Εντύπωση μας προκάλεσε μια είδηση που βρήκαμε στο αρχείο της εφημερίδας πριν από 40 χρόνια.
Έγραφε λοιπόν ο «Νέος Αγών» τέτοιες ημέρες το 1984 ότι προωθήθηκε νέα παρτίδα με 600 τράπουλες ώστε να καλυφθούν μερικώς οι ανάγκες καφενείων και λεσχών στην Καρδίτσα. Προειδοποιούσε μάλιστα ότι αν προωθηθεί εντός των ημερών και άλλη παρτίδα με ικανοποιητικό αριθμό τραπουλών τότε θα σημειωθεί πρωτοφανής έλλειψη, δεδομένου ότι στην περίοδο των εορτών και του νέου έτους κορυφώνεται η ζήτηση η οποία σύμφωνα με άλλα χρόνια απαιτεί αριθμό 3.000 αντιτύπων.
«Κάθε χρόνο στο Ν. Καρδίτσας διατίθεται 10.000 περίπου τράπουλες, η τιμή των οποίων διαμορφώνεται ανάλογα με την ποιότητα του χαρτιού και των αριθμό των φύλλων» σημείωνε. Είδηση η οποία περιέγραφε την κατάσταση και τις ανάγκες της εποχής, που έχουν διαφοροποιηθεί κατά πολύ στη σημερινή εποχή. Η χαρτοπαιξία άλλωστε έχει περιοριστεί σε μεγάλο βαθμό, κάτι το οποίο αφενός μεν οφείλεται στην αλλαγή του τρόπου διασκέδασης, αφετέρου στην ερήμωση των χωριών.
Την εποχή εκείνη η ύπαιθρος έσφυζε από κόσμο. Ακόμη και στα μικρά χωριά υπήρχαν δύο τρία καφενεία, στα οποία οι παρέες έσπευδαν από νωρίς να πιάσουν τραπέζι να πιούν τον καφέ, το ποτό τους και να παίξουν χαρτιά. Σε πολλά χωριά του Νομού σήμερα κυριαρχεί η εικόνα με τα κλειστά σπίτια και τις χορταριασμένες αυλές, όπου μετά βίας λειτουργεί ένα καφενείο. Κι αυτό με καμιά δεκαριά θαμώνες, κυρίως ηλικιωμένοι κάτοικοι που έχουν απομείνει.
Το δυστύχημα είναι ενώ παλιότερα η εικόνα της παρακμής αφορούσε κυρίως τα χωριά με μικρό πληθυσμό, πλέον έχει αρχίσει να καταγράφεται και σε μεγαλύτερες κοινότητες, τα παραδοσιακά κεφαλοχώρια. Η πληθυσμιακή και οικονομική ανάταξη της υπαίθρου έπρεπε ήδη να έχει απασχολήσει τις κυβερνήσεις. Ωστόσο εδώ και χρόνια ακούμε μόνο λόγια…
Κ.Π.