Η «αιμορραγία» της φυγής των γιατρών προς το εξωτερικό, στοίχισε ακριβά την περασμένη δεκαετία στην Ελλάδα, διευρύνοντας ακόμα περισσότερο το brain drain υψηλού επιστημονικού δυναμικού που βιώνει την τελευταία δεκαετία η χώρα μας.
Συνολικά ο αριθμός των Ελλήνων γιατρών που έφυγαν για το εξωτερικό τα χρόνια της κρίσης, κινείται περίπου στις 17.500. Σε ότι αφορά το Νομό Καρδίτσας, ο Ιατρικός Σύλλογος από το 2010 έχει εκδώσει 41 πιστοποιητικά σε γιατρούς που προγραμμάτισαν να φύγουν στο εξωτερικό.
Η μεγαλύτερη φυγή καταγράφεται την τριετία 2012-2014 όπου για το εξωτερικό έφυγαν 25 Καρδιτσιώτες, ενώ από το 2015 και ύστερα καταγράφεται ένας σταθερός ρυθμός φυγής 2-3 γιατρών το χρόνο.
Οι συγκεκριμένοι αριθμοί ωστόσο δεν αποτυπώνουν ολόκληρη την εικόνα, καθώς αρκετοί ειδικευόμενοι γιατροί που συνεχίζουν την κατάρτισή τους σε μεγάλα κέντρα των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης, λαμβάνουν από εκεί τα απαιτούμενα πιστοποιητικά.
Οι λόγοι φυγής
Οι βασικοί λόγοι για τους οποίους οι γιατροί επιλέγουν να μεταναστεύσουν έχουν να κάνουν με τη δυσκολία εύρεσης εργασίας στην Ελλάδα, τις χαμηλές αποδοχές αλλά και την απουσία προοπτικών ανέλιξης, έρευνας και εξειδικευμένης εκπαίδευσης.
Μιλώντας στο «Νέο Αγώνα» ο Πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου κ. Αριστοτέλης Σπάνιας υπογράμμισε ότι ένας εκ των βασικών λόγων, αφορά τις αποδοχές.
Οι αποδοχές του ιατρικού προσωπικού σε άλλες χώρες της Ευρώπης είναι διπλάσιες ή τριπλάσιες συγκριτικά με την Ελλάδα, ενώ σε σχέση με τις αραβικές χώρες οι διαφορές είναι τεράστιες.
Επιπλέον σημαντικός είναι και ο ρόλος των εργασιακών συνθηκών, αφού οι γιατροί στην Ελλάδα καλούνται να καλύψουν έναν μεγάλο αριθμό εφημεριών και όγκο περιστατικών, καθώς τα τελευταία χρόνια εντάθηκαν οι ελλείψεις προσωπικού.
Την ίδια ώρα, στο εξωτερικό το κράτος και τα πανεπιστήμια μεριμνούν στους τομείς της έρευνας και της εκπαίδευσης, παρέχοντας κονδύλια και φυσικά τον απαιτούμενο χρόνο στους γιατρούς, κάτι που δεν συμβαίνει στην Ελλάδα.
Πρόσληψη μόνιμου προσωπικού
Ο Πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Καρδίτσας σημείωσε ότι τους τελευταίους μήνες καταγράφεται μια σταθεροποίηση στην τάση φυγής των γιατρών προς το εξωτερικό, ενώ σύμφωνα με τον Ιατρικό Σύλλογο Αθηνών, δημιουργείται ένα κλίμα αναστροφής της κατάστασης.
«Υπάρχει μια εικόνα αισιοδοξίας» υπογράμμισε, προσθέτοντας ότι η πολιτεία καλείται να μεριμνήσει και να αναλάβει ενέργειες για την καλύτερη μισθοδοσία του ιατρικού προσωπικού και για να γίνουν μόνιμες προσλήψεις. «Ειδικά στο Νομό Καρδίτσας έχουμε ανάγκη την πρόσληψη μόνιμου ιατρικού προσωπικού στις δομές της υγείας, κάτι που ο Σύλλογος ζητάει όλα αυτά τα χρόνια» επισήμανε, ενώ τόνισε πως στο επίκεντρο θα πρέπει να μπουν οι προοπτικές του κλάδου ευρύτερα, στον τομέα της έρευνας και εξειδίκευσης.

Μείωση γιατρών στη Θεσσαλία
Την ίδια ώρα, στους 3.755 από 3.781 (μείωση της τάξης του 0,7%) ανήλθαν στο σύνολό τους οι εγγεγραμμένοι γιατροί στους Ιατρικούς Συλλόγους της Θεσσαλίας, σύμφωνα με τα στοιχεία έρευνας που διενήργησε κατά Περιφέρεια η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία.

Αναφορικά με τις ειδικότητες ιατρών που εισήλθαν στο επάγγελμα, οι σημαντικότερες αριθμητικά στο σύνολο της Θεσσαλίας είναι οι ειδικότητες της Παθολογίας, της Παιδιατρικής, της Βιοπαθολογίας, της Καρδιολογίας, της Γενικής Ιατρικής και της Μαιευτικής-Γυναικολογίας .

Οδοντίατροι

Την ίδια ώρα σε φθίνουσα πορεία είναι ο συνολικός αριθμός των οδοντιάτρων, καθώς σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ οι εγγεγραμμένοι οδοντίατροι, το έτος 2018 στη Θεσσαλία ήταν 764. Από την ανάλυση κατά φύλο, παρατηρείται ότι το 2018 συγκριτικά με το 2017 ο αριθμός των ανδρών οδοντιάτρων σημείωσε αύξηση 0,4% και των γυναικών 0,8%.
Οι εγγεγραμμένοι οδοντίατροι, το έτος 2018 ανήλθαν σε 13.300 στο σύνολο της Χώρας, παρουσιάζοντας αύξηση 0,6% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Η μεγαλύτερη αύξηση, κατά απόλυτες τιμές, για το έτος 2018 παρατηρήθηκε στην Περιφέρεια της Αττικής (0,7%), ενώ η μεγαλύτερη μείωση, κατά απόλυτες τιμές, παρατηρήθηκε στην Περιφέρεια της Θεσσαλίας (2,0%).
Σύμφωνα με την ίδια μελέτη της ΕΛΣΤΑΤ τόσο σε επίπεδο Θεσσαλίας, όσο και στην υπόλοιπη επικράτεια, η ανεργία στον κλάδο των γιατρών παραμένει σε υψηλά σχετικά επίπεδα, καθώς σε ποσοστό 22% τα μέλη των τεσσάρων ιατρικών συλλόγων καταγράφονται ως υποαπασχολούμενα.