβο που χαρακτήριζε την αμερικανική εξωτερική πολιτική ήδη από την επαύριον της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης. Όμως στη δεκαετία του 1990 αυτό συνδυαζόταν με τη ρητορική της παγκοσμιοποίησης, της πολυμερούς συνεργασίας και των ανθρωπιστικών επεμβάσεων.

Όμως, υπήρχε και ένα άλλο ρεύμα, περισσότερο συνδεδεμένο με το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, που κέρδισε με τον Τζορτζ Μπους τον νεώτερο οριακά τις εκλογές του 2000. Το ρεύμα αυτό των «νεοσυντηρητικών» όπως αποκαλούνταν ή neocons όπως κυρίως έγιναν γνωστοί, πίστευε στην καθαρή προβολή της αμερικανικής ισχύος και πρωτοκαθεδρίας και σε έναν νέο αυτοκρατορικό ρόλο για τις ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ θα αναλάμβαναν το ρόλο του «ηγεμόνα» για να οδηγήσουν τον πλανήτη στη νέα εποχή.

Το ρεύμα αυτό ήθελε να κάνει πράξη αυτή τη στρατηγική δείχνοντας ότι οι ΗΠΑ μπορούσαν να καταλάβουν μια χώρα και ένοπλα να εξάγουν σε αυτή «δημοκρατία και οικονομία της αγοράς». Αυτό αφορούσε το Αφγανιστάν, όμως αγαπημένος στόχος τους το Ιράκ, θεωρώντας ότι κακώς δεν είχε ολοκληρωθεί η κατάληψή του το 1991.

Το γεγονός ότι ο Μπιν Λάντεν και η Αλ-Κάιντα είχαν ως βάση το Αφγανιστάν και φιλοξενούνταν εκεί από τους Ταλιμπάν έδινε την αφορμή για μια τέτοια επίδειξη ισχύος, ιδίως από τη στιγμή που οι Ταλιμπάν αρνήθηκαν να παραδώσουν τον Μπιν Λάντεν, επικαλούμενοι πέραν όλων των άλλων και τις παραδόσεις ασύλου και φιλοξενίας των Παστούν.

Αυτό οδήγησε σε μια διπλή πολεμική επίθεση. Την πρώτη στο Αφγανιστάν προς το τέλος του 2001 και αμέσως μετά στην προετοιμασία για την επιχείρηση στο Ιράκ. Μάλιστα, δεν είναι τυχαίο ότι παρότι σχέση ανάμεσα στο Ιράκ και την Αλ-Κάιντα δεν υπήρχε, πολύ νωρίς οι υπεύθυνοι της αμερικανικής πολιτικής άρχισαν να εγείρουν το ζήτημα του Ιράκ.

Στο τέλος θα υπάρξει η επίκληση των «όπλων μαζικής καταστροφής» στο Ιράκ, παρότι στην πραγματικότητα τα σχετικά στοιχεία δεν κατέτειναν προς την ύπαρξή τους, και οι ΗΠΑ θα εμπλακούν πολεμικά και στο Ιράκ, σε πείσμα ενός τεράστιου παγκόσμιου αντιπολεμικού κινήματος.

Το αποτέλεσμα βέβαια δεν θα είναι ένας «Νέος Αμερικανικός Αιώνας». Είκοσι χρόνια μετά ο απολογισμός θα είναι το τεράστιο κόστος των πολεμικών επιχειρήσεων αλλά και των αποπειρών «ανασυγκρότησης», οι εκατοντάδες χιλιάδες νεκροί ανάμεσα στον πληθυσμό και του Ιράκ και του Αφγανιστάν, αλλά και οι χιλιάδες νεκροί στρατιώτες των ΗΠΑ και των συμμάχων τους.

Είκοσι χρόνια μετά οι ΗΠΑ έχουν αποχωρήσει πλήρως από το Αφγανιστάν,  βλέποντας αυτούς που ανέτρεψαν το 2001, τους Ταλιμπάν, να επιστρέφουν στην εξουσία και εκτός όλων των άλλων να αξιοποιούν και μεγάλο μέρους του πολεμικού εξοπλισμού που άφησαν πίσω τους οι ΗΠΑ. Όσο για το Ιράκ, όπου οι επιλογές των ΗΠΑ πυροδότησαν ένα πλήθος πρακτικών αντίστασης αλλά και έναν εμφύλιο πόλεμο που εκτός όλων των άλλων δημιούργησε και τον «χώρο» για να αναπτυχθεί το φαινόμενο του Ισλαμικού Κράτους, οι ΗΠΑ επίσης προετοιμάζουν τη συνολική τους αποχώρηση. Ένα ιστορικός κύκλος κλείνει, με αποτελέσματα μάλλον αντίθετα από αυτά που εκτιμούσαν οι αρχικοί οραματιστές της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας. Mission not accomplished…

Ο απολογισμός του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας»

Οι ΗΠΑ το 2001 κήρυξαν τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» (War on Terror). Παρότι οι αντιτρομοκρατικές πολιτικές ήταν στο επίκεντρο αρκετές δεκαετίες για πρώτη φορά σε τέτοια κλίμακα αυτό οριζόταν ως ο βασικός στόχος ενός παγκόσμιου πολέμου εναντίον «ασύμμετρων απειλών».

Η αμερικανική ηγεσία θεωρεί σε εκείνη τη φάση ότι «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» και ότι κατά συνέπεια δεν μπορούν να έχουν εφαρμογή οι περιορισμοί του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όταν πρόκειται για «τρομοκράτες».

