Του Γιάννη Κολλάτου

Κάποτε στον κάμπο μια φορά κι έναν καιρό δίπλα στα ποτάμια και τα δάση ζούσαν οι… «καλότυχες». Τις ονομάτιζαν έτσι οι άνθρωποι του μόχθου, θεοσεβούμενοι οι περισσότεροι για να τις καλοπιάνουν μην εξοργιστούν και γίνει κανένα κακό. Μη θυμώσουν τα ποτάμια και αγριέψουν και πλημυρίσουν τα σπιτικά τους και τα χωράφια τους, μη χαθούν μαζί με τις περιουσίες και ανθρώπινες ζωές. Νεραΐδες και ξωτικά, βάκχες και Μαινάδες, απόγονοι του Πάνα και του Διόνυσου, κυρίευαν τη φαντασία των χωρικών, μέχρις ότου μετά το μεσαίωνα τα ξωτικά έγιναν καλικάντζαροι και οι δρυίδες και οι ιέρειες έγιναν οι παπάδες με την αγιαστούρα που έδιωχναν τα κακά δαιμόνια που ανέβαιναν πάνω στη γη τούτες τις άγιες μέρες.

Κατάλοιπα ενός άλλου κόσμου που ερχόταν από την αρχαιότητα, από τις εποχές που οι πρόγονοί μας έβλεπαν ως θεότητες ποτάμια, λίμνες, βουνά και κάθε λογής φυσικό φαινόμενο, και είχαν ισορροπία με τη φύση ενώ ήξεραν και να την τιθασεύουν προς όφελός τους και να την εξευμενίζουν.

Στις μέρες μας οι καλότυχες ντύθηκαν το μανδύα της κλιματικής αλλαγής, τα ποτάμια θύμωσαν και άρχισαν να πλημμυρίζουν την εύφορη γη και να αφήνουν πίσω τους λάσπη και δυστυχία και μετά έρχεται συνήθως η ξηρασία…

Το παραμύθι έχει και συνέχεια. Ο Ιανός ο διπρόσωπος θεός των αρχαίων Ρωμαίων, έδωσε τη σκυτάλη στον προφήτη Δανιήλ (Daniel) και αυτός με τη σειρά του στον προφήτη Ηλία και η καλή τύχη της Θεσσαλίας «θάφτηκε» στις υποσχέσεις και στο αναμάσημα λόγων που δεν συνοδεύτηκαν ποτέ από έργα.

Οι επιλήσμονες τάισαν τη λήθη και αυτή με τη σειρά της την αλαζονεία και την ύβρι προς τη φύση και τη γη αυτή που έθρεψε εκατοντάδες γενιές με τους καρπούς της. Στις μέρες μας τα ξωτικά πήραν εκδίκηση για την αποκοτιά, την έλλειψη σχεδίου, την εξαπάτηση. Και οι καλότυχες δεν συγχωρούν ποτέ τον ψεύτη και τον απατεώνα.

Αυτόν που τάζει έργα και έργα δεν πράττει…

Απογοητεύτηκαν και άφησαν τη στέρφα γη, όπου τα δέντρα ξεράθηκαν κάτω από τα νερά μιας λίμνης που ζωντάνεψε μετά από εκατοντάδες χρόνια, την έσκισαν με χαραδροειδείς αυλακώσεις και την παρέδωσαν απαξιωμένη στην επόμενη γενιά εκείνων που έρχονται να πλουτίσουν μετά τη συμφορά, που ευημερούν από τη δυστυχία των ανέστιων στον Παλαμά και τη Φαρκαδόνα.

Μάταια οι Θεσσαλοί έκαναν θυσίες στην ποτάμια θεότητα του Αχελώου του πατέρα των Σειρήνων και γιου του Ωκεανού. Από τότε που ο Ηρακλής τον νίκησε στον Άδη, μέχρις τις μέρες μας ο Αχελώος δεν συνάντησε ποτέ την άλλη ποτάμια θεότητα τον Πηνειό, τον πατέρα της Δάφνης που μεταμορφώθηκε σε δέντρο για να διατηρήσει τον όρκο της παρθενίας της και να μη δοθεί στον Απόλλωνα.

Έγινε μάχη στον Άδη μεταξύ του Ηρακλή και του Αχελώου και ο ποτάμιος θεός, παρά τις συνεχείς μεταμορφώσεις του, έχασε. Τότε ο Ηρακλής του απέκοψε το δεξί του κέρατο (έκλεισε τη μία εκβολή του ποταμού) και από το αίμα που έρρευσε γεννήθηκαν οι Σειρήνες. Το κέρατο αυτό δεν το κράτησε ο Ηρακλής.

Ο Αχελώος σε αντάλλαγμα του έδωσε το κέρας της Αμάλθειας (το νέο πλούσιο γόνιμο έδαφος) που στη συνέχεια ο ήρωας δώρισε στον Οινέα. Ο ποταμός-Θεός είχε νικηθεί και ο Ηρακλής νυμφεύθηκε τη Δηιάνειρα.

Βέβαια ο μύθος αυτός και κατά τον Διόδωρο αλλά και τον Στράβωνα ερμηνεύει τις προσπάθειες των αρχαίων εκεί κατοίκων να τιθασεύσουν την ορμή του ποταμού (κέρας) περιφράσσοντάς τον με μεγάλα έργα (μεταμορφώσεις ποταμού) και να τον μετατρέψουν σε γόνιμο ποταμό (γάμος του Ηρακλή).

Τα σύγχρονα έργα στον Αχελώο που θα έκαναν γόνιμη τη γη των Θεσσαλών παραμένουν ημιτελή για άγνωστο λόγο.

Η θεσσαλική γη ερημοποιείται με ταχείς ρυθμούς και τις νύχτες ακούγονται οι καλότυχες να θρηνούν για αυτό τον βουβό κόσμο των ημερών μας που θυσίασε τον πιο γόνιμο κάμπο της χώρας και τους ανθρώπους που τον καλλιεργούσαν…

Αναζητώντας επί δεκαετίες το μύθο με το κέρας της Αμάλθειας οι Θεσσαλοί χάσαμε τη γη κάτω από τα πόδια μας και ενδώσαμε στο κράτος των Αθηνών. Χάθηκαν και οι μύθοι και οι άνθρωποι που τους εξιστορούσαν στον κάμπο και μαζί με τις καλότυχες και η καλή μας τύχη…