Οι πλημμυρικές καταστροφές στη Θεσσαλία δεν έχουν περάσει απαρατήρητες ακόμη κι από την ευρωπαϊκή κοινότητα, καθώς τα ακραία καιρικά φαινόμενα πλήττουν κι άλλες χώρες, οπότε περνούν έπειτα από τον έλεγχο αρμόδιων οργανώσεων και επιστημόνων για ένα καλύτερο μέλλον στη ζωή μας. Άλλωστε η αντιμετώπιση των κινδύνων δεν διαχωρίζεται από τα σύνορα των χωρών, ούτε η γνώση του ενός και η συγκέντρωση των στοιχείων παύουν να ενδιαφέρουν το διπλανό μας.
Η συζήτηση για τη βελτίωση των παλιών υποδομών και την οικοδόμηση νέων παρατείνεται χωρίς στρατηγικό προσανατολισμό και εισαγωγή στην επιθυμητή πράξη. Από την πλευρά τους, οι κάτοικοι των πληγεισών περιοχών γνωρίζουν πως το μέγεθος της καταστροφής, πέρα το ότι τούς προξένησε πόνο και μακρά αβεβαιότητα, οδήγησε σε ακριβέστερη κατανόηση των πλημμυρικών ζωνών. Ή τουλάχιστον μετά το πέρασμα του «Ντάνιελ», ακόμη και ένας ντόπιος μπορούσε να εντοπίσει τα επίμαχα ευάλωτα σημεία, τα οποία ήταν προ πολλού εν γνώσει μας, και τώρα έφθασαν στο απροχώρητο εξαιτίας της απουσίας κρατικής πρόβλεψης και προνοητικότητας.
Όπως κατανοούμε, υποδομές από τη δεκαετία του ‘60 (κανάλια κ.α.) είναι δύσκολο να αντέξουν σε κλιματικά φαινόμενα που εκδηλώνονται εν έτει 2023. Είναι απλή λογική, εύκολη σκέψη ενός κοινού νου, αλλά η χρόνια ατολμία και η αποφυγή αντιπλημμυρικών έργων με τη δικαιολογία «του υψηλού κόστους», έφεραν τη χώρα σε ακόμη υψηλότερη κοστολόγηση παρεμβάσεων που απαιτούνται τώρα για τη Θεσσαλία. Ήδη το εκτιμώμενο ποσό ύψους 4,5 δις ευρώ για την αναδιάρθρωση της Θεσσαλίας μάς βάζει σε εύλογες σκέψεις από πού θα εξασφαλιστεί, ενώ ακόμη βρισκόμαστε σε έναν ατελείωτο αγώνα με αρκετές παραλείψεις σε υποσχεθείσες αποζημιώσεις (π.χ. επίδομα ενοικίου) και άστοχες ανακοινώσεις επικοινωνιακού χαρακτήρα.
Οκτώ μήνες μετά, συζητάμε ακόμη για το πόρισμα των Ολλανδών, φέρνοντας στο προσκήνιο την πρόταση μείωσης της βαμβακοκαλλιέργειας στη Θεσσαλία. Η σκανδαλώδης
αβλεψία των κυβερνήσεων για την αντιμετώπιση του υδάτινου ελλείμματος, μάς φέρνει σε δύσκολες αποφάσεις και διλήμματα. Κινδυνεύουμε να υποβαθμίσουμε το κυριότερο προϊόν μας, διότι η κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων νερού δεν προβλημάτισε ουδέποτε την κεντρική διακυβέρνηση. Άλλωστε ως περιοχή χρωστάμε νερό στη γη, έχοντας βασιστεί τόσα χρόνια σε γεωτρήσεις και εξαντλώντας τον υδροφόρο ορίζοντα.
Η μετάβαση σε άλλες καλλιέργειες (ειπώθηκε ακόμη και η λύση της κάνναβης) δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Το βαμβάκι, ο τρόπος παραγωγής του και η συγκομιδή του, είναι κατ’ εξοχήν διαχρονική και απλή διαδικασία για τους γεωργούς της περιοχής. Η ιδέα νέων καλλιεργειών προϋποθέτει νέες καταρτίσεις των γεωργών με δεξιότητες, την ύπαρξη ερευνητικών ιδρυμάτων που θα απασχοληθούν με πιθανά πλεονεκτήματα ή προκλήσεις από την καλλιέργεια νέων προϊόντων. Βέβαια, εδώ ερχόμαστε αντιμέτωποι και με την ιδέα αλλαγής συνηθειών, γεγονός που περιπλέκει το νου του ανθρώπου, ακόμη κι αν διακυβεύεται το μέλλον ενός ολόκληρου τόπου. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η περιοχή έχει ανάγκη από νερό, από τη συγκράτηση υδάτινων αποθεμάτων.
Ωστόσο εν μέσω ξηρασίας και με την ύπαρξη άγονων χωραφιών, «ξεφυτρώνουν» ευκολότερα φωτοβολταϊκά έπειτα από «βροχή» αιτήσεων, παρά κυριαρχεί η σκέψη για παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας. Επίσης, απευχόμαστε να γίνουμε μάρτυρες μιας πολιτικής «έκτακτης ανάγκης», για την οποία εν μέσω ανασφάλειας ίσως αξιολογήσουμε ακόμη πιο ακριβά τις ανάγκες μας από το να δώσουμε τελικά λύσεις σε αυτές.