Είναι ευτυχία, δεν είναι θλίψη, να ζήσεις τα παραμύθια που σου λεγαν μικρό παιδί για να κοιμηθείς…
Όπως αυτό, που ήταν ιστορία πραγματική, τότε που ο πατέρας ερχόταν με βάρκα από το χωριό του, το Πεδινό, στην πόλη της Καρδίτσας. Δρόμος υπήρχε, αυτός που πήγαινε για Τρίκαλα και έστριβε για τα χωριά των Σελλάνων, περιφερειακά του βάλτου, γιατί βάλτος ήταν, μετά έγινε κάμπος, αλλά σαν έπιανε κι έβρεχε μέρες ασταμάτητα, μήτε δρόμος υπήρχε μήτε γης καν για να πατήσεις. Έπιαναν οι νέοι τότε τις βάρκες και χαίρονταν που χε πολύ νερό για να πλέουν γρήγορα στη λίμνη που δημιουργούνταν, χωρίς να χρειάζεται να σπρώχνουν με κοντάρι το βυθό. Και γέμιζαν τις βάρκες με ψαθιά να τα πάνε είτε προς τα χωριά τα πέρα, στο Βάναρι (Μαραθέα), στην Κόρδα, στο Κοσκινά, στο Κουρτίκι (Μεταμόρφωση), στο Βλοχό, στον Παλαμά είτε απ΄ την άλλη μεριά σε μια απευθείας διαδρομή μέσα απ το βάλτο προς την Καρδίτσα…
Το Πεδινό, το λέει η λέξη τι είναι, βρίσκεται καταμεσίς της θεσσαλικής πεδιάδας και είναι το πιο κοντινό χωριό της Καρδίτσας στον Πηνειό, κανά χιλιόμετρο δρόμος κι ούτε. Παρόλ΄ αυτά δεν πλημμύριζε εύκολα, ούτε τώρα, αν και πολλά σπίτια έβαλαν νερό αλλά όχι ολόκληρο κι ούτε όλος αυτός ο χαμός που έγινε σε καμιά εικοσαριά χωριά διπλανά του. Γι αυτό και δεν ακούσαμε καθόλου το όνομά του αυτές τις μέρες κι ούτε σ άλλη πλημμύρα ποτέ. Σαν το χωριό να σέβεται το νερό και τους χώρους του κι αυτό του το ανταποδίδει, σα να ναι λίγα εκατοστά πιο ψηλά, σα να ναι –κυρίως- λίγο έξω από την έκταση που καταλαμβάνουν τα ποτάμια από τα βουνά της Καρδίτσας όταν πλημμυρίζουν, σα να ναι στις όχθες του πάλαι ποτέ βάλτου κι όχι μέσα του, σα να χει διαχωρίσει τις σχέσεις με όλα τα άλλα ποτάμια κι έμαθε να τα χει βρει και να συγκατοικεί αιώνες τώρα με τον Πηνειό, μονάχα… Εκεί, στο μεγάλο ποτάμι, κάναμε και μεις κρυφά –που να τολμήσουμε να πούμε ότι πάμε- τις πρώτες αγριάδες με τα καθάρια –τότε- καλοκαιρινά νερά, μαθαίνοντας κολύμπι σε γλυκό νερό και παίζοντας τους ινδιάνους …
Δεν είχα σκοπό να πάω στο Πεδινό. Τι να κάνω; Με πλημμυρισμένο σπίτι στην πόλη και ζημιές στο άλλο χωριό, στην άλλη μεριά του νομού, με αμπέλια και χωράφια να τα χουν «πατήσει» με νερό και λάσπες τα ρέματα, με τρέξιμο για βοήθεια σε όσους ξεκληρίστηκαν απ΄τα σπίτια, με δρομολόγια να μεταφέρω πράγματα που έστελναν φίλοι από παντού σε σχολείο που φιλοξενούνταν οι συνάνθρωποί μας, πού καιρός για επισκέψεις στο χωριό… Οι θείοι άλλωστε ήταν καλά, τρεις μέρες σε μια ταράτσα, τώρα όλα εντάξει, κάποιοι άλλοι έβγαζαν λάσπες αλλά τέλειωναν τα καθαρίσματα και το παλιό πατρικό της οικογένειας ήταν μαθημένο σε τέτοιες καταστάσεις και νερό να μπαινε, θα βρισκε το δρόμο του να βγει πάλι… Όμως το τηλέφωνο που πήρα «έλα, έπεσε το σπίτι», μ΄ έκανε, όχι με μεγάλη προθυμία να πω την αλήθεια, να παρατήσω οτιδήποτε και, πριν το σούρουπο, να φτάσω στο παλιό αρχοντικό, το αιωνόβιο σπίτι των παιδικών αναμνήσεων που δεν προλάβαμε με τα ξαδέρφια να το φτιάξουμε όπως θα θελε ο παππούς κι η γιαγιά… Ε, φευγάτοι όλοι από το χωριό, δεν είχε ούτε βουνό ούτε θάλασσα ο τόπος για να γίνει εξοχικό, δύσκολα ξαναφτιάχνονται αυτά….
