Σε μία περίοδο που η Κίνα προχωρά σε πρωτοφανή χρήση των στρατηγικών της αποθεμάτων σε πετρέλαιο και σιτηρά για να αντιμετωπίσει τις παγκόσμιες πληθωριστικές πιέσεις σε ενέργεια και τρόφιμα στη χώρα μας εξακολουθούμε να σφυρίζουμε αδιάφορα, αντί να οργανώνουμε την παραγωγική μας βάση καθώς έρχεται παγκόσμια διατροφική κρίση και «ενεργειακή φτώχεια στην Ευρώπη» το φετινό χειμώνα.
Αγρότες βιοτέχνες και βιομήχανοι διαπιστώνουν πως με τη ρήτρα προσαρμογής τα τελευταία τιμολόγια του Αυγούστου που παραλαμβάνουν έχουν αυξήσεις στην κιλοβατώρα που φτάνουν από 40 έως και 120%. Επίσημη αιτιολογία είναι ότι είχαμε αύξηση των ποινών για παράβαση άνθρακα στην κατανάλωση ρεύματος το δίμηνο Ιουλίου- Αυγούστου, όπου είχαμε τον παρατεταμένο καύσωνα στη χώρα μας και αύξηση ταυτόχρονα της τιμής χονδρεμπορικής της ενέργειας.
Η αύξηση της χονδρεμπορικής τιμής του ηλεκτρικού οφείλεται σε αυτή τη φάση κυρίως σε δύο παράγοντες: Ο πρώτος είναι η εκτόξευση της τιμής των συμβολαίων Διοξειδίου του Άνθρακα από τα 25-30 δολ. ο τόνος πριν ένα χρόνο σε πάνω από τα 60 δολ. πριν λίγες μέρες. Κάθε δολ. αύξηση του κόστους των ρύπων αυξάνει το κόστος παραγωγής μιας Μεγαβατώρας από φυσικό αέριο κατά 0,37 και πάνω από 1 δολ. για την παραγωγή από άνθρακα. Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με τον υπερδιπλασιασμό της τιμής του φυσικού αερίου στις διεθνείς αγορές από τα 1,7-2 δολ. το Καλοκαίρι του 2020 πάνω από τα 4,60 δολ. αυτή την περίοδο. Στην Ευρώπη συνδυάζουν την αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου με κάποια εκβιαστική πολιτική που ακολουθεί η Ρωσία σε σχέση με την αποδοχή του Nord Stream 2 και την περαιτέρω ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης.
Ο τρόπος εφαρμογής της Ρήτρας Αναπροσαρμογής Χρεώσεων Προμήθειας αποτυπώνεται στο εκάστοτε τιμολόγιο προμήθειας. Ουσιαστικά εδώ αντικατοπτρίζεται η εκτίναξη των τιμών του φυσικού αερίου και των δικαιωμάτων ρύπων CO2 που έχουν οδηγήσει σε δυσθεώρητα ύψη τις χονδρεμπορικές τιμές πανευρωπαϊκά, δημιουργώντας ένα κοινό πρόβλημα για όλους. Ωστόσο, φαίνεται ότι έχουν επηρεάσει δυσμενέστερα την Ελλάδα, που εμφανίζει σταθερή ανοδική πορεία κατά τους τελευταίους τρεις μήνες στις χονδρεμπορικές τιμές, καθώς οι ΑΠΕ είχαν από περιορισμένη έως ελάχιστη συμμετοχή στο ενεργειακό μείγμα λόγω των υψηλών θερμοκρασιών και της άπνοιας, και παράλληλα δεν υφίστανται εναλλακτικές πηγές τροφοδοσίας.
Και εδώ αποτυπώνεται η κριτική που εδώ και καιρό ασκούμε στην λανθασμένη ακολουθούμενη πολιτική από πλευράς των τελευταίων κυβερνήσεων στην ενεργειακή πολιτική και την απολιγνιτοποίηση της χώρας. Στα Εθνικά σχέδια για την ενέργεια και την κλιματική Αλλαγή (ΕΣΕΚ) τόσο των κυβερνήσεων του ΣΥΡΙΖΑ για ιδεοληπτικούς λόγους, όσο και της ΝΔ που αποτυπώνουν την ακολουθούμενη ενεργειακή πολιτική της χώρας μέχρι το 2030 δεν περιέχονται τα υδροηλεκτρικά φράγματα.
Αντίθετα το λιγνίτη φέρονται να τον αντικαθιστούν τα εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από εισαγόμενο φυσικό αέριο. Είναι περιττό να λεχθεί ότι χαμένοι από την υπόθεση αυτή βγαίνουν και η εθνική οικονομία (έχει υπολογιστεί ότι την τελευταία 20ετία που δεν λειτουργούν το σχεδόν έτοιμο υδροηλεκτρικό της Μεσοχώρας και το ημιτελές της Συκιάς, έχουν χαθεί περί τα 400 εκατομμύρια ευρώ για τη ΔΕΗ) αλλά και οι αγρότες, ειδικά της Θεσσαλίας. Οι τελευταίοι και πληρώνουν επιπλέον το ρεύμα γιατί τα υδροηλεκτρικά φράγματα έχουν και αρδευτικό χαρακτήρα και η απουσία τους στο θεσσαλικό κάμπο τους αναγκάζει να συνεχίζουν να ποτίζουν από γεωτρήσεις και πλέον τους έρχεται και το «καπέλο» της προσαρμογής, καθώς αντί να χρησιμοποιείται η «πράσινη» υδροηλεκτρική ενέργεια καταφεύγουμε στο φυσικό αέριο που και ορυκτό είναι και εισαγόμενο και δεν είναι προφανώς ανανεώσιμο.
Έτσι υπάρχει ο κίνδυνος εγκατάλειψης νέων εκτάσεων όπου η καλλιέργεια καθίσταται οριακή λόγω των υπερβολικών αυξήσεων σε ρεύμα, λιπάσματα , πετρέλαιο και έτσι αδυνατούμε να καλύψουμε τις επισιτιστικές μας ανάγκες, όταν μάλιστα τα ναύλα για τις εισαγωγές τροφίμων εκτοξεύονται το τελευταίο διάστημα δημιουργώντας ένα «φαύλο κύκλο» πληθωρισμού και εντέλει φτώχειας.
Είναι προφανές ότι επείγει να γίνει ένας επανασχεδιασμός και του ΕΣΕΚ και του Ταμείου Ανάκαμψης δίνοντας έμφαση στην παραγωγή ενέργειας από υδροηλεκτρικά που είναι και η απάντηση στην κλιματική κρίση καθώς και την ερημοποίηση του κάμπου προλαμβάνουν και αντιπλημμυρική θωράκιση παρέχουν.
Μη λησμονάμε τέλος ότι τα υδροηλεκτρικά της Συκιάς και της Μεσοχώρας με τη μέθοδο της άντλησης- ταμίευσης, λειτουργούν και ως «μπαταρίες ενέργειας» πέρα από φορτία αιχμής για να καλύψουν τις αστοχίες των ΑΠΕ (φ/β που δεν λειτουργούν τη νύχτα ή αιολικών που δεν λειτουργούν με άπνοια) αλλά και ως αποθήκες νερού για τις δύσκολες περιόδους λειψυδρίας που αναμένουμε τα προσεχή χρόνια.
Γιάννης Κολλάτος