«Τώρα ουσιαστικά έχουμε να κάνουμε με λειψυδρία που πρέπει να την αντιμετωπίσουμε σαν μια κανονικότητα λόγω της κλιματικής αλλαγής. Με άλλα λόγια, η λειψυδρία ήρθε και θα παραμείνει. Δεν είναι ένα παροδικό φαινόμενο, όπως γινόταν στο παρελθόν» δήλωσε, ο Καρδιτσιώτης Καθηγητής Δυναμικής Τεκτονικής & Εφαρμοσμένης Γεωλογίας στο Τμήμα Γεωλογίας & Γεωπεριβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αθηνών Ευθύμιος Λέκκας.

Υπολογίζαμε, συνέχισε, ότι η κλιματική κρίση θα έρθει τη δεκαετία του ’40, του ’50, και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και οι επιστημονικοί φορείς της Ελλάδας αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο αυτό θεωρούσαν. Όμως, είπε ο κ. Λέκκας «έχουμε αρχίσει να βιώνουμε ήδη από το ’17 με ’18 τα πρώτα κρίσιμα αποτυπώματα της κλιματικής κρίσης, που δεν είναι μόνον η λειψυδρία, η οποία είναι ένα από τα δεδομένα τα οποία υπάρχουν. Είναι επίσης και οι φυσικές καταστροφές, οι ξηρασίες, οι δασικές πυρκαγιές, τα έντονα πλημμυρικά φαινόμενα, οι κατολισθήσεις».

Αναφορικά με το μέγεθος του προβλήματος, ο καθηγητής Γεωλογίας και Φυσικών Καταστροφών υπογράμμισε: «Ήδη έχουμε χάσει καλλιέργειες και προκύπτει η ερημοποίηση. Είναι τεράστιο το πρόβλημα σε περιοχές που έχουμε να κάνουμε με περιορισμένους πόρους. Όπως στα νησιά αλλά και σε μεγαλύτερες περιοχές, όπως στην Κρήτη, στην Πελοπόννησο και στη Θεσσαλία».

Μεταξύ των άλλων ανέφερε ο κ. Λέκκας, ότι υπάρχει έλλειμμα ισοζυγίου, δεν υπάρχουν βροχοπτώσεις ή, όταν υπάρχουν οι βροχοπτώσεις, πέφτουν με τέτοια ραγδαιότητα που δεν μπορεί το έδαφος να απορροφήσει το νερό και, αντίθετα, δημιουργεί καταστροφικά πλημμυρικά φαινόμενα. Συνεπώς, δεν έχουμε εμπλουτισμό των υπόγειων υδροφόρων οριζόντων και ούτε την πλήρωση των ταμιευτήρων που έχουμε.

Το τελευταίο χρονικό διάστημα και κυρίως το χειμώνα, ουσιαστικά εκείνο το οποίο είχαμε ήταν η έντονη λειψυδρία, η απουσία βροχοπτώσεων και χιονοπτώσεων, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίσουμε από τους πρώτους μήνες το πρόβλημα, που είναι επιτακτικό.

«Το θέμα είναι να κατανοήσουμε ακριβώς τι συμβαίνει στην ατμόσφαιρα και να κατανοήσουμε ακριβώς την κλιματική κρίση, από τι συνίσταται, και στη συνέχεια να προσπαθήσουμε με μεθοδολογίες και να εμπλουτίσουμε περισσότερο τους υδροφόρους υπόγειους ορίζοντες και τους ταμιευτήρες. Αυτή είναι μία διαδικασία, η μία κατηγορία ουσιαστικά της αποθήκευσης του νερού. Και η άλλη κατηγορία είναι η κατηγορία της εξοικονόμησης του νερού, που είναι και αυτή πολύ σημαντική, γιατί πρέπει ουσιαστικά σε πολλές περιοχές τα δίκτυα να αντικατασταθούν, γιατί έχουμε πολλές διαρροές.

Δυστυχώς, δεν υπάρχουν άμεσες λύσεις. Δηλαδή, εάν εγκλωβιστούμε στη λύση των άμεσων προβλημάτων που προκύπτουν, που είναι επιτακτικά, δεν το συζητάμε και δεν κάνουμε σχεδιασμό δεκαετίας, τουλάχιστον για τη διαχείριση του νερού σε εθνικό επίπεδο, δεν θα κάνουμε απολύτως τίποτα κάθε έτος και θα αντιμετωπίζουμε ακόμα μεγαλύτερα προβλήματα», πρόσθεσε.

Οι λύσεις για το πρόβλημα της λειψυδρίας

«Το πρώτο θέμα ή το κυρίαρχο είναι να δούμε τι ποσά μπορούμε να αποθηκεύσουμε σε μια περίοδο εξελισσόμενης κλιματικής κρίσης, που τα πράγματα θα δυσκολεύουν όσο περνάει ο χρόνος. Το δεύτερο είναι να δούμε πώς θα διακινηθεί όλος αυτός ο όγκος του νερού και με τι συνθήκες. Δεν είναι μόνο το θέμα των διαρροών, είναι και το θέμα της υγιεινής του νερού. Το τρίτο, βεβαίως, είναι να καθοριστούν στρατηγικά το πού θα πρέπει να ξοδεύουμε το νερό. Υπάρχει μια υποβόσκουσα διαμάχη μεταξύ του αγροτικού τομέα, μεταξύ του τουρισμού, μεταξύ των κατοίκων» είπε ο Καρδιτσιώτης καθηγητής.

«Χρειάζεται ένα εθνικό στρατηγικό πλάνο»

Τέλος, ο κ. Λέκκας επισήμανε: «Πρέπει να αρχίσουμε με ένα εθνικό στρατηγικό πλάνο διαχείρισης των νερών σε περίοδο εξελισσόμενης κλιματικής κρίσης, για να θέσουμε κανόνες και προτεραιότητες. Εκεί είναι το θέμα. Δηλαδή, αν δεν σχεδιάσουμε έγκαιρα και με βάση τα νέα δεδομένα που προκύπτουν και που αλλάζουν προς το χειρότερο, δεν θα κάνουμε τίποτα.

Κάθε χρόνο θα έχουμε όλη αυτή την ανησυχία αλλά και τις αντιπαλότητες που υπάρχουν μεταξύ των φορέων για το ποιος φταίει, ποιος ξοδεύει, τι πήρε ο καθένας και όλα τα σχετικά. Άρα, άμεσες λύσεις και άμεσος σχεδιασμός σε εθνικό επίπεδο. Και ευτυχώς που υπάρχει αυτή η πρωτοβουλία εκ μέρους της κυβέρνησης, αυτή τη στιγμή, για να δούμε πού πάμε και τι πρέπει να κάνουμε. Ένας εθνικός σχεδιασμός λοιπόν, ο οποίος θα πρέπει να στηρίζεται στα νέα δεδομένα».