Τα μέλη της Αλ-Κάιντα και των Ταλιμπάν που συλλαμβάνονται στο Αφγανιστάν μεταφέρονται στο στρατόπεδο του Γκουντάναμο, έναν ιδιότυπο «μη τόπο» αφού είναι μια αμερικανική βάση στο έδαφος της Κούβας.

Οι κρατούμενοι αντιμετωπίζονται ως «εχθρικοί μαχητές» και δεν έχουν τα δικαιώματα ούτε των αιχμαλώτων πολέμου όπως ορίζουν οι σχετικές διεθνείς συνθήκες, ούτε των συλληφθέντων και προφυλακισμένων του ποινικού δικαίου.

Τα βασανιστήρια αντιμετωπίζονται ως  «ενισχυμένες τεχνικής ανάκρισης» και συγγράφονται ακόμη και νομικά υπομνήματα που τα δικαιολογούν. Θα χρειαστεί ο θόρυβος από τις φωτογραφίες από τη φυλακή στο Αμπού Γκράιμπ στο Ιράκ για να υπάρξουν περιορισμοί σε αυτές τις πρακτικές (περιορισμοί που προφανώς δεν ίσχυαν για τα διαβόητα black sites της CIA).

Οι εξωδικαστικές εκτελέσεις θεωρήθηκα αυτονόητο κρατικό δικαίωμα, με αποκορύφωμα την ίδια την εκτέλεση του Μπιν Λάντεν από άντρες των αμερικανικών ειδικών δυνάμεων.

Αλλά και σε όλο τον κόσμο ξεκινά ένα κύμα διαρκώς αυστηρότερων αντιτρομοκρατικών νομοθεσιών, αλλά και ουσιαστικής αναίρεσης του απορρήτου των ιδιωτικών επικοινωνιών, καθώς ολοένα και περισσότερο οι κυβερνήσεις στρατεύονται στη γραμμή «η ασφάλεια προέχει της ελευθερίας».

Όλα αυτά συνδυάζονται και με ένα νέο κύμα ρατσισμού και ισλαμοφοβίας, καθώς διαμορφώνεται μια εικόνα στην κοινή γνώμη ότι οι μουσουλμάνοι γενικά είναι και βίαιοι ή υποψήφιοι τρομοκράτες. Αυτό έρχεται να προστεθεί σε μορφές ενδημικού ρατσισμού και προβλήματα αρνητικών διακρίσεων.

Και αυτό παρότι με πραγματικούς όρους αυτό το είδος ένοπλου πολιτικού Ισλάμ παρέμεινε σχετικά περιθωριακό και οι περισσότεροι μουσουλμάνοι που χαρακτηρίζονταν στερεοτυπικά ως «φονταμενταλιστές» ή «ύποπτοι για ριζοσπαστικοποίηση» στην Ευρώπη ήταν μάλλον ευσεβείς και συντηρητικοί.

Όμως, όλη αυτή η περιθωριοποίηση, οι μορφές ρατσισμού αλλά και ο στιγματισμός των μουσουλμάνων θα παίξουν το ρόλο τους αργότερα, όταν οι στρατολόγοι του Ισλαμικού Κράτους θα διαπιστώσουν ότι μπορούσαν να βρουν υποψηφίους ανάμεσα σε μετανάστες δεύτερης γενιάς –όχι απαραίτητα με παρελθόν «ευσεβές»– που προσέκρουαν πάνω σε υπαρκτούς μηχανισμούς περιθωριοποίησης.

Ο κόσμος άλλαξε – όμως τώρα αλλάζει ξανά

Το γεγονός ότι τα είκοσι χρόνια από την 11η Σεπτεμβρίου συμπίπτουν με την αποχώρηση (και επί της ουσίας ήττα) των Αμερικανών στο Αφγανιστάν, την επικείμενη αποχώρηση από το Ιράκ, το γεγονός ότι το Ιράν άντεξε τις κυρώσεις, αλλά και το δυνητικό «Νέο Ψυχρό Πόλεμο» ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ρωσία (και ευρύτερα ανάμεσα στη Δύση και έναν αναδυόμενο «ευρασιατικό πόλο»), μπορεί να θεωρηθεί ένδειξη ότι ο κόσμος αυτή τη στιγμή αλλάζει ξανά σε μια κατεύθυνση πιο συγκρουσιακή αλλά πιο πολυκεντρική, με δυνατότητες μεγάλων συγκρούσεων αλλά και νέων ισορροπιών στηριγμένων περισσότερο στον συσχετισμό παρά στη μονοκρατορία κάποιας χώρας.

Την ίδια στιγμή ζητήματα όπως η κλιματική αλλαγή, πιο σωστά η επικείμενη κλιματική καταστροφή, φέρνουν στο προσκήνιο ένα νέο αίτημα παγκόσμιας συνεργασίας σε έναν κόσμο ομολογουμένως πιο κατακερματισμένο, κάτι που προς παρόν αποτυπώνεται περισσότερο ως αίτημα κινημάτων της κοινωνίας των πολιτών παρά ως πραγματική πολιτική βούληση. Κινήματα που συχνά βρίσκουν μπροστά τους το αυταρχικό θεσμικό οπλοστάσιο που άφησε πίσω της η απάντηση στην 11η Σεπτέμβρη.

Πηγή : in.gr