Φτάνοντας στο Πεδινό, ο δρόμος είχε ανοίξει, οδηγώντας μέσα σε λιμνούλες στο δρόμο και ανάμεσα σε πλημμυρισμένα χωράφια και αναποδογυρισμένα τρακτέρ, έτρεξα στο σπίτι. Το είδα όντως γκρεμισμένο, έστεκε μόνο μια γωνία σαν πύργος, να υπενθυμίζει τις ένδοξες εποχές του, τις χαρές του, τους τρανούς και τους σημαντικούς που φιλοξενήθηκαν εδώ και όλους τους ακόμη πιο σημαντικούς για μένα που ήταν οι παππούδες, οι θειοί μου και τα ξαδέρφια όλα, αλλά δεν κάθισα πολύ ώρα να το κλάψω. Δεν είχα πολύ χρόνο άλλωστε… Ήταν αδύνατο να μπω μέσα, αλλά δεν υπήρχε και …μέσα! Έτρεξα γρήγορα στο πίσω μέρος. Κι εκεί γκρεμισμένο όλο το σπίτι, αλλά εδώ είχε καταρρεύσει και όλη η εξωτερική πλευρά του τοίχου, αφήνοντας να φανεί το εσωτερικό του, που ήταν η αποθήκη και το κελάρι. Ό,τι παλιό αντικείμενο υπήρχε μέσα είχε γίνει ένα και σκεπάστηκε από τα πλιθιά. Άρχισε να νυχτώνει, κοίταξα βιαστικά, αλλά προσεκτικά. Δυό παλιά βαρέλια έστεκαν όρθια μέσα σε σωρούς από πλιθιά και κεραμίδια. Τα έβαλα με τον εαυτό μου που τόσα χρόνια δεν τα πήρα, δε πρόλαβα να τα κάνω τραπέζι γευσιγνωσίας στην κάβα, θα πάνε με τα μπάζα, όπως κι όλα, σκέφτηκα… Το μάτι μου πήρε κάπου χωμένη τη γάστρα της γιαγιάς, την ξύλινη πιατοθήκη, τα πήλινα, τα πιθάρια, όμως η ματιά μου έτρεχε τώρα κάπου συγκεκριμένα. Η διπλανή αποθήκη, που ήταν ο παλιός αχυρώνας δίπλα στον στάβλο, έστεκε ολόρθος. Τρύπωσα γρήγορα απ΄ τη μισάνοιχτη πόρτα (εδώ και χρόνια δεν έκλεινε ποτέ) και τράβηξα προς τη γωνία που πάντα είχε άχυρα και δεν μας άφηναν να πάμε μην έχει κάποιο φίδι, αλλά εμείς τα μικρά ξέραμε, πώς εκεί ήταν κρυμμένη η βάρκα του πατέρα και γι αυτό δεν μας άφηναν, μην και την πάρουμε και την φορτωθούμε και πάμε προς το ποτάμι να τη ρίξουμε. Κι όταν ρωτάγαμε τον παππού και μετά τους πατεράδες όλους, μας έλεγαν δεν υπάρχει τώρα βάρκα, την κάναν καυσόξυλα και την έκαψαν στο μαγειριό μαζί με τις βουνιές, γιατί δε χρειαζόταν πλέον, αφού δεν υπάρχει βάλτος ούτε πολλά νερά να γίνεται λίμνη ο τόπος. Κι ότι σώθηκε ο κόσμος, που αποστράγγισαν τα νερά κι έγινε