Σε ένα μεταίχμιο ερημοποίησης πληθυσμιακής και φυσικής εισέρχεται η αγροτική οικονομία της Θεσσαλίας.
Αιτία δεν είναι μόνο οι τεράστιες πληγές που άφησαν πίσω τους οι δυο θεομηνίες του Σεπτεμβρίου, αλλά και μια σειρά από δυσμενείς οικονομικούς, κοινωνικούς παράγοντες και θεσμικά κενά που έθεσαν στο περιθώριο την αγροτική παραγωγή την τελευταία δεκαετία.
Όταν το 2012 τα ΑΔΑ, τα καλλιεργητικά δάνεια των αγροτών είχαν επιτόκιο 4% και σήμερα υπερβαίνουν το 7,5%, όταν τότε το πετρέλαιο είχε 1,2 ευρώ το λίτρο και η επιστροφή του ΕΦΚ έφτανε στα 190 εκατομμύρια ευρώ και σήμερα έχει 1,80 με επιστροφή 75 εκατομμύρια ευρώ και όταν το αγροτικό ρεύμα είχε 6 λεπτά η κιλοβατώρα και σήμερα φτάνει 18 και 20 λεπτά, γίνεται κατανοητό, ότι η αγροτική παραγωγή χάνει την ανταγωνιστικότητά της.
Στο διάστημα αυτό με εξαίρεση δύο χρονιές τα 2021 και το 2022 λόγω της Ουκρανικής κρίσης (όταν είχαμε ωστόσο και διπλασιασμό στις τιμές των αγροτικών εφοδίων όπως στα λιπάσματα), οι τιμές των αγροτικών προϊόντων παρέμειναν πάνω-κάτω οι ίδιες σε βασικές καλλιέργειες όπως στο στάρι, το βαμβάκι, ή το καλαμπόκι, ενώ το κόστος όπως ήδη έχει αναφερθεί τριπλασιάστηκε.
Μέσα σε όλα αυτά έρχεται και η δραστική περικοπή των επιδοτήσεων όπως διαφάνηκε στις πρώτες πληρωμές της νέας ΚΑΠ για να διαπιστώσει η συντριπτική πλειοψηφία των αγροτών ότι οι καλλιέργειες τους πλέον δεν είναι βιώσιμες. Αυτή είναι η οδυνηρή πραγματικότητα και για τούτο απαιτούνται δραστικές λύσεις από την πολιτεία αν θέλει να διατηρήσει το παραγωγικό της μοντέλο και να δώσει μια οντότητα στην πραγματική οικονομία και μια αυτάρκεια διατροφική στη χώρα ώστε να μην εξαρτάται από τις διακυμάνσεις του διεθνούς εμπορίου που έχουν γονατίσει τα τελευταία δύο χρόνια τα νοικοκυριά.
Αναλυτικότερα στην εφημερίδα Νέος Αγών