κάμπος εύφορος να βάζουν οι αγρότες βαμβάκι και να παίρνουν και επιδοτήσεις. Και να μην παιδεύονται άλλο με τα βουβάλια του βάλτου και τα άλογα τα θεσσαλικά και τα πρόβατα τα καραγκούνικα… Να πω την αλήθεια ούτε τα καταλάβαινα ούτε μ΄άρεσαν ούτε υπήρχαν ωραίες ιστορίες με όλ αυτά, σαν εκείνες τις παλιές που μου λεγε ο πατέρας και μ΄ έπαιρνε ο ύπνος γλυκά με τις βάρκες μέσα στο βάλτο, που κάποιες είχαν και δράκους και νεράιδες και όμορφες μάγισσες καλές…
Τράβηξα 5-6 γερές κουπιές κι άφησα την παλιά ξύλινη βάρκα να πλέει ήρεμα στο νερό… Ηρεμία απόλυτη… Κοίταξα γύρω μου και το σκοτάδι γινόταν πλέον πηχτό, σαν την ύλη που σκέπαζε τη γη ολούθε. Μόνο στη Δύση, εκεί που ο ήλιος είχε χαθεί πίσω από την κορυφογραμμή των Αγράφων, το τελευταίο φως της μέρας έστελνε τους χρωματισμούς του μες στο νερό, δημιουργώντας τέτοιες αντανακλάσεις που νόμιζες ότι ο ήλιος έχει βυθιστεί στο νερό και συ ταξίδευες στα σύννεφα…
Πήρα το ένα χέρι από το κουπί και έσφιξα με αυτό το άλλο χέρι, σε μια μηχανική κίνηση να δω ότι είμαι ξύπνιος ή τέλος πάντων ότι όλο αυτό ήταν αληθινό. Ήταν όλα εκεί, ολοζώντανα… Απόλυτη σιγή και το νερό που χτυπά στη βάρκα, πιότερο το ένιωθες παρά το άκουγες…Τα φωτάκια από τα πέτρινα αρχοντόσπιτα στα Κανάλια και το κάστρο του Φαναρίου τρεμόπαιζαν στις πλαγιές και μέσα απ΄το νερό ξεπηδούσαν φλογίτσες…Τόση ομορφιά δεν την άντεχες!…
Έκλεισα τα μάτια. Η δυσοσμία είχε γίνει πλέον αφόρητη. Η οσμή του βάλτου ανακατεμένη με αυτή των νεκρών ζώων. Ξανάνοιξα τα μάτια… Η ομορφιά ήταν εκεί. Επέπλεε στον κόσμο. Έβγαλα από την τσέπη του φούτερ ένα κομμάτι βαμβάκι που βρήκα στην παλιά αποθήκη. Έκανα δυο μπαλάκια αφράτα και τα έβαλα στα ρουθούνια μου, σα φίλτρο. Σήκωσα το γιακά, έκλεισα το φερμουάρ και το έβαλα, σα μάσκα, να καλύπτει το στόμα μου. Η ομορφιά επέστρεψε… Κι η γαλήνη… Δεν ανέπνεα… Έβλεπα… Το σκοτάδι… Κι άκουγα… Τη σιωπή… Και κυρίως άγγιζα με τα χέρια τη νύχτα, που τώρα έπεσε, και ένιωθα ένα δροσερό και βελούδινο άγγιγμα… Ξανάπιασα τα κουπιά κι άρχισα να τραβάω πιο δυνατά προς την πόλη.
Πλέον κωπηλατούσα με μανία. Η γαλήνη χάνονταν στον ήχο των κουπιών. Η βάρκα έτρεχε όλο και πιο γρήγορα στο νερό. Ο μολυσμένος αέρας έκανε τα μάτια υγρά. Η σκέψη της καταστροφής, ο πόνος του κόσμου, γινόταν δάκρυα. Το χτύπημα του νερού απάλυνε το θυμό, εκτόνωνε την οργή… Το φως της μέρας κι οι αντανακλάσεις μαζί χάνονταν. Μόνο τα μακρινά φωτάκια στα Άγραφα, σαν φάροι στη σειρά και τα αστέρια χωρίς φεγγάρι, με οδηγούσαν. Το κρύο άρχιζα να το νιώθω πλέον πιο έντονο, αλλά το πρόβλημα τώρα ήταν άλλο και πιο σοβαρό. Το πρώτο άγγιγμα του κουπιού στο χώμα μ΄ έκανε να ξυπνήσω στ΄ αλήθεια απ΄ το μαγικό ταξίδι. Ήμουν όμως ακόμη εκεί. Η λίμνη φαινόταν σιγά σιγά να τελειώνει πριν φτάσω στην πόλη και θα πρεπε να κωπηλατήσω πλέον μέσα σε βάλτο. Χωρίς βέβαια να ξέρω, πού και πώς να κινηθώ, πού είναι τα περάσματα ή πώς να αποφύγω τα ποτάμια, τα κανάλια και τα ρέματα για να μην πέσω αντίθετα στη ροή τους πάνω τους. Σκέφτηκα τότε, ότι η κίνηση ν΄ αρπάξω την παλιά βάρκα, να τη βάλω στο αυτοκίνητο με τις ριγμένες θέσεις και το ανοιχτό πορτμπαγκάζ, να τη ρίξω λίγο πιο κάτω στο νερό και να μπω μέσα της εκεί που παλιά άρχιζε ο βάλτος και τώρα ήταν λίμνη (αλλά θα ξαναγινόταν ωστόσο όπου να ναι βάλτος πριν ξαναγίνει κάμπος), ήταν μια καθαρή τρέλα. Κι όλο αυτό μόνο και μόνο, για να φτάσω στην πόλη από το χωριό με βάρκα, όπως στην ιστορία που άκουγα μικρός…
Ίσως αν ήταν μέρα και έβλεπα, κάτι μπορεί να γινόταν… Ίσως αν ήταν 1-2 μέρες πιο πριν που όλος ο κάμπος ήταν πλημμυρισμένος μέχρι την πόλη γύρω – γύρω… Ίσως αν ήταν κι η πόλη πλημμυρισμένη μέχρι το κέντρο της, όπως την προηγούμενη φορά, για να μπω με τη βάρκα, όπως έκαναν οι παλιοί, μέσα από τους αυλακάδες στην Αγορά… Ίσως την επόμενη φορά, που σίγουρα θα ρίξει ακόμη περισσότερο νερό και θα πλημμυρίσει όλη Θεσσαλία μέχρι τα βουνά, όπως τότε που βγήκε ο δράκος Γήταυρος που έμοιαζε με ταύρο μέσα από τη γη και με την ουρά του χτύπαγε τον Όλυμπο και τον Κίσσαβο και βγήκαν τα νερά από τα Τέμπη –το καλύτερο αντιπλημμυρικό που έχει γίνει ποτέ στη Θεσσαλία, εκατομμύρια χρόνια τώρα… Ίσως…
Όμως τώρα δεν πάει πιο πέρα… Άρχισα να κολλάω στο βάλτο. Πρέπει να επιστρέψω, ν΄αφήσω τη βάρκα στη θέση της, να βρω και το παρατημένο αυτοκίνητο που είχε κολλήσει στις λάσπες και να δω πώς θα φύγω… ΄Αλλά, για στάσου, προς την άλλη μεριά, εκεί ανατολικά προς τα χωριά του Παλαμά, η βάρκα πάει μια χαρά μέσα απ΄ τα νερά. Κι εκεί μας έχουν πραγματική ανάγκη! Ακόμα να φτάσει αυτοκίνητο εκεί. Πάω να προλάβω το μπακάλικο του χωριού να πάρω νερά, ό,τι άλλο βρω και τσιγάρα που μου ζήτησαν ήδη φίλοι να τους στείλω. Α, και να μαζέψω ψαθιά απ΄ το βάλτο να τους πάω με τη βάρκα, όπως στις ιστορίες που άκουγα μικρός απ΄τον πατέρα… Να χουν τουλάχιστον, για την επόμενη φορά, μια ψάθινη καρέκλα, να κάθονται οι άνθρωποι στα κεραμίδια, κι αν χρειαστεί, ν΄ανέβουν πάνω της, να γλυτώσουν κανά μέτρο ακόμη, πριν τους πάρει κι αυτούς το νερό, όπως το βιός τους όλο…